4.12.08

IL DIVO


Σκηνοθεσία: Πάολο Σορεντίνο

Παίζουν: Τόνι Σερβίλο, Άννα Μποναϊούτο, Τζούλιο Μποζέτι


Ο Τζούλιο Αντρεότι υπήρξε ένας από τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω πώς τα κατάφερνε και επεβίωνε μέσα στο χάος της ιταλικής πολιτικής σκηνής, με τις συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, αποσπώντας μάλιστα συνήθως το πόστο του πρωθυπουργού για τον εαυτό του. Αυτή του όμως η ικανότητα να παραμένει στην εξουσία, μαζί με το αδιαφανές, πλήρως δυσερμήνευτο παρουσιαστικό του, με γοήτευαν βαθύτατα. Προφανώς δεν ήμουν ο μόνος. Γιατί αυτή ακριβώς η γοητεία είναι και το θέμα της ταινίας Il Divo, η οποία εστιάζει στην προσωπικότητα του Τζούλιο Αντρεότι, καθώς και στην τελευταία πρωθυπουργική του θητεία, κατά την περίοδο 1989-1992, οπότε και αντιμετώπισε πληθώρα κατηγοριών για εμπλοκή σε σκάνδαλα, σημαντικότερο από τα οποία ήταν οι σχέσεις με την μαφία. 26 προσαγωγές σε δίκη αντιμετώπισε, 26 φορές αθωώθηκε, έστω κι αν χρειάστηκε να φτάσει μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο για να δικαιωθεί! Πρόκειται λοιπόν για μια ταινία που συνδυάζει την πολιτική προσέγγιση με ένα ανθρώπινο πορτρέτο και με αρκετή σκανδαλολογία, η οποία τυγχάνει να είναι της μόδας και στην Ελλάδα. Δυστυχώς, εμείς που δεν γνωρίζουμε πρόσωπα και πράγματα της ιταλικής πολιτικής χάνουμε αρκετά από την ταινία. Σαν ανθρώπινο πορτρέτο όμως, είναι δυναμίτης που θα μιλήσει σε όλους, δίνει όλη την πολυπλοκότητα και το μυστήριο του ανδρός, καταφέρνει να τον αναπαραστήσει σαν άγγελο και διάβολο ταυτόχρονα, ενώ διακρίνεται και για το χιούμορ της. Δυναμίτης είναι και καλλιτεχνικά, μια ταινία γεμάτη καινοτομίες στο μοντάζ, στους φωτισμούς, στη σχέση μουσικής και εικόνας, σε βαθμό μάλιστα που κάποιες φορές να το παρακάνει. Ένας Ιταλός έγραψε στο ίντερνετ γι’ αυτή την ταινία: «Είναι γκροτέσκα, υπερβολικά στιλιζαρισμένη, αλλά αυτό είναι απαραίτητο για να φανεί το πραγματικό πρόσωπο της χώρας μου».


****

27.11.08

Η ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ



ELEGY


Σκηνοθεσία: Ιζαμπέλ Κοϊξέτ

Παίζουν: Μπεν Κίνγκσλεϊ, Πενέλοπε Κρουζ, Ντένις Χόπερ


Αν ανήκετε στην κατηγορία των ωρίμων ανδρών που έχουν πατήσει τα.. ήντα και βάλε, αλλά παρόλ' αυτά το βασικό τους πρόβλημα είναι πώς να αποφεύγουν τους... εκνευριστικούς περισπασμούς από το τσούρμο των νεαρών και όμορφων γυναικών που ποθούν διακαώς να βρεθούν στην αγκαλιά τους, τότε βρίσκεστε στην κατάλληλη ταινία. Πρόκειται για την ταινία που μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του πασίγνωστου αμερικανού συγγραφέα Φίλιπ Ροθ Το ζώο που ξεψυχά. Στο βιβλίο, όπως και στην ταινία, πρωταγωνιστεί κάποιος Ντέιβιντ Κέπες, ένας... σιτωμένος καθηγητής πανεπιστημίου και επιφανές μέλος της νεοϋορκέζικης ιντελιγκέντσια, με δική του ραδιοφωνική εκπομπή και στήλη στο New Yorker (όλως τυχαίως η περιγραφή ταιριάζει γάντι στον ίδιο τον Ροθ), ο οποίος έχει μάθει να ζει μόνος του και να απολαμβάνει την ανεξαρτησία του, και διόλου δεν το αντέχει να τον πρήζουν κάτι νεαρές φοιτητριούλες για... μόνιμη σχέση, δεσμό και άλλα τέτοια μικροαστικά και μπανάλ. Στο βιβλίο μάλιστα καυχάται και για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, τις οποίες δεν λέει να καταβάλει ο πανδαμάτωρ χρόνος, στην ταινία όμως το συγκεκριμένο στοιχείο αποσιωπάται. Αυτό που αποκαλύπτεται αντιθέτως είναι τα υπέροχα στήθη της Πενέλοπε Κρουζ. Μπορεί να μην διαθέτουμε τα προσόντα του καθηγητή Κέπες, αλλά τώρα, χάρη στην μαγική τεχνολογία του σινεμά, μπορούμε κι εμείς να απολαύσουμε, έστω και μόνο οπτικά, τα εν λόγω στήθη. Για να σοβαρευτούμε όμως και λίγο, η συγκεκριμένη ταινία καταφέρνει όχι μόνο να αποδώσει το αμφιλεγόμενο κλίμα του βιβλίου, αλλά με την σεναριακή ανατροπή του δεύτερου μέρους να μας προβληματίσει γόνιμα ως προς την υποχρέωσή μας να παίρνουμε τη ζωή όπως έρχεται και να αποφεύγουμε τις προβολές στο, έτσι κι αλλιώς αβέβαιο, μέλλον. Μπορεί «εσύ να είσαι στην αρχή κι εγώ στο παραπέντε», που λέει και το τραγούδι, αλλά... μηδένα προ του τέλους μακάριζε.


**


13.11.08

Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ


YEAR OF THE DOG

Σκηνοθεσία: Μάικ Γουάιτ
Παίζουν
: Μόλι Σάνον, Πίτερ Σάρσγκααρντ, Ρετζίνα Κινγκ, Λόρα Ντερν, Τζον Ράιλι
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 93΄


Υπόθεση:Γεροντοκόρη γραμματέας που ζει την γαλήνια μεσοαστική ζωή των αμερικανικών προαστίων αγκαλιά με το σκυλάκι της, συντρίβεται συναισθηματικά όταν αυτό πεθαίνει από τοξική δηλητηρίαση, με συνέπεια να αρχίσει να ψάχνει λίγο περισσότερο το θέμα «ζωοφιλία».

Σατιρική κομεντί πάνω στην παράδοση του American Beauty, του Little Miss Sunshine και του κινηματογράφου του Ουές Άντερσον, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σεναριογράφου του School of Rock και του Nacho Libre είναι μια γλυκόπικρη ματιά στη μοναξιά, την κενότητα, την υποκρισία, αλλά και το βαθύ ανθρώπινο δράμα πίσω από την φαινομενικά γυαλιστερή ζωή του μέσου Αμερικάνου. Η ταινία εστιάζει πάνω στο θέμα της προστασίας των ζώων και των δικαιωμάτων τους, ένα θέμα πολύ σημαντικό και εξίσου παραμελημένο. Η τελείως προβλέψιμη χολιγουντιανή δραματουργική καμπύλη δεν αποφεύγεται, το κέντρισμα όμως μένει, και αυτό είναι ένα μεγάλο κέρδος.

Σύμφωνα με τον «μπουρλοτιέρη» του Videodrome, τον Τριαντάφυλλο Μποσταντζή, θα πρέπει να σταματήσουμε να γράφουμε για ταινίες και να αρχίσουμε να γράφουμε για ιδέες. «Γράφουμε αυτό που είμαστε», ισχυρίζεται στο προηγούμενο τεύχος. Σωστά. Γι’ αυτό κι εγώ, που δεν είμαι κατά βάθος παρά ένας συγκαταβατικός αστός, ασκημένος να ανέχομαι τα πάντα και να σέβομαι τους πάντες, δεν μπορώ να βγω και να γράψω «αρχίστε να νοιάζεστε για τα ζώα», «χιλιάδες ζώα υποφέρουν αυτή τη στιγμή φρικτά βασανιστήρια σε πειραματικά εργαστήρια βιομηχανιών (όχι απαραίτητα για το καλό της ιατρικής, όχι, αυτό συχνά είναι το άλλοθι. Πάρα πολλά ζώα πεθαίνουν με ανυπόφορους πόνους μόνο και μόνο για χάρη μιας καλύτερης απόχρωσης κραγιόν, φερ’ ειπείν)» και άλλα παρόμοια. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να σας ανησυχήσω με απόψεις όπως ότι «η σύγχρονη εντατική κτηνοτροφική βιομηχανία έχει μετατρέψει τα ζώα σε άψυχες κρεατομηχανές με άγνωστες συνέπειες ακόμα και για την υγεία μας (θυμηθείτε τη νόσο Kreuzfeld-Jacobs)», όχι, μακριά από μας αυτά. Εμείς εδώ γράφουμε μόνο για ταινίες και σεβόμαστε απόλυτα όλους εσάς, που ξέρετε πολύ καλά για τον εαυτό σας πού ακριβώς πρέπει να στρέψετε τα ενδιαφέροντά σας και πού όχι. Δεν θα σας το πούμε εμείς. Έχετε διαβάσει το αριστουργηματικό «Τι ωραίο πλιάτσικο» του Τζόναθαν Κόου και ξέρετε. Όσο για εδώ, δεν έχουμε παρά μια ακόμα χαζοαμερικάνικη ταινιούλα η οποία, σύμφωνα με τον cheaplog του Movies for the Masses, δεν κάνει τίποτ’ άλλο «από το να αναλύει εξαιρετικά επίπονα και επανειλημμένα ότι όλες αυτές που βλέπεις να μαζεύουν 15 σκύλους και να ζουν όλη μέρα μαζί τους είναι τόσο πυροβολημένες όσο φαντάζεσαι, και ακόμα περισσότερο». Έτσι μπράβο. Κάτι πυροβολημένοι είναι οι φιλόζωοι. Τώρα μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι.

****

16.10.08

ΤΥΧΕΡΗ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ


HAPPY-GO-LUCKY

Σκηνοθεσία: Μάικ Λι
Παίζουν: Σάλι Χόκινς, Έντι Μαρσάν, Αλέξις Ζέγκερμαν


Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φιλμικό σύμπαν που απαρτίζεται από δύο ομόκεντρες σφαίρες. Η εσωτερική σφαίρα αποτελεί τον μικρόκοσμο της ηρωίδας της ταινίας, της τριαντάρας δασκάλας Πόπι, η οποία είναι πάντα χαμογελαστή και γεμάτη θετική ενέργεια, πάντα πρόθυμη να κοιτάξει τον συνάνθρωπό της στα μάτια και να επικοινωνήσει μαζί του, μια διάνοια αμόλυντη από ευρύτερους πολιτικούς προβληματισμούς. Η έξω σφαίρα περικλείει αυτήν ακριβώς την ευρύτερη κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε ένα είδος τεκτονικής τριβής με τον μικρόκοσμο της ηρωίδας, διεισδύει απειλητικά σ’ αυτόν, δοκιμάζει τις αντοχές του. Αυτή η σύγκρουση προσωπικής έναντι πολιτικής σφαίρας, εισάγεται ήδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας: Η Πόπι μπαίνει να χαζέψει σ’ ένα βιβλιοπωλείο και, όσο φιλικά κι αν συμπεριφέρεται στον πωλητή, αυτός την αντιμετωπίζει με πρωτόγνωρη ψυχρότητα. Επιπλέον, όταν φεύγει, διαπιστώνει ότι της έχουν κλέψει το ποδήλατο. Όσο τυχερή κι αν είσαι, λοιπόν, όση θετική ενέργεια κι αν εκλύεις, βρίσκεσαι κι εσύ εκτεθειμένη στην κακία ενός κόσμου που υπερβαίνει το άτομο και κινείται από αδιόρατες και ανεξέλεγκτες δυνάμεις. Μικρά παιδιά εμφανίζουν βίαιη συμπεριφορά, στους δρόμους ψυχωσικοί losers παραμιλούν χαμένοι στο δικό τους κόσμο, ενώ άλλοι, φαινομενικά «νορμάλ», αποδεικνύονται βυθισμένοι σε μια από τις γνωστότερες ψυχασθένειες του καιρού μας, τη συνωμοσιολαγνεία και τις τάσεις καταδίωξης. Απέναντι σε όλα αυτά αρκεί το ζεστό χαμόγελο και η ανθρωπιά μια απλής δασκαλίτσας; Μάλλον όχι. Αν όμως η ανθρωπιά δεν είναι συνθήκη ικανή, ο Μάικ Λι, ο μεγαλύτερος ίσως σύγχρονος άγγλος σκηνοθέτης, μοιάζει να μας λέει ότι είναι σίγουρα αναγκαία. Σε έναν κόσμο που η Πόπι κι οι φιλενάδες της αδυνατούν να διακρίνουν τα αόρατα νήματα, η μεταξύ τους σχέση μοιάζει να αποτελεί το απόλυτο και οριστικό αποκούμπι. Ο έλεγχος της ζωής μας ξεγλιστράει από τα χέρια μας, έχουμε απωλέσει την ικανότητα να κατανοούμε τον κόσμο, μας απομένει όμως η δύναμη της αγάπης. Αυτό το τελευταίο αποκούμπι είναι που κάνει την Πόπι τυχερή κι ευτυχισμένη. Μακάρι κι εμάς…

****

1.10.08

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΠΡΑΪΤΣΧΕΝΤ


BRIDESHEAD REVISITED


Σκηνοθεσία: Τζούλιαν Τζάρολντ

Παίζουν: Μάθιου Γκουντ, Τζούλια Φλάιτ, Μπεν Γουίσοου, Έμα Τόμπσον


Ουκ ολίγοι συμπατριώτες μας διακατέχονται από την πεπλανημένη άποψη ότι στην Αγγλία ανθεί ιδιαιτέρως η ομοφυλοφιλία – φοβάμαι ότι με κάτι τέτοιες ταινίες θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Κι αυτό γιατί ό,τι θελκτικότερο έχει να επιδείξει η συγκεκριμένη ταινία, η οποία εκτυλίσσεται στην Αγγλία του μεσοπολέμου, είναι ο χαρακτήρας του Σεμπάστιαν, ενός εκκεντρικού θηλυπρεπή φοιτητή της Οξφόρδης, γόνου πάμπλουτης οικογένειας, ο οποίος ανήκει στους «σοδομίτες», μια φοιτητοπαρέα ηδονιστών party animals της εποχής. Αυτός ο Σεμπάστιαν, λοιπόν, αποφασίζει για άγνωστους λόγους να εμπλέξει στα δίχτυα της γοητείας του τον Τσαρλς, τον μικροαστό ήρωα της ταινίας μας, και να τον μυήσει στα άδυτα του Μπράιτσχεντ, της οικογενειακής τους έπαυλης. Ανάμεσα στα εκθέματα του τυπικού αυτού κτίσματος της αγγλικής υπαίθρου συγκαταλέγεται και η Τζούλια, η γοητευτική αδελφή του Σεμπάστιαν, οπότε ο Τσαρλς θα βρεθεί αίφνης διχασμένος ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Μην περιμένετε όμως τίποτε φωναχτά δράματα, μίση, έρωτες και πάθη. Γιατί ο Τσαρλς αποτελεί την προσωποποίηση του έτερου κλισέ περί Άγγλων: Είναι συγκαταβατικός, ευγενικός, και παντελώς αδιαπέραστος. Όχι μόνο από τους άλλους ήρωες, αλλά κι από μας τους θεατές. Είναι παντελώς αδύνατο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς θέλει, σκέφτεται, ή νιώθει αυτός ο άνθρωπος. Αφήστε που είναι και παντελώς γλυκανάλατος. Κι από τη στιγμή που η ταινία διαπράττει το ατόπημα να εγκαταλείψει κάπου στο Μαρόκο τον Σεμπάστιαν, μοναδικό πικάντικο στοιχείο της, και να μην ξαναεπιστρέψει ποτέ σ’ αυτόν, καταντάει εξίσου νερόβραστη με τον Τσαρλς. Με τον οποίο παλινδρομούμε μεταξύ ποικίλων προβληματισμών, όπως θρησκευτική πίστη, μητρική καταπίεση, ομοφυλοφιλία, κοινωνικός αριβισμός, προβληματισμοί οι οποίοι όμως απομένουν παντελώς ξεκρέμαστοι κι ανολοκλήρωτοι. Τελικά, μόνο θέμα της ταινίας μοιάζει να αναδεικνύεται ακριβώς αυτός ο τυπικός αγγλικός χαρακτήρας: συγκαταβατικός, μπλαζέ, ικανός να θυσιάσει και το εντονότερο συναίσθημα στο όνομα της ευπρέπειας και του understatement. Μπορεί όμως άραγε να ενδιαφέρουν όλ’ αυτά οποιονδήποτε δεν συνηθίζει να τρώει για πρωινό τοστ με φασόλια;


*

14.9.08

THE SAVAGES


Σκηνοθεσία: Ταμάρα Τζένκινς
Παίζουν: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Λόρα Λίνεϊ, Φίλιπ Μπόσκο
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 113΄


Υπάρχουν δύο είδη κινηματογράφου: Αυτός που μας βοηθάει να ξεφύγουμε, προσωρινά έστω, απ’ όσα τυχόν δυσάρεστα αντιμετωπίζουμε, κι αυτός που μας αναγκάζει να τα κοιτάξουμε κατάματα και να τα αντιμετωπίσουμε. Με άλλα λόγια, ο κινηματογράφος της φυγής και ο κινηματογράφος του προβληματισμού. Ο πρώτος είναι ίσως πιο ευχάριστος, ο δεύτερος όμως μάλλον πιο ωφέλιμος. Επιλέξαμε να ξεκινήσουμε τη φετινή σεζόν με μια πρόταση που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πρόκειται για μια ταινία που, αν και δεν προβλήθηκε στην πόλη μας, πραγματοποίησε μια πολύ καλή πορεία στο εξωτερικό και προτάθηκε επαξίως για δύο Όσκαρ, το πρώτου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Λόρα Λίνεϊ και το πρωτότυπου σεναρίου, το οποίο έγραψε η ίδια η σκηνοθέτιδα, αν και θα άξιζε οπωσδήποτε και μια τρίτη πρόταση, στην κατηγορία του πρώτου ανδρικού ρόλου, όπου νομίζουμε ότι ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν πραγματοποιεί την καλύτερη ίσως ερμηνεία της καριέρας του. Η ταινία περιστρέφεται γύρω από ένα θέμα παραμελημένο, που είναι η φροντίδα των ηλικιωμένων που αδυνατούν πλέον να φροντίσουν τον εαυτό τους. Επιπρόσθετα, το εντάσσει μέσα σε ένα πλαίσιο δυσλειτουργικής οικογένειας, που έχει προκαλέσει χρόνια προβλήματα, άγχη, ανασφάλειες και νευρώσεις στα μέλη της. Ο Τζον και η Γουέντι είναι δυο αδέλφια γύρω στα σαράντα, ανύπαντροι και οι δύο, που διατηρούν τυπικές και όχι ουσιαστικές σχέσεις μεταξύ τους, και αναγκάζονται να έρθουν αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλο, αλλά και με το κοινό τους παρελθόν, όταν ειδοποιούνται ότι ο πατέρας τους έχει εμφανίσει γεροντική άνοια και θα πρέπει να αναλάβουν την γηροκόμησή του. Παρόλο το «δυσάρεστο» θέμα της, η ταινία καταβάλει συνειδητές και επιτυχημένες προσπάθειες να αποφύγει το μελοδραματισμό, ενώ παράλληλα ένα ειρωνικό, σαρδόνιο χιούμορ αγγλικού τύπου κάνει αρκετά συχνά αισθητή την παρουσία του, αποσπώντας κάποια απολύτως απαραίτητα μειδιάματα. Η ατμόσφαιρα πάντως παραμένει μουντή από την αρχή μέχρι το τέλος, οι ρυθμοί αργοί, η υπόθεση κατά διαστήματα υποτυπώδης. Απομένει γυμνή η ίδια η αμείλικτη πραγματικότητα, η αναπόφευκτη μοίρα του ανθρώπου, που είναι η πορεία προς το μαρασμό και το θάνατο και η υποχρέωση όλων μας να την αντιμετωπίσουμε όσο ωριμότερα μπορούμε. Παράλληλα, η ταινία, χάρη στο οξυδερκές σενάριό της και τις υπέροχες ερμηνείες του ζεύγους Χόφμαν-Λίνεϊ, προσθέτει ορισμένα σπαρακτικά στιγμιότυπα στην πλούσια κινηματογραφική ανθολογία από σκηνές με μέλη δυσλειτουργικών οικογενειών που αδυνατούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους…


***

19.6.08

ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


ACROSS
THE UNIVERSE



Σκηνοθεσία: Τζούλι Τέιμορ
Παίζουν: Τζιμ Στάρτζες, Ίβαν Ρέιτσελ Γουντ, Τζο Άντερσον, Ντάνα Φουκς
ΗΠΑ, 2007. Διάρκεια: 131΄


Όχι ένα και δύο, αλλά 33 ολόκληρα τραγούδια των θρυλικών «Σκαθαριών» σε νέες, φρέσκιες εκτελέσεις παρελαύνουν οπτικοποιημένα μπροστά από τα μάτια μας σ’ αυτό το πολύχρωμο, νεανικό μιούζικαλ, που επιχειρεί μια τοιχογραφία της ταραγμένης περιόδου των τελών της δεκαετίας του ’60 βασισμένη πάνω στο έργο των Μπιτλς.

Πρόκειται για μια φιλόδοξη απόπειρα, που στέφεται από απόλυτη επιτυχία τόσο στο οπτικό όσο και στο μουσικό κομμάτι της. Οι νεαροί πρωτοεμφανιζόμενοι πρωταγωνιστές ερμηνεύουν τα τραγούδια με έναν τρόπο που καταφέρνει να συνδυάσει στην κατάλληλη αναλογία τον απαραίτητο σεβασμό στις αρχικές εκτελέσεις από τη μια, με την καινοτομία και την ανάδειξη των τραγουδιών από μια διαφορετική σκοπιά από την άλλη. Εξυπακούεται ότι άπαντες διαθέτουν τα απαραίτητα φωνητικά προσόντα, ενώ και οι υποκριτικές τους ικανότητες είναι κάτι παραπάνω από επαρκείς.

Οπτικά η ταινία θυμίζει πυροτέχνημα φαντασίας, χρώματος και φωτός. Τα τραγούδια ενσωματώνονται οργανικά μέσα στην πλοκή και δεν θυμίζουν επ’ ουδενί βίντεο-κλιπ. Αποκτούν όλα σαφές και καινούριο νόημα, που αναδεικνύει και τα ίδια τα τραγούδια και την ταινία. Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στο “I Want you”, που συσχετίζεται με τη διαδικασία στρατολόγησης για τον πόλεμο του Βιετνάμ και εκφράζει με άκρως γλαφυρό και ευφάνταστο τρόπο την αίσθηση παγίδευσης και αποκτήνωσης του νεαρού κληρωτού που καλείται να γίνει το φρέσκο κρέας στην κρεατομηχανή του πολέμου, αλλά και στο “I am the Walrus”, που ερμηνεύεται από τον Μπόνο σε μια εμφάνιση-έκπληξη και παραπέμπει σε ψυχεδελικό όνειρο που εξελίσσεται σε κάποια μαγική υποβρύχια ουτοπία.

Όπως συχνά συμβαίνει με τα μιούζικαλ, το αδύνατο σημείο είναι το σενάριο. Πρόκειται για μια στοιχειώδη, απλοϊκή ιστορία, που τραβάει σε μάκρος αρκετά μεγαλύτερο από τις αντοχές της προσοχής μας, δεν αναδεικνύει επαρκώς τους χαρακτήρες, και διακατέχεται από μια αφελή και επιφανειακή αντίληψη της ιστορίας. Απουσιάζει η εμβάθυνση, ή έστω η διαφορετική ματιά στο αντιπολεμικό κίνημα, τις φοιτητικές εξεγέρσεις και την εναλλακτική κουλτούρα των ’60s. Αυτό που υπάρχει είναι μια τοιχογραφία πλούσια μεν, επιφανειακή δε. Μια σειρά από εικόνες που απλά περνούν, αλλά δεν αγγίζουν τον θεατή.

Η ταινία φαίνεται τελικά πως απευθύνεται κυρίως στο μαθητικό κοινό, για το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευσύνοπτη εισαγωγή στο έργο των Μπιτλς και την ιστορία των εξεγέρσεων των ’60s. Όσοι θεωρούν εαυτούς ειδήμονες στα ανωτέρω θέματα πιθανόν να νιώσουν ότι παρακολουθούν κάτι παιδιάστικο ή αφελές. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πρόκειται για μια πλούσια, φιλόδοξη δουλειά, με εξαιρετικές μουσικές εκτελέσεις και υπέροχες εικόνες. Η ταινία συνοδεύεται μάλιστα κι από δεύτερο dvd, στο οποίο περιέχονται ολόκληρες και οι 33 εκτελέσεις, καθώς και σχόλια της σκηνοθέτιδας και των υπόλοιπων συντελεστών.


***

29.5.08

ΣΚΟΥΡΟ ΜΠΛΕ ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ


Azuloscurocasinegro / DARKBLUEALMOSTBLACK


Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Σάντσεζ Αρεβάλο
Παίζουν: Κιμ Γκουτιέρεζ, Χέκτορ Κολόμε, Μάρτα Ετούρα, Αντόνιο ντε λα Τόρε
Ισπανία, 2006. Διάρκεια: 105΄


Βασιζόμενος πάνω στη στέρεα παράδοση του ισπανικού μελοδράματος και του κινηματογράφου του Αλμοδόβαρ, ο πρωτοεμφανιζόμενος Αρεβάλο μας παρουσιάζει μια νεανική ταινία, που καταγράφει με περισσή αυτοπεποίθηση και ιδιαίτερη γλαφυρότητα όλη τη συναισθηματική σύγχυση, το μπέρδεμα, την πίεση και τη δυσκολία της επαγγελματικής αποκατάστασης των σημερινών εικοσιπεντάρηδων. Ο Αρεβάλο, φρονίμως ποιών, επιλέγει έναν εξαιρετικά συμπαθή κεντρικό ήρωα, τον Χόρχε, έναν νεαρό που φροντίζει μόνος του τον κατάκοιτο πατέρα του, ενώ παράλληλα σπουδάζει δι’ αλληλογραφίας διοίκηση επιχειρήσεων και εργάζεται σαν θυρωρός-επιστάτης, μια θέση που με βαριά καρδιά κληρονόμησε από τον πατέρα του. Δύσκολα εντοπίζει κανείς ψεγάδι στον ήρωα αυτόν, που αντεπεξέρχεται με αξιοπρόσεκτη καρτερία σε όλες τις δυσκολίες της ζωής, προσπαθεί να είναι πάντα σε επαφή με τα συναισθήματά του, να είναι ειλικρινής με τους φίλους του, και βοηθά και τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος βρίσκεται έγκλειστος στη φυλακή και του επιφυλάσσει ένα παράξενο, αμιγώς «αλμοδοβαρικό» αίτημα: Ζητάει από τον Χόρχε να αφήσει έγκυο την επίσης έγκλειστη φίλη του, καθώς ο ίδιος είναι στείρος, προκειμένου να μπορέσει να μεταφερθεί στην πτέρυγα των μητέρων, όπου οι συνθήκες κράτησης είναι πολύ καλύτερες. Ο Χόρχε, με βαριά καρδιά είν’ αλήθεια, δέχεται να κάνει το «ψυχικό», κάτι που θα έχει βέβαια σημαντικές συναισθηματικές συνέπειες για όλους. Στην ιστορία εμπλέκονται επίσης η Ναταλία, γειτόνισσα και παιδικός έρωτας του Χόρχε, η οποία επιστρέφει μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στη Γερμανία, καθώς και ο κολλητός του Ίσραελ, ο οποίος περνά την ώρα του στην ταράτσα της πολυκατοικίας, φωτογραφίζοντας με τηλεφακό τα όσα διαδραματίζονται στον απέναντι χώρο μασάζ, ο οποίος προσφέρει ιδιαίτερες υπηρεσίες σε ομοφυλόφιλους άνδρες. Ο Αρεβάλο κινηματογραφεί με σίγουρο χέρι, η φωτογραφία είναι υπέροχη, με ξεκάθαρα περιγράμματα και έντονες αντιθέσεις, χωρίς τις χρωματικές υπερβολές του Αλμοδόβαρ, ενώ το ευφάνταστο μοντάζ ανακατεύει την τράπουλα της αφήγησης, φωτίζοντας την ιστορία από διάφορες οπτικές γωνίες, με ευεργετικό αποτέλεσμα τη διέγερση των εγκεφαλικών μας κυττάρων. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει τελικά είναι ο ενδόμυχος συντηρητισμός που εκπέμπει το όλο εγχείρημα. Σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο είναι το χρώμα του κουστουμιού που ονειρεύεται πως φοράει ο Χόρχε στην ιδεατή δουλειά στελέχους σε επιχείρηση. Δυστυχώς όμως, θυρωρός είναι και θυρωρός θα παραμείνει. Και το μόνο που μπορεί να κάνει, φαίνεται να μας λέει η ταινία, είναι να συμβιβαστεί με την ιδέα. Προτεραιότητα έχουν οι αξίες της κοινωνικής συνοχής και της οικογένειας, η οποία προστατεύει τη δική της συνοχή εφαρμόζοντας πιστά το αρχαίο ρητό «τα εν οίκω μη εν δήμω», όπως φαίνεται στην εξαιρετική σκηνή του Ίσραελ με τη μητέρα του. Να λοιπόν που έφτασε και ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος στο σημείο όπου νεανικότητα και συντηρητισμός θα ταυτίζονται…


***

22.5.08

ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ


DEATH AT A FUNERAL


Σκηνοθεσία: Φρανκ Οζ
Παίζουν: Μάθιου Μακφέιντεν, Ρούπερτ Γκρέιβς, Άλαν Τάντικ, Άντι Νάιμαν
Βρετανία, 2007. Διάρκεια: 90΄


Σε μια μεγαλοαστική κηδεία στην αγγλική εξοχή, απ’ αυτές που κανείς δεν παρεκτρέπεται σε υπερβολικούς οδυρμούς και όλοι είναι τόσο τυπικά Άγγλοι στον καθωσπρεπισμό τους, μια σειρά από όχι-και-τόσο-καθώς-πρέπει καταστάσεις αρχίζει να ξετυλίγεται. Τα ευτράπελα ξεκινούν με την παράδοση του λάθος πτώματος, για να συνεχιστούν με την εκ παραδρομής κατανάλωση ισχυρών παραισθησιογόνων χαπιών από ένα συγγενή, και να αποκορυφωθούν σε ένα θεότρελο ξέσπασμα, όπου όλες οι αναποδιές και τα προβλήματα συγκλίνουν, περίεργοι ήχοι ακούγονται μέσα από το φέρετρο, γυμνοί άντρες περιφέρονται στη στέγη, ενώ ένας γηραιός θείος σε αναπηρικό καροτσάκι έχει ξεχαστεί στην τουαλέτα.


Όλα αυτά ακούγονται πράγματι πολύ αστεία. Η συνταγή βασίζεται ουσιαστικά στο σύγχρονο, τυπικά αμερικάνικο χιούμορ της χοντροκομμένης φάρσας και των σκατολογικών αστείων, με δόσεις από το εξόχως αγγλικό είδος της κωμωδίας δωματίου, όπου διακωμωδούνται τα ήθη και οι μανιερισμοί της «καλής κοινωνίας». Το σενάριο είναι καλογραμμένο, με αστεία κάθε μορφής και τύπου, λεκτικά, οπτικά, γελοίες γκριμάτσες και περιττώματα που καταλήγουν στα λάθος σημεία. Κι όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι μάλλον άρρυθμο κι αμήχανο, αφήνει μεν μια σχετικά ευχάριστη γεύση, αλλά και ουκ ολίγους πόθους ανεκπλήρωτους.


Ένα βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στις ερμηνείες. Όχι πως το καστ δεν είναι καλό, το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχει όμως διάχυτη μια αμηχανία, μια σοβαροφάνεια. Με εξαίρεση τον Άλαν Τάντικ, που ερμηνεύει τον «φτιαγμένο» με τα παραισθησιογόνα και αποδύεται σε ένα ρεσιτάλ από αστείους μορφασμούς και σουρεάλ ατάκες (αστείο του οποίου γίνεται όμως μια χονδροειδής υπερεκμετάλλευση και καταλήγει κουραστικό), οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές μοιάζουν σαν να αγνοούν ότι παίζουν σε κωμωδία. Περιφέρονται αμήχανοι, ιδιαίτερα ο Μάθιου Μακφέιντεν και ο Ρούπερτ Γκρέιβς, που ερμηνεύουν τους δυο γιούς του μακαρίτη, σαν να πιστεύουν ότι η αντίθεση μεταξύ της φαινομενικής σοβαρότητάς τους και της γελοιότητας των καταστάσεων που βιώνουν θα προκαλέσει το επιθυμητό κωμικό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, δεν τους βγαίνει. Γιατί είναι όντως αστείο, έστω και χιλιοπαιγμένο, να διαπιστώνεις ότι το φέρετρο που τοποθετούν ιεροπρεπώς μπροστά σου δεν περιέχει τον πατέρα σου, αν όμως παιχτεί με τη σοβαρότητα, την υποτονικότητα και το φλέγμα του Μακφέιντεν, καταλήγει να έχει υποπολλαπλάσιο κωμικό αποτέλεσμα.


Όχι πως και η σκηνοθεσία του βετεράνου Φρανκ Οζ δεν βάζει το χεράκι της. Και εκεί παρατηρούμε μια αμήχανη προσέγγιση, με ένα μοντάζ όχι επαρκώς σβέλτο, ώστε να αναπαράγει τον απαιτούμενο παλμό των κωμικοτραγικών περιστάσεων. Σαν ένα τραγούδι που παίζεται έναν τόνο πιο αργά απ’ ό,τι θά ’πρεπε. Στο τέλος ο συγχρονισμός χάνεται και το αποτέλεσμα φαλτσάρει. Θα ήταν άδικο πάντως να μην αναγνωρίσουμε ότι τελικά η ταινία καταφέρνει να πάρει μπροστά, για να καταλήξει σε ένα αξιομνημόνευτο φινάλε, όπου πλέον ο ρυθμός αποκτά την απαραίτητη σβελτάδα και τα γέλια βγαίνουν αβίαστα. Είχαμε ίσως αυξημένες προσδοκίες απ’ αυτή την κωμωδία, καθημερινά όμως αποδεικνύεται πόσο δύσκολο είδος είναι τελικά.


**

25.4.08

ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ


CONFESSION OF PAIN / SEUNG SING


Σκηνοθεσία: Andrew Lau & Alan Mak
Παίζουν
: Tony Leung, Takeshi Kaneshiro, Jinglei Xu, Qi Shu
Χονγκ Κονγκ, 2006. Διάρκεια: 109΄


Έχω ακούσει άπειρες φορές λοιδορίες εναντίον των ελλήνων διανομέων για τους αυθαίρετους τίτλους που διαλέγουν για να μας παρουσιάσουν ξένες ταινίες, αλλά σπανίως ακούω μια καλή κουβέντα, όταν καταφέρνουν να βρουν έναν τίτλο καλύτερο κι από τον πρωτότυπο. Ε, λοιπόν, αυτή τη φορά τα κατάφεραν περίφημα. Η ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα δεν είναι ούτε «πονεμένη εξομολόγηση» (όπως μας πληροφορεί ο τίτλος με τον οποίο εισάγεται σε Ευρώπη και Αμερική), ούτε «θλιμμένη πόλη» (όπως μεταφράζεται ο κινέζικος τίτλος της “Seung Sing”). Είναι μια ταινία με θέμα της κάποια καλά θαμμένα μυστικά, που κάποιοι προσπαθούν να ξεσκεπάσουν και κάποιοι άλλοι να συγκαλύψουν˙ σε κάθε περίπτωση πάντως παραμένουν αινιγματικά. Ακατανόητα. Και δεν αγγίζουν επ’ ουδενί το θεατή. Πώς λέμε «πέρασε και δεν ακούμπησε»; Κάτι τέτοιο.


Ο Μπονγκ είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, πρώην αστυνομικός και νυν αλκοολικός, ο οποίος κατατρύχεται από την αυτοκτονία της εγκύου γυναίκας του. Κάποια στιγμή η Σούζαν, σύζυγος του Χέι, αρχηγού της Αστυνομίας και παλιού φίλου του Μπονγκ, θα του αναθέσει να εξιχνιάσει την υπόθεση της δολοφονίας του πλούσιου πατέρα της, η οποία έχει κλείσει εσπευσμένα ως περίπτωση ληστείας από δυο γνωστούς κακοποιούς οι οποίοι αργότερα βρέθηκαν νεκροί. Ο Μπονγκ καταδύεται στο παρελθόν, προκειμένου να διερευνήσει τα πραγματικά κίνητρα πίσω από έναν τέτοιο φόνο. Κι ανακαλύπτει κάποια «αινιγματικά μυστικά», τα οποία δεν θα διαλευκανθούν, ούτε καν με το τέλος της ταινίας. Θα παραμείνουν εκκρεμή, δείγματα ενός αμήχανου και ασυνάρτητου σεναρίου, που δεν καταφέρνει να αποσπάσει πολύ από το ενδιαφέρον μας…


Τώρα θα αναρωτηθείτε ίσως τι το θετικό βρίσκουμε σ’ αυτή την ταινία, εκτός του γλαφυρού της τίτλου. Λένε, λοιπόν, πως οι διευθυντές φωτογραφίας δεν τα καταφέρνουν σχεδόν ποτέ όταν στρέφονται στη σκηνοθεσία. Ο λόγος είναι ότι αδυνατούν να κατανοήσουν την προτεραιότητα της σημασίας της αφήγησης έναντι της οπτικής ομορφιάς. Εδώ έχουμε μια τέτοια περίπτωση. Ο σκηνοθέτης Άντριου Λάου ξεκίνησε σαν διευθυντής φωτογραφίας, και στράφηκε αργότερα στη σκηνοθεσία, έγινε δε γνωστός με τις διαβόητες «Εσωτερικές υποθέσεις», ριμέικ των οποίων αποτελεί ο «Πληροφοριοδότης» του Μάρτιν Σκορσέζε. Αργότερα γύρισε την “Daisy”, μια καλή ταινία, την οποία σας παρουσιάσαμε από τούτην εδώ τη στήλη τον περασμένο Σεπτέμβριο. Τη φορά αυτή όμως, ο Λάου εγκαταλείπει παντελώς την μέριμνα της αφήγησης και απορροφάται πλήρως από τη σαγήνη της εικονοπλασίας. Μιλάμε για ένα Χονγκ Κονγκ βγαλμένο από κάποιο όνειρο, άδειο, στιλπνό, ημιφωτισμένο, μια μεγαλούπολη γεμάτη φώτα από νέον και ατμοσφαιρικά μπαρ. Η δε σκηνοθεσία είναι εξίσου περίτεχνη, γεμάτη κόλπα και εφέ, με μια κάμερα σε μια διαρκή ανεπαίσθητη κυκλωτική κίνηση και διάφορα ευφάνταστα περάσματα από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι το όλο εγχείρημα απομένει κενόδοξο, καθότι οι χαρακτήρες και τα όσα ακατάληπτα τους συμβαίνουν μας αφήνουν αν όχι τελείως αδιάφορους, πάντως σίγουρα αμήχανους κι απορημένους. Πάντως, το οπτικό κομμάτι τ’ αξίζει τα λεφτά του…


**

17.4.08

ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ’ΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ


ENSEMBLE, CEST TOUT


Σκηνοθεσία: Κλοντ Μπερί
Παίζουν: Οντρέι Τοτού, Γκιγιόμ Κανέ

Γαλλία, 2007. Διάρκεια: 97΄


Όσοι από σας τυχόν ταυτίζετε τον γαλλικό κινηματογράφο με τις λεγόμενες «κουλτουριάρικες», ή «καλλιτεχνικές» ταινίες, να ξέρετε ότι πλανάσθε πλάνη οικτρά. Η Γαλλία διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές βιομηχανίες του κόσμου, μετά τις ΗΠΑ και την Ινδία, με τεράστιες ικανότητες να αναγεννάται από τις στάχτες της και να κατασκευάζει θελκτικά προϊόντα, σε διάφορες μορφές και μεγέθη, για το ευρύ κοινό. Μια τέτοια ταινία σας παρουσιάζουμε σήμερα. Κοινώς, μια ταινία για «ξεμπούκωμα». Τι εστί ξεμπούκωμα; Διευκρινίζουμε: «Ο πνευματικός αυνανισμός είναι κάποιες φορές απαραίτητος για να ξεμπουκώσει το μυαλό από ένα πλήθος νόρμες, συνήθως άχρηστες, που έχουν σωρευτεί μέσα του». Τάδε έφη Τριαντάφυλλος Μποστάντζης στο Videodrome του εξώστη, τεύχος 807. Πιστοί λοιπόν σ’ αυτή τη γραμμή, σας παρουσιάζουμε σήμερα το “ultimate ksempoukoma movie”, μια ταινία του γερο-Κλοντ Μπερί, άξιου συνεχιστή της παράδοσης του Ζαν Ρενουάρ (δε θέλω ειρωνικά χαμόγελα – ο Μπερί έχει Όσκαρ, ο Ρενουάρ όχι), με πρωταγωνιστή τον αρρενωπό σταρ Γκιγιόμ Κανέ. Ο περί ου ο λόγος παίδαρος είναι το αγόρι που πρωταγωνιστούσε στο Αγάπαμε αν τολμάς, που είχε προβληθεί με επιτυχία στις αίθουσες της πόλης μας πριν από μερικά χρόνια. Εκείνο το γλυκό αγόρι, λοιπόν, μεγάλωσε και έγινε ένα είδος Απόστολου Γκλέτσου της Γαλλίας. Μιλάμε για πολύ νταβρατίλα. Τα κορίτσια κάνουν ουρά έξω απ’ την κρεβατοκάμαρά του. Κι αυτός δίνει εντολές. «Σκύψε», «πιο γρήγορα», τέτοια πράγματα. Η καλύτερη όμως ατάκα που εκστομίζει, και που και μόνο εξαιτίας της η ταινία αξίζει να ανακηρυχθεί σε αδιαφιλονίκητο αριστούργημα της παγκόσμια φιλμογραφίας, είναι η εξής: «Αν είσαι καλό κορίτσι, την Τρίτη θα σε πηδήξω». Και δεν τη λέει σε καμιά τυχαία γκόμενα. Στην Οντρέι Τοτού τη λέει, την γλυκιά μας «Αμελί». Έτσι είναι, όμως. Κάτι τέτοια θέλουν να ακούνε κατά βάθος οι γυναίκες. Αν λοιπόν θέλετε να ξεμπουκώσετε από ένα πλήθος politically correct, δηλαδή άχρηστες, νόρμες που έχουν σωρευτεί μέσα σας, υποκύψτε στη γοητεία του φινετσάτου, μπρουτάλ αισθησιασμού του Γκιγιόμ Κανέ, αλλά και στη χαριτωμενιά της Τοτού, που τελικά καταφέρνει βεβαίως, ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να δαμάσει το ατίθασο ετούτο αρσενικό. Τώρα, βέβαια, από σενάριο μην περιμένετε και πολλά πράγματα. Υπόθεση ουσιαστικά δεν υφίσταται. Υπάρχουν απλώς αυτός, αυτή, και η… γιαγιά του. Α, ναι, και ο συγκάτοικος. Και περιφέρονται ασκόπως, εκστομίζοντας ενίοτε κάποιες υπέροχες ατάκες. Γενικά όμως δεν συμβαίνει τίποτε. Όσο για τη σκηνοθεσία, ο Μπερί το ξέρει καλά το κόλπο: Ένα γενικό πλάνο, ένα κοντινό στον πρωταγωνιστή, ένα κι απ’ την απέναντι γωνία και ξεμπερδέψαμε. Όχι θα κάτσει να σκάσει. Έτσι βγαίνουν τα λεφτά. Και είχε εισπρακτική επιτυχία η ταινία, μη νομίζετε ότι σας προτείνουμε σαβούρα. 2,2 εκατομμύρια εισιτήρια έκοψε στη Γαλλία και 800 χιλιάδες στη Γερμανία, παρακαλώ…


Αξιολόγηση: *
Αξιολόγηση για ξεμπούκωμα: *****

13.4.08

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙ


MIO FRATELLO E FIGLIO UNICO/
MY BROTHER IS AN ONLY CHILD


Σκηνοθεσία: Ντανιέλε Λουκέτι
Παίζουν: Έλιο Τζερμάνο, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Ντιάνε Φλέρι, Άντζελα Φινοκιάρο
Διάρκεια: 104'


Εξαιρετική ταινία, που συστήνουμε ανεπιφύλακτα, το «Ο αδελφός μου είναι μοναχοπαίδι» μας παραπέμπει άμεσα στον πολιτικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, στον Μπερτολούτσι και τους αδελφούς Ταβιάνι, για να επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της διαπλοκής της προσωπικής μοίρας του ατόμου με την ευρύτερη κοινωνική του ένταξη και της σχέσης ατομικότητας και συλλογικής δράσης. Και αυτός ο κατ’ εξοχήν πολιτικός προβληματισμός, όσο και αν παραπέμπει σε κάποιο ένδοξο παρελθόν που γεννά ίσως μια κενόδοξη, γλυκανάλατη νοσταλγική διάθεση, είναι άκρως επίκαιρος, απαραίτητος και επείγον, σε μια εποχή που ο κινηματογράφος, αλλά και η κοινωνία, έχουν άνευ όρων παραδοθεί στην κυριαρχία του πλέον ρηχού ατομισμού.

Ο ήρωας της ταινίας αυτής, ένας νεαρός που μεγαλώνει ως στερνοπαίδι μιας φτωχικής εργατικής οικογένειας του ιταλικού νότου, πνεύμα ανήσυχο και ασυμβίβαστο, βρίσκεται σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον του. Δεν θέλει να το αγνοήσει, δεν θέλει να το ισοπεδώσει, παρά αναζητά διαρκώς κι εναγωνίως την ένταξή του σε κάποιας μορφής συλλογικότητα. Ξεκινά με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, την οποία ξεγυμνώνει εν ριπή οφθαλμού. Συνεχίζει με το φασιστικό κόμμα, του οποίου επίσης αποκαλύπτει την κενότητα, για να καταλήξει, στα βήματα του αδελφού του, στα αριστερά κινήματα του ιταλικού Μάη του ’68, όπου κι εκεί τα πράγματα δεν είναι ρόδινα, και θα οδηγήσουν σε ένα δραματικό φινάλε, που παραπέμπει στην αδιέξοδη δράση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών».

Συγκινητική, ανθρώπινη, αλλά όχι μελό, η ταινία ξαναβάζει την πολιτική στο επίκεντρο του προβληματισμού και μας υπενθυμίζει το βαρύ ιστορικό μας χρέος να σταθούμε αντάξιοι της ιστορίας μας, αντάξιοι του ονειροπόλου, νεανικού μας εαυτού (όπως χαρακτηριστικά μας δείχνει το τελευταίο πλάνο της ταινίας) και να αγωνιστούμε συλλογικά για ένα καλύτερο αύριο.


****

8.4.08

LITTLE ATHENS


Σκηνοθεσία: Τομ Ζούμπερ
Παίζουν: Σον Χατόσι, Έρικα Λέερσεν, Μάικλ Πένια
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 103'

Ο σκηνοθέτης Τομ Ζούμπερ διατείνεται ότι όσα συμβαίνουν στη φιλμική του «μικρή Αθήνα» θα μπορούσαν να είχαν συμβεί οπουδήποτε. Η αναγωγή σε γενικότητα μάλλον δείχνει την προσπάθεια του Ζούμπερ να καλύψει τις αδυναμίες του σε εκφραστικά μέσα και πρωτοτυπία. Η ταινία μιλά για ένα μάτσο εικοσάρηδες και προσπαθεί απελπιστικά να πρωτοτυπήσει, επαναλαμβάνει άστοχα όμως όλα τα κλισέ της αμερικάνικης κινηματογραφίας, κακεκτυπικά και κάποιες φορές βαρετά. Με λίγα λόγια, τα ‘χουμε δει όλα αυτά που μας δείχνετε κύριε Ζούμπερ. Κι άντε, ας πούμε ότι τα ‘χουμε δει όλα. Ο τρόπος που μας τα λέτε κύριε Ζούμπερ ή μάλλον ο μη-τρόπος που μας τα λέτε, είναι ανιαρός και δήθεν. Όλα είναι προβλέψιμα ή παρωχημένα σ' αυτό το φιλμ. Εκτός από το τέλος του.

Για να ρίξουμε μια ματιά σ' αυτό το μάτσο των απροσάρμοστων εικοσάρηδων: Ο Τζίμι είναι ένας ασυνήθιστος βαποράκης που χρωστάει λεφτά σε στοιχήματα και προσπαθεί να ξελασπώσει. Οι δύο φίλες, η Χέδερ και η Άλισον οδηγούν με στυλ Σουμάχερ ένα νοσοκομειακό ασθενοφόρο. Η Τζέσικα είναι μια απαράδεκτη μπείμπι-σίτερ που εγκαταλείπει τα παιδιά που προσέχει κι ο Πέντρο ένας αποτυχημένος που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Σ' αυτούς έρχεται να προστεθεί κι ο καθαριστής πισινών με τα κόμπλεξ του και η ομάδα φτιάχτηκε...
Κι όμως... ακόμα και στο πιο ανούσιο φιλμ - έργο τέχνης - διαφημιστικό σποτ μπορεί να βρει κανείς κάποιο νήμα που ψάχνει (ή δεν ψάχνει). Η αμηχανία του σκηνοθέτη, του σεναρίου και των πρωταγωνιστών του αντικατοπτρίζει τη γενική αμηχανία του μετα-αμερικάνικου ονείρου. Η Αμερική πέθανε αλλά τώρα πια δεν μπορεί κανείς να φωνάξει «ζήτω η Αμερική». Το φανταστικό χωριό που ονομάζεται «μικρή Αθήνα» και βρίσκεται κάπου στην Αριζόνα, είναι εξαιρετικό παράδειγμα της διάβρωσης του πολιτισμού και μάλιστα του δυτικού. Ήδη το όνομα της κωμόπολης επικαθορίζει την αναντιστοιχία που προκύπτει από το ένδοξο παρελθόν ενός δυτικού πολιτισμού που ξεκίνησε από τις παρυφές της Ακρόπολης και κατέληξε σε ένα τροχόσπιτο της Αριζόνα όπου συχνάζουν βαποράκια. Είναι προφανές ότι ο Ζούμπερ έχει κάτι να πει αλλά ή δεν δούλεψε αρκετά ή απλά το μόνο που θέλει ή μπορεί, είναι να διεκπεραιώσει ένα σενάριο. Που κάτω από κάποια άλλη φορμαλιστική επεξεργασία θα μπορούσε να «γράψει». Το φιλμ του Ζούμπερ όμως δεν «γράφει», δεν «λέει». Μπορεί να ειδωθεί μόνο σαν παρακμιακό απόσταγμα φιλμικής αμηχανίας και θα ‘ναι και λαμπρό παράδειγμα ως τέτοιο ή σαν καταναλωτικό προϊόν προς πνευματικό αυνανισμό. Δεν είμαστε σκληροί. Ο πνευματικός αυνανισμός είναι κάποιες φορές απαραίτητος για να ξεμπουκώσει το μυαλό από ένα πλήθος νόρμες, συνήθως άχρηστες που έχουν σωρευτεί μέσα του. Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα, το φιλμ του Ζούμπερ είναι ιδανικό.

Αξιολόγηση: *
Αξιολόγηση για ξεμπούκωμα: *****

Τριαντάφυλλος Μποσταντζής

27.3.08

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ


THE BATTLE OF SHAKER HEIGHTS


Σκηνοθεσία: Efram Potelle & Kyle Rankin
Παίζουν: Shia LaBeouf, Elden Henson, Amy Smart
ΗΠΑ, 2003. Διάρκεια: 78΄


Υπόθεση: Δεκαεπτάχρονος τελειόφοιτος Λυκείου, που δουλεύει επίσης και σε σούπερ-μάρκετ, έχει τρέλα με τις αναπαραστάσεις ιστορικών μαχών. Συμμετέχοντας σε μια τέτοια, θα γίνει φίλος με έναν συνομήλικό του από εξαιρετικά ευκατάστατη οικογένεια και θα ερωτευτεί την αδελφή του, η οποία όμως είναι κάποια χρόνια μεγαλύτερή του και ήδη αρραβωνιασμένη.


Με μία ματιά: Πολύ οικείες οι καταστάσεις στην ταινία αυτή, και εξίσου οικείος και ο τρόπος της αφήγησης και της κινηματογράφησης. Η ταινία βλέπεται παρόλ’ αυτά με ενδιαφέρον, γιατί καταφέρνει αυτό που είναι συνήθως το ζητούμενο σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Να αποδώσει με ειλικρίνεια και πιστότητα λίγη από τη σύγχυση της ταυτότητας, τον ίλιγγο του μέλλοντος και την ερωτική λαχτάρα που χαρακτηρίζουν την εφηβεία.


Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι ο πρωταγωνιστής της και ο χαρακτήρας που αυτός ενσαρκώνει. Ένας νέος έξυπνος και ευαίσθητος, με μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, που πίσω από τη φυσική του ευφράδεια και την τελείως προσωπική αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, κρύβει την αγωνιώδη προσπάθειά του να ανακαλύψει τον αληθινό του εαυτό, ποιος είναι και τι πραγματικά θέλει σ’ αυτή τη ζωή. Προερχόμενος από μια έντονα δυσλειτουργική αστική κοινωνία, με έναν πατέρα που προσπαθεί να ξεπεράσει την παλιά εξάρτησή του από ναρκωτικές ουσίες και μια μητέρα που αγωνίζεται να επιβιώσει στο καλλιτεχνικό κύκλωμα, βιώνει την έλλειψη πατρικού προτύπου και μητρικής στοργής, ελλείψεις που επιχειρεί να συγκαλύψει πίσω από ένα «σοφιστικέ» προφίλ που επιδέξια οικοδομεί, κρύβοντας όμως έτσι τον πραγματικό του εαυτό. Οι εμπειρίες φίλιας και έρωτα, αλλά και οι συγκρούσεις και οι έχθρες που θα δημιουργήσει, θα σταθούν πολύτιμα μαθήματα στην πορεία του προς την ωρίμανση.


Αξίζει να προσέξετε τον τρόπο που οι δημιουργοί της ταινίας επιλέγουν να αναπαραστήσουν το αστικό περιβάλλον στο οποίο εξελίσσεται η ταινία, ένα περιβάλλον πραγματικά αψεγάδιαστο, γεμάτο ηλιόλουστα πάρκα και άνετες μονοκατοικίες με κήπο, φαρδείς δρόμους και λειτουργικά δημόσια κτήρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πατέρας του ήρωα νοσηλεύεται σε ένα νοσοκομείο πραγματικό αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα, και μάλιστα σε μονόκλινο δωμάτιο! Μέσα σ’ αυτό το άσπιλο κι αμόλυντο περιβάλλον μοιάζει κάπως αφύσικη η εισχώρηση ατελειών, είτε με τη μορφή της εξάρτησης από τα ναρκωτικά, είτε με τη μορφή ανεπαρκών καθηγητών, ή μοχθηρών συμμαθητών. Προφανώς δεν πρόκειται παρά για άλλη μια απόπειρα αναστήλωσης του ετοιμόρροπου “American Dream”, και ως προς αυτό μπορούμε να την παραλληλίσουμε με το Juno, που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στις αίθουσες. Και εκεί υπήρχαν προβλήματα, όπως για παράδειγμα ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, όλα όμως τελικά επιλύθηκαν και εκεί, όπως κι εδώ, με καλοσύνη κι αισιοδοξία. Φαίνεται λοιπόν πως το κληροδότημα του Φρανκ Κάπρα προς το αμερικάνικο σινεμά δεν εξαντλήθηκε ακόμα.


**

20.3.08

ΑΝΤΙΟ ΦΑΛΚΕΝΜΠΕΡΓΚ


FALKENBERG FAREWELL / FARVAL FALKENBERG

Σκηνοθεσία: Γιέσπερ Γκάνσλαντ
Παίζουν:
Τζον Άξελ Έρικσον, Χόλγκερ Έρικσον, Γιέσπερ Γκάνσλαντ

Σουηδία, 2006. Διάρκεια: 91΄


Να είσαι νέος και να νιώθεις ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Να έχεις μόλις ενηλικιωθεί και να μπορείς πλέον να εργαστείς, αλλά να προτιμάς να ξοδεύεις το χρόνο σου άσκοπα. Να περιφέρεσαι με τους φίλους σου κάνοντας καλαμπούρια και φιλοσοφώντας. Να έχεις την αίσθηση ενός τέλους εποχής, να συναισθάνεσαι ότι μια περίοδος της ζωής σου κλείνει, και να στρέφεσαι γεμάτος νοσταλγία στο παρελθόν. Στο ξένοιαστο παρελθόν των παιδικών και εφηβικών χρόνων. Τότε που με τους κολλητούς ήσασταν ένα σώμα, μια ψυχή. Και τώρα; Τώρα όλες οι βεβαιότητες έχουν πια συντριβεί. Ένα μεγάλο ερωτηματικό πλανάται στον αέρα της γενέθλιας πόλης. Ένα ερωτηματικό που άλλους τους τρελαίνει, άλλους αφήνει παγερά αδιάφορους, και άλλους τους τρομάζει και τους βαραίνει τόσο, που αποφασίζουν να τραπούν σε μια απέλπιδα φυγή χωρίς επιστροφή...
Αυτός είναι ο κόσμος του Αντίο Φάλκενμπεργκ. Φάλκενμπεργκ είναι ο γενέθλιος τόπος. Μια ήρεμη και γραφική κωμόπολη στις βορειοδυτικές ακτές της Σουηδίας, με περιποιημένα σπιτάκια, φιλήσυχους πολίτες που περνούν τα βράδια τους στα μπαρ συζητώντας για τον καιρό πάνω από ένα μεγάλο ποτήρι μπύρας, και μια σκανδαλιστικά ξελογιάστρα φύση να την περιβάλλει σαν άλλη Εδέμ. Αυτός είναι ο τόπος που ζουν και κινούνται οι ήρωες της ταινίας, όλοι τους νεαροί άνδρες γύρω στα είκοσι. Οι γυναίκες απουσιάζουν χαρακτηριστικά. Δεν χωράνε σ' αυτό το εσωστρεφές σύμπαν της αγοροπαρέας. Εμφανίζονται μόνο με τη μορφή της μάνας. «Μην τρως αγόρι μου τόσο μπέικον, γιατί έχει πολλά λιπαρά». «Δεν με νοιάζει. Εμένα μ' αρέσει». Σ' αυτό το στιλ.
Πάνω απ' όλα είναι μια ταινία για την δυσκολία και την ενστικτώδη άρνηση να ενηλικιωθείς. Κορόιδο είσαι, στο κάτω-κάτω; Στη θέση της προτιμάς τη νοσταλγία. Για τη χαμένη αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Είναι πολύ οικείο το θέμα του Αντίο Φάλκενμπεργκ. Το χειρίζεται όμως με αρκετή φρεσκάδα και λεπτή αίσθηση ατμόσφαιρας. Και μόνο τα χρώματα, η υφή των εικόνων αρκεί για να μεταφέρει το θεατή στο παράλληλο σύμπαν όπου εκτυλίσσεται η ταινία. Οι ρυθμοί. Χαλαροί, αργοί, για κάποιους ίσως ενοχλητικά αργοί. Αυτή σίγουρα δεν είναι μια ταινία δράσης. Είναι ένα slacker movie α λα σουηδικά. Κι εδώ ερχόμαστε στην τελευταία παρατήρηση: Απίστευτο πόσο απέχει από μας η σουηδική κουλτούρα! Σαν να βλέπεις επιστημονική φαντασία. Οι ηθοποιοί μονίμως ανέκφραστοι μουρμουρίζουν τις ατάκες με έναν τόνο τελείως επίπεδο. Οι συμπεριφορές. Αυτό το σκανδιναβικό φλέγμα. Δύσκολο, πολύ δύσκολο για τον έλληνα θεατή. Και να φανταστείτε ότι είμαστε κι οι δυο Ευρωπαίοι... Αξίζει όμως τον κόπο η προσπάθεια.
Είναι ένα ταξίδι διαφορετικό και αρκετά γοητευτικό αυτό το ταξίδι για το παράξενο Φάλκενμπεργκ...

Αξιολόγηση: ***

20.2.08

ΦΟΝΟΣ ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ


JINDABYNE


Σκηνοθεσία: Ρέι Λόρενς
Παίζουν: Γκάμπριελ Μπερν, Λόρα Λίνεϊ, Κρις Χέιγουντ
Αυστραλία, 2006. Διάρκεια: 123΄


Μετά την εξαιρετική «Παράνομη Δικαιοσύνη» (The Proposition) του Τζον Χίλκοτ, την οποία σας παρουσιάσαμε πριν από μερικούς μήνες, μια ακόμη σπουδαία ταινία μας έρχεται φέτος από την μακρινή Αυστραλία. Πρόκειται για τον «Φόνο εξ αμελείας» (Jindabyne) του Ρέι Λόρενς, του σκηνοθέτη που μας είχε δώσει πριν από μερικά χρόνια την αριστουργηματική Lantana. Αυτή τη φορά ο Λόρενς βασίζεται σε ένα διήγημα του Ρέιμοντ Κάρβερ, το “So much Water So Close to Home” για να αναπτύξει ένα έργο πολύπλοκο και πολύμορφο, το οποίο διαμορφώνει ένα πλούσιο πλέγμα ιδεών και συναισθημάτων που περιστρέφονται κύρια γύρω από την έννοια της ενοχής.


Στοιχείο-κλειδί της ταινίας αποτελεί η αυστραλιανή της ταυτότητα. Προκειμένου να την κατανοήσουμε θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Αυστραλία είναι μια χώρα που βασίζει τα θεμέλιά της πάνω σε μια γενοκτονία. Τη γενοκτονία των αυτοχθόνων κατοίκων της από τους Αγγλοσάξονες εποίκους. Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας ζήτησε επίσημα συγνώμη από τους Αβοριγίνες, τους ιθαγενείς Αυστραλούς, για την κακομεταχείριση που υπέστησαν, και ιδιαίτερα για το ζήτημα των «χαμένων γενεών», των χιλιάδων παιδιών που αρπάχτηκαν δια της βίας από τις οικογένειές τους για να ανατραφούν από το κράτος μέσα σε ειδικά ιδρύματα. Η Αυστραλία είναι λοιπόν μια χώρα καταστατικά βασισμένη πάνω σε μια ενοχή. Την ενοχή αυτή υπογραμμίζει όχι μόνο η σημερινή εξαθλίωση των λιγοστών Αβοριγίνων που έχουν απομείνει, αλλά και το τοπίο της Αυστραλιανής υπαίθρου. Ένα τοπίο άγριας ομορφιάς, αχανές, έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, παραδομένο στην πιο πρωτόγονη φυσικότητα. Πάνω λοιπόν στα δίπολα «φύση-πολιτισμός» και «αθώοι Αβοριγίνες-ένοχοι Αγγλοσάξονες», αξιοποιώντας παράλληλα και την αντίθεση «αρσενικό-θηλυκό», οικοδομεί ο Λόρενς την ιστορία του, η οποία είναι κατά βάση απλή. Μια παρέα τεσσάρων ανδρών πηγαίνει για ψάρεμα σ’ ένα ποτάμι χωμένο βαθιά μέσα σ’ έναν απόμακρο, αλλά πανέμορφο φυσικό δρυμό. Εκεί θα ανακαλύψει το πτώμα μιας νεαρής ιθαγενούς. Η αλλόκοτη αντίδρασή τους θα καταλύσει αντιδράσεις τόσο στον οικογενειακό, όσο και στον κοινωνικό τους περίγυρο. Τόσο οι οικογένειές τους, όσο και οι δυο κοινότητες, των εποίκων και των αυτοχθόνων, θα βρεθούν αντιμέτωπες με δυσάρεστες πραγματικότητες που παρέμεναν καταχωνιασμένες. Ο Λόρενς προσθέτει διάφορες πινελιές: Τα παιδιά, που συμβολίζουν όχι μόνο την αθωότητα, αλλά και το εγγενές Κακό που κρύβουμε μέσα στην ίδια την ανθρώπινή μας φύση, τον δολοφόνο, σύμβολο του διεστραμμένου αδηφάγου Δυτικού πολιτισμού, και κυρίως το θάνατο, που παραμένει πανταχού παρόντας. Τόσο με τη μορφή του πένθους και του αισθήματος της απώλειας, ενός αισθήματος που δεν φεύγει ποτέ από μέσα μας, παρά διαχέεται σιωπηλά και διαποτίζει την ψυχή μας, όσο και με τη μορφή του φόβου για τον ίδιο μας τον αφανισμό που μοιραία επέρχεται. Έναν θάνατο που καθένας από τους ήρωες της ταινίας τον αντιλαμβάνεται διαφορετικά και αντιδρά διαφορετικά σ’ αυτόν.


Εξαιρετική ταινία, δημιουργεί μια πραγματικά στοιχειωμένη ατμόσφαιρα, ανοίγει πάρα πολλά θέματα, και ίσως αυτό να είναι τελικά και το ελάττωμα της, ότι δηλαδή ψαρεύει κάπως υπερβολικά σε θολά νερά. Για όσους όμως είναι πρόθυμοι να κάνουν τους συσχετισμούς, αποτελεί μια εμπειρία που αξίζει τον κόπο και ανταμείβει τον θεατή.


***


15.2.08

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ



THE BENCH / BAENKEN


Σκηνοθεσία: Περ Φλι
Παίζουν: Γιέσπερ Κρίστενσεν, Στινε Χολμ Γιόνσεν, Νικολάι Κοπέρνικους, Γιενς Άλμπινους.
Δανία, 2000. Διάρκεια: 89΄


Υπόθεση: Ο Κάι, ένας πενηντάρης πρώην πετυχημένος σεφ και οικογενειάρχης, έχει καταντήσει ένας παραιτημένος αλκοολικός, που σπαταλάει τη ζωή του κατεβάζοντας τη μια μπύρα πίσω από την άλλη, παρέα με άλλα περιθωριακά άτομα σ’ ένα παγκάκι μιας κακόφημης συνοικίας της Κοπεγχάγης. Κάποια μέρα θα μετακομίσει στη γειτονιά του η Λιβ, μια νεαρή γυναίκα με τον μικρό γιο της. Η Λιβ προσπαθεί να ξεφύγει από τον σύζυγό της, ο οποίος της συμπεριφέρεται βίαια. Για τον Κάι, η φυσιογνωμία της Λιβ δεν είναι τελείως άγνωστη…


Με μια ματιά: Μουντών αποχρώσεων δανέζικο δράμα, η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Περ Φλι, με την οποία εγκαινίασε το 2000 την τριλογία του για τις κοινωνικές τάξεις στη Δανία. Ακολούθησαν το 2003 η Κληρονομιά, μια συνταρακτική ταινία-αποκάλυψη της συναισθηματικής φτώχιας της ανώτερης τάξης, και το 2005 η Ανθρωποκτονία, μια οξυδερκής ματιά στην πολιτικοποίηση της μεσαίας τάξης. Το Παγκάκι ασχολείται με τα προβλήματα της εργατικής τάξης, εστιάζοντας όμως σ’ ένα ζήτημα οικογενειακής φύσεως και στην προσωπική πορεία καθόδου ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν βρίσκει πλέον κανένα νόημα στη ζωή.


Ίσως αυτό να είναι και το πρόβλημά μου μ’ αυτή την ταινία: προσεγγίζει την εργατική τάξη από μια ψυχολογική, υπαρξιακή θα λέγαμε, σκοπιά. Ο ήρωάς της εμφανίζει μια ψυχοπαθολογία που δεν έχει κάποια συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας εκπεσών αστός. Στο ένδοξο παρελθόν ήταν ιδιοκτήτης εστιατορίου. Σκαρφιζόταν εξωτικά πιάτα με ορτύκια παραγεμισμένα με ξερά δαμάσκηνα και σάλτσα δεντρολίβανου. Συνέβησαν όμως κάποιες προσωπικές ατυχίες. Ο συνέταιρός του πέθανε. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε. Κι αυτός λύγισε από την πίεση. Και τον πήρε η κάτω βόλτα. Πλέον, στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου του βλέπει την αιτία της προσωπικής του αποτυχίας. Είναι ένας αλλοτριωμένος άνθρωπος. Ανίκανος να σχετιστεί. Ανίκανος να αγαπήσει. Ώσπου το παρελθόν του ξαναναδύεται μπροστά στα μάτια του κι αυτός αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με παλιά φαντάσματα. Τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με την εργατική τάξη; Σχέση γειτονίας. Απλά ο Κάι ζει σε μια εργατική συνοικία. Και σχετίζεται με όλο το σμάρι των ανθρώπων που αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για ένα μεροκάματο. Αντί γι’ αυτό, ο ίδιος προτιμά τις πιο εστέτ συμπεριφορές. Ενοχλημένος από έναν ηλικιωμένο πελάτη, του πέτα χώμα κατάμουτρα, με αποτέλεσμα να τον απολύσουν από την επιδοτούμενη θέση κηπουρού που οι υπόλοιποι της παρέας αγωνίζονται με νύχια και με δόντια να κρατήσουν. Αυτός όμως είναι υπεράνω του αγώνα για επιβίωση. Έχει περηφάνια. Και επιλέγει την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά από τον συμβιβασμό. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο μπαίνει στη ζωή του η Λιβ και τον αναγκάζει εκ των πραγμάτων να αναθεωρήσει τη στάση του. Όχι από ταξική, ή έστω προσωπική, συνειδητοποίηση, αλλά από οικογενειακή αναγκαιότητα. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα επιδέξιο ξόρκισμα της πολιτικής. Τη θέση της καταλαμβάνει ο συνήθης ύποπτος: η ψυχολογία. Σ’ αυτόν τον τομέα πάντως, ο Περ Φλι δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Το δράμα του είναι στέρεο, συμπαγές, πειστικό, και υποστηρίζεται σωστά από τους ηθοποιούς του. Όλα ανάγονται στην ψυχολογία. Ακόμα και ο συγκάτοικος της Λιβ τρελαίνεται από την πολύ μελέτη του… Κίργκεγκορ. Μπορεί ίσως να απουσιάζει η πολιτική, η ανθρώπινη όμως γνώση είναι παρούσα.


***

26.1.08

ΞΕΠΑΤΙΝΑΖ


BLADES OF GLORY


Σκηνοθεσία: Josh Gordon & Will Speck
Παίζουν: Will Ferrell, Jon Heder, Will Arnett, Amy Poehler, Jenna Fischer


Ωραίος χαβαλές. Δυο άντρες πρωταθλητές του καλλιτεχνικού πατινάζ, ο Τζίμι ΜακΙλρόι (Τζον Χέντερ), ξανθός, λεπτεπίλεπτος, ευαίσθητος και κάπως θηλυπρεπής, και ο Τσαζ Μάικλ Μάικλς (Γουίλ Φερέλ), το χοντροκομμένο, macho αντίθετό του, που μυρίζει βαρβατίλα, δυο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους ανταγωνιστές, μισιούνται θανάσιμα. Ώσπου μια μέρα θα αναγκαστούν να συνεργαστούν, για να κερδίσουν τον παγκόσμιο τίτλο σαν… ζεύγος.


Δεν είναι από τις ταινίες που σε κάνουν γενικά να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια (μου συνέβη μόνο μια φορά, στη σκηνή που ο ξανθούλης Τζίμι τηλεφωνά την καλή του για να της ζητήσει ραντεβού, αλλά και οι δυο τους λένε πράματα που τους τα υπαγορεύουν ψιθυριστά άλλοι, οπότε προκύπτει ένας τελείως αστεία αλλόκοτος διάλογος), αλλά έχει ένα ανάλαφρο, ευχάριστο κλίμα, πολύ γραφικούς τύπους, όπως το ανταγωνιστικό ζευγάρι των «κακών» αδελφών Βαν Ουόλντενμπεργκ, ή τον απίστευτο «γλωσσοκοπάνα» Τζον Χάμιλτον που κάνει τις περιγραφές των αγώνων υποδυόμενος τον… εαυτό του (ο Χάμιλτον, χρυσός ολυμπιονίκης του καλλιτεχνικού πατινάζ στην Ολυμπιάδα του Σαράγιεβο το 1984, αποτελεί μία από τις πολυάριθμες εμφανίσεις πραγματικών αστέρων του πατινάζ στην ταινία), ωραία μουσική, εντυπωσιακές φιγούρες στον πάγο (ειδικά η τελική σκηνή εκτέλεσης του «σιδηρού λωτού», της τόσο επικίνδυνης φιγούρας που είχε εκτελεστεί μέχρι τώρα μόνο στη… Βόρειο Κορέα, κι εκεί με… οικτρή αποτυχία, είναι μια απόλαυση) και καταπληκτικά κουστούμια. Ειδικά στα κοστούμια αξίζει να σταθούμε για λίγο παραπάνω, καθώς σ’ αυτά οφείλει αρκετή από την cult λάμψη της η ταινία, της προσδίδουν μια φανταχτερή γοητεία, αλλά και ένα επιπρόσθετο επίπεδο παρωδίας, καθώς αποτελούν εξαιρετικές μιμήσεις πραγματικών κοστουμιών παγοδρομίας, αλλά τραβηγμένα στο έπακρο της υπερβολής.


Σημαντικό είναι επίσης ότι το dvd αυτό είναι ένα από τα λίγα που μας εισάγονται με όλο το συνοδευτικό υλικό τους, το οποίο σημαίνει πλούσια extras, όπου στο making of μπορείτε να πάρετε μια γεύση από το πόσο δύσκολη και περίπλοκη δουλειά είναι να γυρίσεις ακόμη και την χαζότερη κωμωδία και πόσο σοβαρά την παίρνουν οι Αμερικάνοι. Δείτε επίσης κάποια στιγμιότυπα από τις πρόβες και θαυμάστε την κωμική δεινότητα στους αυτοσχεδιασμούς όχι μόνο του Γουίλ Φερέλ, αλλά και του Νικ Σουάρντσον, που υποδύεται τον Χέκτορ, τον φανατικό θαυμαστή του Τζίμι, που τον ακολουθεί παντού, προσφέροντάς μας ένα σύντομο, εύστοχο, αστείο, αλλά και τραγικό πορτρέτο του ανθρώπου-θύματος, που γεννήθηκε για να ζήσει όχι τη δική του ζωή, αλλά μέσα από τη ζωή κάποιου άλλου.


Have fun!


Αξιολόγηση: ***