23.2.07

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΚΟΛΕΓΙΟ


BRICK
Σκηνοθεσία: Ράιαν Τζόνσον
Παίζουν: Τζόζεφ Γκόρντον-Λίβιτ, Ματ Ο’ Λίρι, Νόρα Ζίετνερ, Λούκας Χάας
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 100΄

Υπόθεση: Ο Μπρένταν, πανέξυπνος, αλλά μονήρης τελειόφοιτος Λυκείου, δέχεται ένα αλλόκοτο τηλεφώνημα από την Έμιλι, κοπέλα του μέχρι πρόσφατα, η οποία ακούγεται άσχημα μπλεγμένη. Αποφασισμένος να τη βοηθήσει, ο Μπρένταν χώνεται με τη βοήθεια του μοναδικού του κολλητού, του «σπασίκλα» Μπρέιν, στον «υπόκοσμο» της σχολικής ζωής, και μπλέκει με παρέες πλούσιων ναρκομανών, με βαποράκια, διακινητές και με λάγνες, «μοιραίες» συμμαθήτριες.

Με μια εντυπωσιακά μελετημένη άσκηση ύφους, ο πρωτοεμφανιζόμενος Ράιαν Τζόνσον μεταφέρει αυτούσια τη μυθολογία του φιλμ νουάρ και της αστυνομικής λογοτεχνίας του Ντάσιελ Χάμετ και του Ρέιμοντ Τσάντλερ στη σημερινή ηλιόλουστη Καλιφόρνια. Τα αποτελέσματα είναι σίγουρα θεαματικά στο επίπεδο του στιλ, αλλά το αν ο θεατής θα «μπει» τελικά στον κόσμο της ταινίας, αποτελεί εν πολλοίς θέμα προσωπικής ιδιοσυγκρασίας, σχέσης με το είδος του νουάρ, αλλά και ηλικίας.

Πράγματι, μας είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε θεατή άνω των δεκαοκτώ να πείθεται από την εικόνα του αναιμικού πρωταγωνιστή με τα γυαλάκια που μεταμορφώνεται σε σκληροτράχηλο ντετέκτιβ, έτοιμο να γρονθοκοπήσει όποιον πληροφοριοδότη δεν πείθεται με άλλο τρόπο, αλλά και πρόθυμο να δεχτεί στωικά και θαρραλέα το δικό του μερίδιο «σωματικής τιμωρίας», όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με μια ψυχαναλυτική λειτουργία του κινηματογράφου, όπου ο κάθε σπυριάρης μαθητής βρίσκει το παραφουσκωμένο υπερεγώ του στο πρόσωπο του Μπρένταν, που εκτοξεύει τις νουάρ ατάκες με ρυθμό πολυβόλου. Για να ολοκληρωθεί η ψυχαναλυτική προσέγγιση, δεν θα μπορούσε βέβαια να απουσιάζει η εξόχως περιπεπλεγμένη πλοκή, όπου μετά το πρώτο μισάωρο βομβαρδισμού με μονοσύλλαβα ονόματα – Πιν, Ταγκ, Ντοντ, Μπρικ, Τζερ, Τσακ κ.ά. – απαιτείται πλέον να κρατά κανείς σημειώσεις σε αστυνομικό μπλοκάκι για να βγάλει κάποια άκρη. Στο τέλος, τα πάντα βρίσκουν βέβαια μια ευλογοφανή κατάληξη, σύμφωνα τουλάχιστον με τον ιδιοφυή Μπρένταν, οπότε κι εμείς παριστάνουμε ότι καταλάβαμε ό,τι αυτός κατάλαβε, για να μη φανεί ότι υπολειπόμαστε σε εξυπνάδα από τον επί της οθόνης εκπρόσωπό μας. Ας μη θεωρηθεί πάντως ότι με τα σχόλια αυτά ειρωνευόμαστε τους εφήβους, γιατί το γεγονός ότι αρκετοί θα συγκινηθούν από την ταινία αποτελεί συγκλονιστική απόδειξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας. Η ταινία μπορεί έτσι να ειδωθεί και ως μια μεταφορά-αλληγορία για τα βάσανα της εφηβικής ηλικίας, κατά την οποία κυριαρχούν οι ανάγκες για αναγνώριση, καταξίωση, ένταξη, αλλά και αγάπη και τρυφερότητα. Τέλος, όσοι έχουν αγαπήσει έστω και λίγο το νουάρ, δεν θα καταφέρουν να μείνουν ασυγκίνητοι τουλάχιστον από το σενάριο του Τζόνσον - ειδικά οι διάλογοι αποτελούν κομψοτεχνήματα, έστω κι αν χρειάζεται να τους ακούσει κανείς ξανά και ξανά για να τους καταλάβει.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 762)

15.2.07

ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ


LES AMANTS REGULIERS

Σκηνοθεσία: Φιλίπ Γκαρέλ
Παίζουν: Λουί Γκαρέλ, Κλοτίλντ Εσμέ, Ζουλιέν Λουκάς
Γαλλία, 2005. Διάρκεια: 178΄

Μια τρίωρη, ασπρόμαυρη ταινία για τον Μάη του ’68 και τους νέους της εποχής εκείνης. Αυτό μοιάζει να είναι το θέμα της ταινίας που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι, πίσω από την επιφανειακά απλή, μινιμαλιστική της γραφή, την ασπρόμαυρη, μουντή φωτογραφία, την υποτυπώδη πλοκή, το αργό, ρυθμικό μοντάζ και τις λιτές, τελετουργικές κινήσεις της κάμερας, η ταινία κινητοποιεί ένα τεράστιο σύνολο αναφορών, καταφέρνοντας να συνθέσει τελικά μέσα από την δωρική της αφαιρετικότητα ένα πολύπλοκο και πλούσιο χάρτη συναισθημάτων και ιδεών. Προϋπόθεση, βέβαια, για να καταλυθεί η αντίδραση και να γίνουν οι απαραίτητοι συσχετισμοί είναι η ενεργός συμμετοχή του θεατή. Όσοι δεν γνωρίζουν τίποτα για το Μάη του ’68 ή για τη nouvelle vague, ίσως βρεθούν αντιμέτωποι με ένα φαινομενικό κενό. Οι υπόλοιποι θα αναγνωρίσουν τον ελεγειακό τόνο του σκηνοθέτη, θα συγκινηθούν με τον παραλληλισμό των εξεγερμένων φοιτητών με τους γιακοβίνους επαναστάτες του 1789, θα ταυτίσουν το δεικτικά σκληρό κοινωνικό κατεστημένο της εποχής με τον σημερινό επερχόμενο συντηρητικό εσμό, θα ξαναθυμηθούν μέσα από τους ιδιαίτερα πυκνογραμμένους διαλόγους του πρώτου μέρους όλους τους βασικούς πολιτικούς προβληματισμούς της γενιάς που ονειρεύτηκε ν’ αλλάξει τον κόσμο, και θα βουτηχτούν σύγκορμοι στο κλίμα της ταινίας. Ένα κλίμα φευγάτης ανεμελιάς, εύθραυστης ευαισθησίας, διανοητικού οργασμού, ερωτικών αναζητήσεων, ιδεαλιστικών ονείρων, μαστούρικης αναπόλησης, αγωνιστικής αυταπάρνησης, αλλά και ηττοπαθούς παραίτησης. Είναι πραγματικό τριπ αυτή η ταινία, αξίζει να παρατηρήσετε την ρυθμικότητα των εναλλαγών της, το πώς υποβάλλει το θεατή σε μια κατάσταση τρανς - έτσι πρέπει να είναι ο κινηματογράφος, ούτε ψυχρά δοκιμιακός και ψευδοδιανοουμενίστικος, ούτε όμως και να καταχράται τη δύναμή του χειραγωγώντας συναισθηματικά το θεατή. Είναι δε εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει ο Γκαρέλ την Ιστορία, σαν να πρόκειται για ζώντα οργανισμό, ο οποίος αποτελείται από θραύσματα μνήμης σε μια διαρκή κατάσταση ανασύνθεσης. Απουσιάζει πλήρως οποιαδήποτε διάθεση μανιχαϊσμού, εντυπωσιασμού ή εκμετάλλευσης, ό,τι δηλαδή χαρακτηρίζει μια άλλη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταινία που αντιπαρατίθεται, υποτίθεται, στο Χόλιγουντ, τον «Λαβύρινθο του Πάνα». Προσέξτε την ασπρόμαυρη φωτογραφία, όπου εκτός από τα πρόσωπα, δεν δείχνεται σχεδόν τίποτ’ άλλο, κι όμως, με τα παιχνιδίσματα των σκιών, του φωτός και του σκότους, των βασικών συστατικών δηλαδή της έβδομης τέχνης, αναδύεται σταδιακά ένας ολόκληρος κόσμος. Ένα διαμάντι απλού, αμιγούς κινηματογράφου.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 761)

7.2.07

ΟΙ ΠΑΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΟΔΟΥ


GREEN STREET HOOLIGANS

Σκηνοθεσία: Λέξι Αλεξάντερ

Παίζουν: Ελάιτζα Γουντ, Τσάρλι Χάναμ, Λίο Γκρέγκορι, Κλερ Φορλάνι

ΗΠΑ / Βρετανία, 2005. Διάρκεια: 109΄

Υπόθεση: Μετά την άδικη αποβολή του από την ονομαστή Σχολή Δημοσιογραφίας του Χάρβαρντ, ο νεαρός Ματ επισκέπτεται την αδελφή του Σάνον, η οποία ζει στο Λονδίνο. Εκεί ο Ματ θα γνωριστεί με τον Πιτ, αδελφό του συζύγου της Σάνον, ο οποίος είναι ηγετικό στέλεχος της Green Street Elite, ή αλλιώς G.S.E., της γνωστότερης κλίκας χουλιγκάνων της Γουέστ Χαμ. Μέσω του Πιτ ο Ματ θα μυηθεί στον χουλιγκανισμό και στη γοητεία της βίαιας κουλτούρας των «εταιρειών» που διατηρούν οι οπαδοί των διάφορων αγγλικών ποδοσφαιρικών ομάδων για να πλακώνονται μεταξύ τους.

Βία: Ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Η βία πρώτα δαιμονοποιείται σε υστερικό βαθμό ως το απόλυτο κακό (το κατέβασμα μερικών βιτρινών σε μια διαδήλωση ή το άνοιγμα μιας μύτης σ’ ένα γήπεδο ταυτίζονται με πράξεις υπέρτατης καταστροφής και λογίζονται ως μέγιστοι κοινωνικοί κίνδυνοι) και κατόπιν εξορίζεται από το κοινωνικό γίγνεσθαι, για να βρει προσωρινό καταφύγιο στα ενδότερα «περιθωριακών» ομάδων, όπως οι συμμορίες των χούλιγκανς των γηπέδων, οι οποίοι, αν τουλάχιστον πιστέψουμε την επικρατούσα προπαγάνδα, θα πρέπει να θεωρούνται εγκληματίες χειρότεροι κι απ’ τους δολοφόνους του κοινού ποινικού δικαίου. Φυσικό αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι να αδυνατούμε να δούμε κατάματα την πραγματική φύση της βίαιης συμπεριφοράς, ούτε να μπορούμε να εντοπίσουμε τα αληθινά της αίτια, ώστε να τα αντιμετωπίσουμε καταλλήλως. Είναι λοιπόν κάτι παραπάνω από ευχάριστο, ότι μια ιδιαίτερα καλοφτιαγμένη και καλοκουρδισμένη ταινία από την Αγγλία, στηριζόμενη πάνω στη στέρεα βρετανική παράδοση του τηλεοπτικού docudrama, επιχειρεί μια απροκατάληπτη και συμπαγώς τεκμηριωμένη προσέγγιση στο φαινόμενο του χουλιγκανισμού. Οι Green Street Hooligans δεν είναι ούτε αμόρφωτοι, ούτε ανεγκέφαλοι, ούτε υπάνθρωποι. Είναι πολίτες υπεράνω πάσης υποψίας, εργαζόμενοι από όλες τις κοινωνικές τάξεις, οι οποίοι, βασιζόμενοι πάνω στις αμιγώς βρετανικές αρχές της ανδρικής αλληλεγγύης (camaraderie) και τις αξίες της pub culture, αναζητούν μια βαλβίδα εκτόνωσης, ένα τριπ αδρεναλίνης, ένα έντονο αίσθημα έντασης, αλλά και ένταξης. Η ταινία τούς προσεγγίζει με προσεκτική ουδετερότητα και ακριβολογική διάθεση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φίλους της αγγλικής γλώσσας παρουσιάζουν οι ευφάνταστες cockney εκφράσεις και εκφορές του λόγου (αν και πρέπει να πούμε ότι ο νεαρός πρωταγωνιστής Τσάρλι Χάναμ επικρίθηκε στη Βρετανία για την ανεπιτυχή cockney προφορά του), ενώ η σατιρική ματιά στις τεταμένες σχέσεις των Άγγλων με τους υπερατλαντικούς ομόγλωσσους Yankees αποτελεί έξτρα μπόνους. Μιλώντας για μπόνους, στα πρόσθετα του dvd σας προτείνουμε το σύντομο, αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστικό making of.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 760)

1.2.07

ΑΠΟΣΤΟΛΗ: «ΠΙΚΑΣΟ» ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ


ART SCHOOL CONFIDENTIAL

Σκηνοθεσία: Τέρι Ζουίγκοφ
Παίζουν: Μαξ Μινγκέλα, Σοφία Μάιλς, Τζον Μάλκοβιτς
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 98΄

Υπόθεση: Ο 18χρονος Μαξ περνά στη Σχολή Καλών Τεχνών με όνειρό του να γίνει ο Πικάσο του 21ου αιώνα. Κατά βάθος αυτό που έχει στο μυαλό του είναι να αποκτήσει πλούτη, δόξα, και να πάει με όσο το δυνατόν περισσότερα κορίτσια. Στη Σχολή θα μπλέξει με όλο το συρφετό των στερεοτυπικών κουλτουριάρηδων φοιτητών, αλλά και καθηγητών, ενώ θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός γυμνού μοντέλου. Παράλληλα όμως, στο πανεπιστημιακό κάμπους παραμονεύει και ένας μανιακός που έχει ήδη ξεκάνει τέσσερις φοιτήτριες…

Το γνωστό είδος της νεανικής κωμωδίας με τον παρθένο πρωτοετή που περνά στο πανεπιστήμιο με όνειρό του να ξεφαντώσει και να πηδηχτεί, παρωδείται σε μια πιο σοφιστικέ και εξειδικευμένη εκδοχή, καθώς το κολέγιο μετατρέπεται σε Σχολή Καλών Τεχνών, κάτι που δίνει την ευκαιρία στο σκηνοθέτη Τέρι Ζούιγκοφ (Ο Άι Βασίλης είναι λέρα) να σατιρίσει με ουκ ολίγη καυστικότητα και οξύνοια την επικρατούσα κατάσταση στην ανώτατη καλλιτεχνική παιδεία. Σε μια τελική και λιγότερο πετυχημένη στροφή, η ταινία μετατρέπεται σε παρωδία των νεανικών ταινιών τρόμου με τον μανιακό δολοφόνο στο κολέγιο. Πρόκειται για μια ταινία έξυπνη, ευχάριστη και ανάλαφρη, που καταφέρνει πίσω από μια χαβαλετζίδικη προσέγγιση να θίξει πολύ σημαντικά ζητήματα, που ταλανίζουν όλους όσους ασχολούνται με τις τέχνες, όπως το αν καλλιτέχνης γεννιέσαι ή γίνεσαι, το αν η καλλιτεχνική δημιουργία είναι δυνατόν να διδάσκεται ή όχι, καθώς και το ερώτημα αν πίσω από ένα σπουδαίο καλλιτέχνημα κρύβεται απαραιτήτως ένας σπουδαίος άνθρωπος. Σε μια από τις πλέον αξιομνημόνευτες σκηνές, ένας πετυχημένος απόφοιτος επιστρέφει στη Σχολή για μια συζήτηση με τους φοιτητές. Ξεχειλίζοντας από αλαζονεία, πετάει κατάμουτρα στα παιδιά ότι δεν πρόκειται να πετύχουν στο καλλιτεχνικό στερέωμα, γιατί αν είχαν ταλέντο θα δημιουργούσαν και δε θα έχαναν το χρόνο τους στη Σχολή, ακούγοντας άλλους αποτυχημένους, δηλαδή τους καθηγητές τους. Όταν ένας φοιτητής του φωνάζει από τα ορεινά έδρανα «γιατί είσαι τόσο μαλάκας», εκείνος, προς γενική έκπληξη, απαντά: «Να μια πραγματικά πολύ καλή ερώτηση. Είμαι μαλάκας, γιατί αυτή είναι η πραγματική ανθρώπινη φύση. Αυτή που μόνο οι πετυχημένοι έχουν την ευχέρεια να αποκαλύπτουν. Αντίθετα, όλοι εσείς, είστε αναγκασμένοι να την κρύβετε, γιατί είστε αποτυχημένοι». Σ’ αυτό το κλίμα κινείται ολόκληρη η ταινία, που σίγουρα θα αγγίξει όσους και όσες διατηρούν οποιαδήποτε σχέση με την τέχνη.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 759)