16.2.09

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ


DOUBT

Σκηνοθεσία: John Patrick Shanley
Παίζουν:
Meryl Streep, Philip Seymour Hoffman, Amy Adams, Viola Davis
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 104΄

Να σας πω ότι η Αμφιβολία δεν είναι καλή ταινία, θα είναι ψέμα. Απλά είναι μια ταινία με υπερβολικά πολλά ράσα και υπερβολικά πολλές καλόγριες. Με οπισθοδρομικά θρησκευτικά γυμνάσια σε μια εποχή που θα πίστευε κανείς ότι θα ανήκαν πλέον οριστικά στο παρελθόν. Με προβληματισμούς περί εκσυγχρονισμού της εκκλησίας που επίσης φαντάζουν ξεπερασμένοι. Με σημαντικές σκηνές να αποτελούνται από το κήρυγμα ενός ιερέα από άμβωνος. Προσθέστε σε όλα αυτά και μια σκηνοθετική γραμμή ανάλογων... κλασικιστικών αρχών, με στιβαρές ερμηνείες του παλιού, καλού θεατρικού καιρού και συμβολισμούς που κραυγάζουν, και καταλαβαίνετε εύκολα ότι δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με την ταινία που μπορεί να συνεπάρει ένα νεανικό κοινό. Από την άλλη, αν επιτρέψει κανείς στην ταινία να ρίξει τα δίχτυα της και να υφάνει τον ιστό της, δύσκολα της ξεφεύγει. Καταφέρνει κι αναπτύσσει το κεντρικό θέμα της, την αμφιβολία, με τόση επιδεξιότητα, που, κι όσοι ακόμα βγουν από την αίθουσα απολύτως πεπεισμένοι για την ενοχή ή την αθωότητα του παπά της σχολής (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) ο οποίος κατηγορείται από την καλόγρια-διευθύντρια (Μέριλ Στριπ) για "ανάρμοστες" σχέσεις με μαθητές, θα εκπλαγούν όταν διαπιστώσουν σε πόσο διαφορετικά συμπεράσματα κατέληξαν άλλοι θεατές. Και τα ερωτήματα βεβαίως πάνε και πιο βαθιά από την απλή διχοτομία αθώος/ένοχος. Μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να κατηγορήσουμε κάποιον απλώς και μόνον για τις προτιμήσεις του, ή τις μύχιες σκέψεις του, όταν η συμπεριφορά του είναι εντός των αποδεκτών ορίων; Μέχρι ποιου σημείου έχουμε δικαίωμα να διεισδύουμε στην ιδιωτική ζωή ενός υπόπτου; Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Μήπως είναι σωστότερο πολύ απλά να αποδεχόμαστε τους ανθρώπους όπως μας αυτοσυστήνονται και να μην προσπαθούμε να "ξεσκεπάσουμε" τις κρυφές τους πλευρές; Ερωτήματα που θίγονται με έξυπνο τρόπο στην ταινία, η οποία αναπτύσσει με κομψή θεατρικότητα τα επιχειρήματά της, προσφέροντάς μας μπόλικο υλικό για μια συζήτηση με ένα ποτό στο χέρι μετά το τέλος της προβολής. Αρκεί μόνο να μην ξεχάσαμε να συζητάμε...

***

5.2.09

ΟΛΟΙ ΠΟΘΟΥΝ ΤΗΝ ΜΑΝΤΙ ΛΕΪΝ



ALL THE BOYS LOVE MANDY LANE


Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λέβιν

Παίζουν: Άμπερ Χερντ, Άνσον Μάουντ, Μάικλ Γουέλτς

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 88΄


Ως γνωστόν, βασικό θέμα των θρίλερ, και ιδιαίτερα των teen slasher, είναι η σεξουαλικότητα. Γιατί τόσο τα θρίλερ όσο και η σεξουαλικότητα, και ιδιαίτερα η αφύπνισή της, τρομάζουν… Γι’ αυτό και πάμπολλες ταινίες παράγονται με θέμα μια ομάδα εφήβων που απομονώνονται σε ένα δάσος ή σε ένα απόμακρο σπίτι για να κάνουν πάρτι και καταλήγουν στα νύχια κάποιου παρανοϊκού δολοφόνου. Η ανάγκη διαχείρισης της σεξουαλικότητας γεννά τρόμο. Η πιθανότητα απόρριψης. Η πιθανότητα να μην έχεις καλή επίδοση. Η πιθανότητα να μείνεις μόνη ή μόνος. Όλα αυτά τα συναισθήματα διοχετεύονται μέσα από έναν γκροτέσκο μηχανισμό στην ανάγκη να δεις το ανθρώπινο σώμα κακοποιημένο, παραμορφωμένο, πασαλειμμένο με αίμα, διαμελισμένο. Κατά προτίμηση το σώμα της γκόμενας που σε απέρριψε για κάποιον άλλον, ή του γκόμενου που έχει μάτια μόνο για την κολλητή σου. Στη συγκεκριμένη ταινία τα ψυχολογικά στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Αν σε κάτι αριστεύει ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Λέβιν είναι η απόδοση όλου του κλίματος αναζήτησης ταυτότητας και ταυτόχρονης διεγερμένης λίμπιντο που κυριαρχεί στην εφηβεία. Δεν είναι τυχαίο ότι επόμενη ταινία του ήταν το «Χυμαδιό». Χρησιμοποιώντας κορεσμένα χρώματα και κοντινές λήψεις που στριμώχνουν δυο πρόσωπα στο ίδιο πλάνο, καταφέρνει να αποσπάσει τον μέγιστο μαγνητισμό, μια παράξενη ζωική έλξη από τα περισσότερα ζεύγη ηρώων της ιστορίας του. Ο ερωτισμός, άλλοτε σε μορφή οικεία κι αναμενόμενη και άλλοτε παρεκκλίνουσα κι ανεπιθύμητη, ξεχειλίζει. Ο τρόμος από την άλλη, δεν είναι εξίσου πειστικός. Ίσως σε κάποιους αμάθητους να επιδράσει, αλλά οι φανατικοί φίλοι του είδους δεν έχουν να περιμένουν και πολλά, εκτός ίσως από μια ωραία μαχαιριά στα μάτια. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και υπέρ της ταινίας. Γιατί έτσι ο τρόμος δεν μοιάζει να είναι υπερφυσικός, ή υπερβολικός, παρά σαν κάτι που βγαίνει μέσα από την ίδια την παρέα, μια βία που αποτελεί μέρος της ίδιας της τής φύσης. Η ταινία κρατά κι έναν άσο στο μανίκι της για το φινάλε. Μια ανατροπή. Κάποιοι την είδαν σαν μια ρηχή απόπειρα να ικανοποιηθούν οι συμβάσεις του είδους. Εμένα πάλι μου φάνηκε εξαιρετικά πετυχημένη, δεδομένης της έμφασης στην ερωτική ψυχολογία που κυριαρχούσε γενικά στην ταινία. Αξίζει να την δείτε και να κρίνετε από μόνοι σας.


***