29.3.07

EL CORTEZ


Σκηνοθεσία: Στίβεν Πάρβις
Παίζουν: Λου Ντάιαμοντ Φίλιπς, Τρέισι Μίντεντορφ, Μπρους Γουάιτς, Γκλεν Πλάμερ

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 91΄

Υπόθεση: Μετά από πέντε χρόνια σωφρονισμού σε ψυχιατρική φυλακή, ο Μάνι επιστρέφει «καθαρός» στην κοινωνία και πιάνει δουλειά ως ρεσεψιονίστ στο παρακμιακό, αλλά ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο «Ελ Κορτέζ». Εκεί θα γνωρίσει τον Πόπκορν, έναν ανάπηρο κυνηγό θησαυρών, που ισχυρίζεται ότι έχει ανακαλύψει μια ανεκμετάλλευτη φλέβα χρυσού στην έρημο και ζητά τη βοήθειά του προς εξεύρεση επενδυτή για την εξόρυξη του. Το παρελθόν επιστρέφει για τον Μάνι στο πρόσωπο του παλιού του γνώριμου Άρνι, αστυνομικού που του ζητά να παρακολουθεί τον Τζακ, έναν έγχρωμο θαμώνα του ξενοδοχείου, που τα έχει με τη σαγηνευτική Θέλντα. Η Θέλντα θα μάθει για την ύπαρξη του χρυσού και θα προσπαθήσει να πιάσει τον Μάνι στα δίχτυα της…

Νέο-νουάρ με όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του είδους, το «Ελ Κορτέζ» αποτελεί το χαρακτηριστικό παράδειγμα της ταινίας, που σφίγγεται τόσο πολύ προκειμένου να ακολουθήσει τη συνταγή της επιτυχίας, ώστε στο τέλος καταντά να ασφυκτιά από έλλειψη δημιουργικής πνοής, εκείνου του αισθήματος έμπνευσης και επείγουσας ανάγκης για έκφραση που διαπνέει κάθε καλή ταινία. Παρόλ’ αυτά, πρόκειται για μια συνταγή καλοεκτελεσμένη, με ρυθμούς που κρατούν το θεατή, ατμόσφαιρα θελκτική και περιεχόμενο ανάλαφρο, έτσι ώστε να μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή βεβαιότητα ότι σαν επιλογή dvd θα σας κρατήσει ευχάριστη συντροφιά για μιάμιση ώρα.

Στα βασικά προβλήματα της ταινίας συγκαταλέγεται το σενάριο. Όλοι οι χαρακτηριστικοί τύποι και καταστάσεις του νουάρ εμπλέκονται σ’ ένα μίγμα ξύλινο, που δεν εμφορείται από την παραμικρή δυνατότητα να εμπνεύσει αληθινά συναισθήματα. Υπάρχει ο ελαφρώς φευγάτος ήρωας, το σύνηθες χαρμάνι από εγκληματίες, απατεώνες και τυχοδιώκτες και, φυσικά, η femme fatale. Κατά τα προβλεπόμενα, οι πάντες προσπαθούν να εξαπατήσουν τους υπόλοιπους, η μοιραία γυναίκα ρίχνει τα δίχτυα της γοητείας της, ενώ στο τέλος αποκαλύπτεται, όπως είναι λογικό κι αναμενόμενο, ότι κανείς δεν ήταν αυτός που έδειχνε. Την κατάσταση επιδεινώνει το δευτεροκλασάτο κάστινγκ, με έναν πρωταγωνιστή που, πολύ απλά, αδυνατεί να εμπνεύσει οτιδήποτε, παραμένοντας προσκολλημένος σε μια αμήχανη μανιέρα, και με μια μοιραία ερμηνεία μοιραίας γυναίκας, ικανής πιθανόν να ξελογιάσει όποιον υπήρξε τρόφιμος ψυχιατρείου επί πέντε συναπτά έτη, αλλά κανέναν άλλον. Από την άλλη μεριά, ο σκηνοθέτης βάζει τα δυνατά του, η αφήγηση ρέει όμορφα, τα καδραρίσματα, οι φωτισμοί και τα χρώματα είναι εξαιρετικά, ενώ οι εσωτερικοί χώροι του πραγματικού ξενοδοχείου «Ελ Κορτέζ» αναδεικνύονται σε αναπάντεχο κρυφό πρωταγωνιστή.

ΒΑΘΜΟΣ: **

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 767)

22.3.07

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ


DELIRIOUS

Σκηνοθεσία: Τομ ΝτιΤσίλο
Παίζουν: Στιβ Μπιουσέμι, Μάικλ Πιτ, Άλισον Λόμαν, Τζίνα Γκέρσον
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 107΄

Υπόθεση: Ο Τόμπι, νεαρός, άστεγος επίδοξος ηθοποιός, βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι του Λες, παρακμιακού φωτογράφου-παπαράτσι. Μέσω του Λες, που τον χρήζει βοηθό του, ο Τόμπι καταφέρνει να γνωρίσει μια γοητευτική υπεύθυνη κάστινγκ, και αργότερα μια ακόμα γοητευτικότερη τραγουδίστρια ποπ. Ο Λες, όμως, θέλει τον Τόμπι μόνο για τον εαυτό του…

Ο καλτ σκηνοθέτης του Living in Oblivion και της «Αληθινής ξανθιάς» επιστρέφει σε γνώριμα χωράφια, πάντα με την απαραίτητη συνεργασία του εξίσου καλτ Στιβ Μπιουσέμι.

Αν και τυπικά η ταινία κατατάσσεται στις σατιρικές ματιές στον επιφανειακό και επίπλαστο κόσμο των διασημοτήτων και των media celebrities, το δυνατό της σημείο, αυτό που κάνει την καρδιά της να χτυπάει, είναι η απεικόνιση της απολαυστικής σχέσης του αταίριαστου ζευγαριού του παπαράτσι Λες με τον άστεγο, αλλά γοητευτικό Τόμπι. Ο Λες στην ουσία αρνείται να αντικρίσει την πραγματικότητα της ζωής του και προτιμά να ζει με ψευδαισθήσεις. Στο πρόσωπο του Τόμπι βρίσκει τον ιδανικό ακροατή, τον άνθρωπο που θα επιβεβαιώσει το πληγωμένο εγώ του και θα πιστοποιήσει την αλήθεια των ψευδαισθήσεών του. Τελικά όμως, ο Τόμπι, χάρη στην αφέλεια και την ειλικρίνειά του, θα λειτουργήσει μάλλον σαν καθρέφτης και θα αναγκάσει τον Λες να αντιμετωπίσει κατάματα ορισμένες αλήθειες. Οι σκηνές της αλληλεπίδρασης των δύο βγάζουν πολύ γέλιο, ο δε Μπιουσέμι ενσαρκώνει τον Λες με τον γνωστό του οίστρο και αυτοπεποίθηση, προσθέτοντας άλλον έναν αξέχαστο καλτ χαρακτήρα στην ήδη ευρεία συλλογή του. Ο ΝτιΤσίλο σκηνοθετεί πανούργα, προσδίδοντας τόσο στην εικόνα, όσο και στο σάουντρακ της ταινίας του ένα ΄80s feeling, μια κάπως παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα, η οποία συμβάλλει στον καλτ χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος, ενώ οι απιθανότητες και οι αφέλειες του σεναρίου ενδύονται και αυτές τον απαραίτητο μανδύα της καλτ φάρσας. Σίγουρα η ταινία δεν φτάνει στο ύψος του Living in Oblivion, πρόκειται όμως για μια ευχάριστη, έξυπνη και αστεία σάτιρα, με καυστικές ατάκες για τον κούφιο κόσμο των media και μια ανθρωπιά διάχυτη σε όλη αυτή τη φοβερή περσόνα του Μπιουσέμι και στη σχέση του με τον γλυκούλη Τόμπι. Ό,τι πρέπει για μια χαλαρή βραδιά.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 766)

15.3.07

ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ


HARD CANDY
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Σλέιντ
Παίζουν: Πάτρικ Ουίλσον, Έλεν Πέιτζ
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 103΄

Υπόθεση: 32χρονος φωτογράφος γνωρίζεται σε διαδικτυακό chat room με 14χρονη μαθήτρια και αποφασίζουν να συναντηθούν σε καφέ για τα πουν και από κοντά. Η συνάντηση ξεκινά ιδανικά, καταλήγουν σπίτι του, εκεί όμως τα πράγματα θα εξελιχτούν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι θα περίμενε ο 32χρονος με τις αμφιλεγόμενες ερωτικές επιθυμίες…

Ψυχολογικό θρίλερ δωματίου που συνάρπασε το κοινό του Φεστιβάλ του Σάντανς, αναμένεται να καταφέρει παρόμοια επίδραση και στους εγχώριους φίλους τής «από τον καναπέ» θέασης, αν και η προσεκτική μεταγενέστερη ανάλυση αποκαλύπτει ένα μάλλον κούφιο περίβλημα.

Το υποτιθέμενα σοβαρό θέμα της ταινίας είναι η παιδοφίλια - όντως σοβαρότατο ζήτημα – μόνο που η ταινία δεν ασχολείται στην πραγματικότητα με αυτό. Είναι ένα κλασσικό θρίλερ εκδίκησης, που εκμεταλλεύεται το μοτίβο του δίπτυχου «θύτης-θύμα», ή σε μια διαφορετική παραλλαγή «γάτα-ποντίκι», για να βγάλει συγκεκαλυμμένα στην επιφάνεια τα σαδομαζοχιστικά ένστικτα του θεατή. Η εν λόγω ανάδυση επιτυγχάνεται μάλιστα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, καθώς βασίζεται σε μια εξαιρετικά ευφάνταστη ανατροπή ρόλων, την οποία θα επιλέξουμε να μην σας αποκαλύψουμε, αλλά και σε ένα κρεσέντο που κορυφώνεται σε μια ακόμα πιο ευφάνταστη σκηνή, την οποία επίσης δεν θα σας αποκαλύψουμε. Η ταινία ανακινεί μια σειρά από υποσυνείδητες φοβίες, οι οποίες έχουν γίνει εσχάτως πολύ δημοφιλείς. Για όλους έχει κι από κάτι ο μπαξές, από τη φοβία των «ανεβασμένων» αρρένων εραστών μήπως πέσουν σε καμία επικίνδυνα «μοιραία» ερωμένη που τους βγάλει το λάδι, μέχρι τη φοβία των «μουχλιασμένων» μικροαστών, που ανησυχούν από τον καναπέ για τη συναισθηματική κενότητα της σημερινής νεολαίας που ξημεροβραδιάζεται στα ίντερνετ καφέ. Παρότι και οι δύο ήρωες δεν είναι ακριβώς αυτό που θα αποκαλούσαμε «θετικοί», η ταινία κατασκευάζει ένα περίπλοκο και διαρκώς μεταβαλλόμενο πλέγμα ταυτίσεων, με αποτέλεσμα άλλοτε να θαυμάζουμε τον έναν, άλλοτε να λυπόμαστε τον άλλο, την τρίτη να διψάμε για εκδίκηση, την τέταρτη να ευχόμαστε διαφυγή, κατά τρόπο ώστε η προσοχή να διατηρείται αμείωτη και κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις να καταλύονται. Η ταινία σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό που θα λέγαμε «τροφή για το μυαλό», μάλλον προς το “exploitation movie” ρέπει, σίγουρα όμως εγγυάται ένα μίνιμουμ διασκέδασης μπροστά από το dvd player, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα υπάρξουν και θεατές που θα ενοχληθούν από τη λεπτή ισορροπία μεταξύ κοινωνικά ευαίσθητης θεματολογίας και κινηματογραφικής χειραγώγησης του θεατή.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 765)

10.3.07

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΡΤΕΛ


EXILED

Σκηνοθεσία: Τζόνι Το
Παίζουν: Νικ Τσέουνγκ, Άντονι Γουόνγκ, Σουέτ Λαμ, Φράνσις Νιγκ, Ρόι Τσέουνγκ
Χονκ-Κονγκ, 2006. Διάρκεια: 100΄

Υπόθεση: Μακάο, 1998, λίγο πριν την παράδοση της τέως πορτογαλικής αποικίας στην Κίνα. Τέσσερα μέλη της κραταιάς συμμορίας του Αρχηγού Φάι επισκέπτονται τον παλιό τους σύντροφο Γου, με εντολή να τον σκοτώσουν. Στο όνομα της παλιάς τους φιλίας, αποφασίζουν να μεταθέσουν για το μέλλον την εκτέλεση της εντολής και να κάνουν όλοι μαζί ένα τελευταίο «μεγάλο κόλπο».

Ο Τζόνι Το, από τους πλέον πεπειραμένους και επιφανείς εκπροσώπους του γκανγκστερικού είδους στο Χονκ-Κονγκ, συνεχίζει στα βήματα της προηγούμενης επιτυχίας του «Η αποστολή» (The Mission, 1999), με μια ταινία στιλιζαρισμένης βίας, βραδυφλεγούς έντασης, αλλά και έντονα παρωδιακού χιούμορ.

Με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί κανείς να πει τα ίδια πράγματα; Πόσες στιλιστικές διαφοροποιήσεις μπορείς να εισάγεις σε ένα γνωστό θέμα; Ο σύγχρονος μεταμοντέρνος κινηματογράφος αποδεικνύει καθημερινά τις απεριόριστες δυνατότητες του μέσου. Άλλη μια γκανγκστερική ταινία, λοιπόν, με τις μοναχικές μορφές των οπλοφόρων ηρώων να αλληλοκοιτάζονται στα μάτια με πρόσωπο ανέκφραστο, να ακουμπούν την παλάμη στη λαβή του περίστροφου με μια ανεπαίσθητη κίνηση, και μετά από ένα διάστημα αναμονής που μοιάζει ατελείωτο, να πυροβολούν με αστραπιαία σβελτάδα, αδειάζοντας τους κάλυκες πάνω στους ανθρώπινους στόχους τους, που δεν λεν να τελειώσουν. Πίσω απ’ όλο αυτό το απίστευτο πιστολίδι κρύβονται βέβαια άνδρες με συναισθήματα, που όσο κι αν έχουν μάθει να τα κρύβουν, αυτά ξεγλιστρούν ανεπαίσθητα μέσα απ’ το βλέμμα τους και κατευθύνονται προς τους συντρόφους τους, με τους οποίους τους συνδέει αυτή η μαγική αίσθηση του «κοινού παρελθόντος». Μια γνωστή συνταγή. Πού έγκειται η πρωτοτυπία, λοιπόν; Ίσως απλά στα συστατικά και τις ακριβείς δόσεις του μίγματος. Ο Τζόνι Το παίρνει από τον Σέρτζιο Λεόνε το στήσιμο, το βλέμμα των πιστολέρο, και τους νεκρούς χρόνους που χτίζουν αργά αλλά σταθερά την ένταση που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο τελετουργικό ξεκαθάρισμα. Ένα ξεκαθάρισμα που θυμίζει έντονα, μέσα στον καταιγισμό των πυρών του και τη χορογραφική του διευθέτηση το σινεμά του Τζον Γου, ενώ το φάντασμα του Πέκινπα παραμονεύει, για να μας υπενθυμίσει τον τελεολογικό χαρακτήρα της δράσης και τη ληξιπρόθεσμη φύση των σχεδίων της πρωταγωνιστικής παρέας. Προσθέστε σε όλα αυτά ένα ιδιότυπο, απωανατολίτικο χιούμορ που μοιάζει να κλείνει αυτοϋπονομευτικά το μάτι στο θεατή, αλλά και την παιχνιδιάρικη φωτογραφία, που αναμιγνύει στους εσωτερικούς χώρους σωρεία χρωμάτων, ενώ στα εξωτερικά γυρίσματα εκμεταλλεύεται κάποιους χώρους του Μακάο που παραπέμπουν σε κάτι μεταξύ μεσογειακού θέρετρου και κουβανέζικης κακόφημης συνοικίας, κι έχετε μια θαυμάσια πρόταση κατ’ οίκον ψυχαγωγίας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 764)

2.3.07

BUBBA HO-TEP


Σκηνοθεσία: Ντον Κοσκαρέλι
Παίζουν: Μπρους Κάμπελ, Όσι Ντέιβις, Έλα Τζόις
ΗΠΑ, 2002. Διάρκεια: 92΄

Υπόθεση: Γηραιός σωσίας του Έλβις Πρίσλεϊ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι ο ίδιος ο Έλβις, ζει κατάκοιτος σε οίκο ευγηρίας. Εκεί συνασπίζεται με έτερο τρόφιμο, ο οποίος ισχυρίζεται με τη σειρά του ότι είναι ο Τζακ Κένεντι, και μαζί πολεμούν τη μούμια ενός αιγύπτιου Φαραώ, η οποία θέλει να τους ρουφήξει την ψυχή.

Ο βετεράνος σκηνοθέτης της καλτ σειράς ταινιών “Phantasm” Ντον Κοσκαρέλι επιχειρεί να ανανεώσει την καλτ φήμη του διασκευάζοντας την ομώνυμη βραβευμένη νουβέλα του σημαντικότατου αμερικάνου συγγραφέα Τζόε Λάνσντεϊλ.

Πρόκειται για μια φαινομενικά απλή, αλλά βαθύτερα πολυσύνθετη ταινία, που συνδυάζει στοιχεία ταινίας τρόμου, κωμωδίας και κοινωνικού δράματος, προκειμένου να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο υβρίδιο, το οποίο να χωράει ένα ετερόκλητο σύνολο ιδεών, από το δημοφιλή μύθο ότι «ο Βασιλιάς ζει», μέχρι τη θλίψη και την εγκατάλειψη των γηρατειών. Το αποτέλεσμα είναι, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρον και πρωτότυπο, με τον Κοσκαρέλι να κρατάει στιβαρά τα γκέμια της σκηνοθεσίας καταφέρνοντας να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα και τον Μπρους Κάμπελ να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής προσέγγισης ενός ζωντανού θρύλου. Η ταινία διακρίνεται για την ιδιότυπη ατμόσφαιρά της, κάπου μεταξύ κωμωδίας του παραλόγου, δράματος και ελλοχεύοντος σπλάτερ, την παιχνιδιάρικη, σατιρική της διάθεση, τους έξοχους κορεσμένους χρωματικούς της τόνους, τα ειδικά εφέ, όπου για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι το μεράκι, και όχι τα λεφτά, κάνουν το καλό εφέ, αλλά και τον θερμό ανθρωπισμό που αποπνέει η εύστοχη προσέγγιση στον Έλβις. Ο Έλβις της ταινίας είναι ένας παρακμασμένος θρύλος, που έχει καταπέσει στη λησμονιά, έχει χάσει τη λάμψη του, η γοητεία του όμως παραμένει αμείωτη. Ο Κάμπελ τον προσεγγίζει με ανθρωπιά και έμφαση στα βαθύτερα ψυχολογικά του κίνητρα, αποφεύγοντας οποιαδήποτε υπερβολή. Η ταινία από ένα σημείο και μετά χάνει την ορμή της, για να καταλήξει σε ένα όχι ιδιαίτερα πειστικό φινάλε, αλλά το στοιχείο αυτό μάλλον ενισχύει, παρά αποδυναμώνει τελικά τη θέση της μέσα στη σύγχρονη καλτ μυθολογία.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 763)