24.3.10

ΑΟΡΑΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ



THE GHOST WRITER

Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Πιρς Μπρόσναν, Ολίβια Ουίλιαμς
Βρετανία/Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 128΄


Ρυθμική, γρήγορη, στακάτη. Η τελευταία ταινία του γερο-Πολάνσκι θυμίζει μετρονόμο. Δε χάνει ποτέ το τέμπο της. Σ’ αρπάζει απ’ το μανίκι από το πρώτο της πλάνο και δεν σ’ αφήνει, παρά στο τελευταίο καρέ. Προαπαιτούμενο βεβαίως ένα στιβαρό, κλασικό σενάριο, που μας επαναφέρει στο κλίμα του πολιτικού θρίλερ των ρομαντικών 70’s, με την απαραίτητη δοσολογία παρανοϊκής συνωμοσιολογίας των 00’s. Εξίσου απαραίτητο και το σίγουρο χέρι ενός μετρ της σκηνοθεσίας. Που μπορεί να γέρασε, μπορεί να βασανίζεται από ποινικές υποθέσεις του μακρινού, πολυτάραχου παρελθόντος του, την τέχνη του όμως δεν εξέχασε. Ξέρει καλά ότι ο κινηματογράφος, για να πείσει τον θεατή και να επιδράσει εντονότερα πάνω του, χρειάζεται αφήγηση ευλογοφανή, χωρίς τα κενά και τα άλματα που έχουν γίνει της μοδός τα τελευταία χρόνια. Ξέρει επίσης ότι στην τελική ο κινηματογράφος δεν είναι παρά ένα παραμύθι. Θέλει στυλιζάρισμα, έστω και διακριτικό. Θέλει τοπία αρχέγονα (συμπτωματικά παρόμοια με του Νησιού των καταραμένων, του έτερου μεγάλου σύγχρονου παραμυθά), υποκριτικούς κώδικες ελαφρά τονισμένους, που παραπέμπουν σε ιστορία του Κάρολου Ντίκενς, θέλει μουσική διακριτική και παιχνιδιάρικη, χωρίς τις βαρύγδουπες συμφωνικές τονικότητες που πιθανόν θα επέλεγε ένας σκηνοθέτης απλός διεκπεραιωτής του Χόλιγουντ. Χρειάζεται τέλος έναν πρωταγωνιστή κενό, χωρίς έντονα χαρακτηριστικά, ελάχιστα ανώτερο από τον μέσο θεατή, με τον οποίο αυτός θα ταυτιστεί εύκολα, ένα «άδειο σακί» με εμβρόντητο βλέμμα, πρόθυμο να βυθιστεί μαζί με μας στον μαγικό κόσμο των αποκαλύψεων της ταινίας. Με την πρόοδο της αφήγησης το «άδειο σακί» θα γεμίσει, η συνειδητοποίηση της διαφθοράς του πολιτικού μας κόσμου θα επέλθει, κι ο θεατής θα βγει ευχαριστημένος από την αίθουσα, έμπλεος της πεποίθησης ότι κάτι έμαθε και σήμερα. Καθώς όμως τα φώτα ανάβουν, από μια γωνιά ο παμπόνηρος Πολάνσκι μας κλείνει το μάτι: το σινεμά είναι ένα μεγάλο παραμύθι, η δε πραγματικότητα δεν είναι ποτέ τόσο απλή και μονοσήμαντη…

****

1.3.10

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ


1 JOURNÉE


Σκηνοθεσία: Τζέικομπ Μπέργκερ

Παίζουν: Νατάσα Ρενιέρ, Μπρούνο Τοντεσινί, Νοεμί Κοσέρ

Ελβετία, 2007. Διάρκεια: 98΄


Ένας από τους γνωστότερους συνειρμούς που σχετίζονται με την Ελβετία είναι η έκφραση «ελβετικό ρολόι». Η Ελβετία αποτελεί τη χώρα-σύμβολο ακρίβειας στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μας. Ακρίβεια που προϋποθέτει βεβαίως προγραμματισμό και οργάνωση και συνεπάγεται προβλεψιμότητα. Όλα πάνε σαν ελβετικό ρολόι σημαίνει ότι όλα εξελίσσονται κατά τα προβλεπόμενα. Αυτήν ακριβώς την προβλεψιμότητα επιχειρεί να ξηλώσει τραβώντας λίγο-λίγο τις ραφές σαν χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια μας ο βρετανικής καταγωγής ελβετός σκηνοθέτης Τζέικομπ Μπέργκερ. Εκκινώντας από το καταστατικό τρίγωνο της «ιεράς οικογένειας» μπαμπάς-μαμά-παιδί παρουσιάζει μια μέρα από τη ζωή των τριών τους παγιδεύοντας το θεατή μέσα σε έναν χρονικά επαναλαμβανόμενο βρόχο που παραπέμπει ταυτόχρονα και στη ρουτίνα και στην αναίρεσή της. Και οι τρεις ήρωες προσπαθούν απεγνωσμένα να δουν τη συγκεκριμένη μέρα σαν μια μέρα όπου έχει συμβεί κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή τους. Ο πατέρας χτυπάει κάποιον πεζό με το αυτοκίνητό του. Ή μήπως είναι ιδέα του; Η μητέρα διαπιστώνει ότι ο άνδρας της την απατά. Ή μήπως είναι κάτι που το ήξερε ήδη καλά; Όπως λέει η ίδια κάποια στιγμή «δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Είμαι σαν πεθαμένη». Ο σύγχρονος, πολιτισμένος κόσμος σαν ένας κόσμος απουσίας νοήματος, όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν υπνωτισμένα ζόμπι. Είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ζωής τους με κάτι το έκτακτο, το μη προβλέψιμο, με κάτι που θα τους ταρακουνήσει από τη ρουτίνα και την ασφάλειά τους; Με τη βοήθεια σταθερών και στιλπνών πλάνων ελβετικού αστικού τοπίου που έρχονται και επανέρχονται σε ένα μοντάζ που ακολουθεί πιστά τους ρυθμούς της εξαιρετικής υπνωτικής ηλεκτρονικής μουσικής του Σιρίλ Μορέν (Samsara), ο Μπέργκερ καταφέρνει να διανοίξει ρωγμές στον ήρεμο σύγχρονο αστικό βίο και στο κύτταρό του, το θεσμό της οικογένειας, και κλείνοντας το μάτι στον ερωτισμό που ελλοχεύει βαθιά μέσα μας σαν ένα κουτί της Πανδώρας που απειλεί μονίμως να ανοίξει, δημιουργεί μια ταινία αισθητικά πρωτότυπη και νοηματικά επαρκώς αινιγματική αλλά και ερεθιστική, ώστε να καταλύσει γόνιμους προβληματισμούς και συναισθήματα στον σινεφίλ θεατή.

***