27.10.06

ABC AFRICA


Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι
Παραγωγή: ΟΗΕ (2001). Διάρκεια: 85΄

Ένα οδοιπορικό του μεγάλου ιρανού σκηνοθέτη στη χτυπημένη από το AIDS Ουγκάντα.

Εν έτει 2000, ο Κιαροστάμι καλείται από το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD) του ΟΗΕ να επισκεφθεί την Ουγκάντα, προκειμένου να ετοιμάσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα εκατομμύρια των ορφανών παιδιών της χώρας και τις προσπάθειες των ντόπιων γυναικών, οι οποίες έχουν συστήσει την UWESO (Ugandan Women Efforts to Save Orphans) για να τα σώσουν. Ο Κιαροστάμι επισκέπτεται αρχικά με δυο συνεργάτες του τη χώρα μόνο για μια πρώτη σύντομη ενημέρωση. Κρατά απλά κάποιες «σημειώσεις» με μια μικρή ψηφιακή βιντεοκάμερα. Τελικά, ο πειθαναγκαστικός μινιμαλιστής Κιαροστάμι ενημερώνει τον ΟΗΕ ότι δεν χρειάζεται άλλο ταξίδι ή χρήματα, κι ότι θα γυρίσει την ταινία με το υλικό που ήδη τράβηξε. Το τελικό αποτέλεσμα κινείται στις παρυφές του ντοκιμαντέρ, καθώς δεν εστιάζει στην πληροφόρηση, ούτε σε κανενός είδους κινητοποίηση του κοινού, αλλά μοιάζει περισσότερο μ’ ένα ποιητικό και συνάμα στοχαστικό ταξιδιωτικό οδοιπορικό, αρκούντως απορροφημένο από τους μόνιμους φορμαλιστικούς προβληματισμούς του σκηνοθέτη, που θέτει όμως ταυτόχρονα και μεγάλα ερωτηματικά για τη ζωή και τα προβλήματα της Ουγκάντας.

Ο Κιαροστάμι μοιάζει να συνεπαίρνεται από τη γοητεία, την αγνότητα, την αθωότητα των παιδικών προσώπων, την άρρηκτη σχέση των ντόπιων με τη μουσική και το χορό, την ομορφιά και τα έντονα χρώματα του φυσικού τοπίου. Σταδιακά, με το πέρασμα της ώρας, καθώς ολοένα και περισσότερο η κάμερά του εγκαταλείπει τις στημένες συνεντεύξεις και περιφέρεται φαινομενικά άσκοπα ανάμεσα στο ατέλειωτο παιχνιδιάρικο παιδομάνι, κοντοστέκεται στα κεφάτα χορευτικά τελετουργικά των κατοίκων και ατενίζει με θαυμασμό το πολύχρωμο, κατάφυτο φυσικό περιβάλλον, υπόρρητα σχηματίζεται το ερώτημα μήπως τελικά οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ουγκάντας αποτελούν τη μεγαλύτερη ελπίδα για την επίλυση των προβλημάτων της και δεν αξίζουν καθόλου τον οίκτο μας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σκηνή που εκτυλίσσεται στο απόλυτο σκοτάδι, καθώς τα μεσάνυχτα η παροχή ρεύματος διακόπτεται στη χώρα, ενώ ο Κιαροστάμι κι οι συνεργάτες του προσπαθούν να βρουν το δρόμο για τα δωμάτιά τους στο διάδρομο του ξενοδοχείου. Επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ από τον μεγάλο Ιρανό, που αρθρώνει κινηματογραφικό λόγο χωρίς καν εικόνα. Αξίζει την προσοχή σας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 746)

19.10.06

ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΤΙΒ ΜΑΚ ΚΟΥΙΝ


THE TAO OF STEVE

Σκηνοθεσία: Τζένιφερ Γκούντμαν
Παίζουν: Ντόναλ Λογκ, Γκριρ Γκούντμαν, Άγιελετ Κάζνελσον
ΗΠΑ, 2000. Διάρκεια: 87΄

Υπόθεση: Ο Ντεξ, ένας αραχτός τριαντάρης με μια τεράστια μπυροκοιλιά, που αρέσκεται να καπνίζει χόρτο και να εκτοξεύει ατάκες διανθισμένες με απωανατολίτικες φιλοσοφίες, διαθέτει ένα ανεξήγητο χάρισμα με τις γυναίκες. Χάρισμα που προσπαθεί να μεταδώσει και στους κολλητούς του, συμπυκνώνοντάς το στο «Ταό του Στιβ»…Ώσπου μια μέρα ο Ντεξ θα βρει το δάσκαλό του στο πρόσωπο της Σιντ…

Απ’ αυτή τη στήλη σας έχουμε παρουσιάσει ταινίες για ομοφυλόφιλους, σχιζοφρενείς, γυναίκες, ε, ας ασχοληθούμε και λίγο μ’ αυτό το παραμελημένο πλάσμα, το υποτιθέμενα ισχυρό, που βιώνει σιωπηρά εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια την κρίση του. Αναφερόμαστε στον άνδρα, που από τότε που «σήκωσαν κεφάλι» οι γυναίκες, τρέχει πανικόβλητος στα γυμναστήρια και τα ινστιτούτα καλλονής, έρμαιο της μόδας και των διαφόρων trends, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις ολοένα και υψηλότερες απαιτήσεις των γυναικών (ή έτσι του έχουνε πει) και να καταφέρει αυτόν τον… άθλο που η φύση του (και τα ανδρικά περιοδικά…) του επιβάλλουν: να πηδηχτεί.

Εδώ έχουμε μια ταινία, που απευθύνεται στο νεανικό ανδρικό κοινό και θέτει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων: Για να τα καταφέρεις με τις γυναίκες, σου λέει, δεν χρειάζεται ούτε την εμφάνισή σου να προσέχεις, ούτε να είσαι σφιγμένος κι ατσαλάκωτος και να προσπαθείς να εφαρμόζεις κόλπα ζόρικα. Απλά χαλάρωσε, μίλα απλά, και απαρνήσου το ρόλο του κυνηγού. Απαρνήσου, με άλλα λόγια, το ανδρικό πρότυπο που σου έχουν επιβάλλει. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ταινία, που ψυχανεμίζεται τα μηνύματα των καιρών, υμνεί τους cool slackers, που δεν έχουν τσιμπήσει το δόλωμα της ανταγωνιστικότητας και του καριερισμού, παίζει με τη μιντιοκρατούμενη κουλτούρα τους (όλη η αντροπαρέα διαρκώς ασχολείται με τα σίριαλ των παιδικών της χρόνων) και επιχειρεί να δώσει κάποιες πρακτικές «οδηγίες προς ναυτιλλομένους». Στιλιστικά η ταινία ομοιάζει με το περιεχόμενό της. Είναι χαλαρή, με δομή επεισοδιακή, και τιγκαρισμένη στις έξυπνες ή εξυπνακίστικες (εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθενός) ατάκες. Ταιριάζει υπέροχα με νυχτερινές μπυροκατανύξεις και καταλύει γόνιμες συζητήσεις περί φλερτ. Δείτε την και πείτε μας τη γνώμη σας στο blog της στήλης.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 745)

13.10.06

ΣΠΙΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ



CASA DE AREIA / HOUSE OF SAND

Σκηνοθεσία: Αντρούτσα Γουόντινγκτον
Παίζουν: Φέρναντα Μοντενέγκρο, Φερνάντα Τόρες, Σέου Ζόρζε, Ρούι Γκέρα
Βραζιλία, 2005. Διάρκεια: 115΄

Υπόθεση: 1910. Στο έρημο, αμμώδες Μαρανάο, στο βορειοδυτικό άκρο της αχανούς Βραζιλίας, καταφτάνει ένα καραβάνι εποίκων, υπό την ηγεσία του πεισματάρη, τραχύ Βάσκο, ο οποίος οραματίζεται μια νέα Γη της Επαγγελίας μέσα στους αμμόλοφους. Σύντομα, αποκαρδιωμένα από την αγριάδα του απόκοσμου τοπίου, τα υπόλοιπα μέλη του καραβανιού θα εγκαταλείψουν κρυφά τον Βάσκο, μόνο με την έγκυο γυναίκα του και την πεθερά του. Λίγο αργότερα ο Βάσκο πεθαίνει, αφήνοντας τις δυο γυναίκες μόνες τους στη μέση του πουθενά, να προσπαθούν να βρουν τρόπο διαφυγής…

Ταινία με τεράστια υπόγεια ισχύ, τα Σπίτια στην άμμο - ή Σπίτι στην άμμο, όπως θά ’πρεπε ορθότερα να λέγεται - εκκινεί ως ένα βραδύκαυστο δράμα με έμφαση σε μια εικαστικά τέλεια απεικόνιση του φυσικού τοπίου, για να καταλήξει σε μια υπαρξιακή αλληγορία με παγκόσμια και πανανθρώπινη εμβέλεια. Η ταινία απλώνεται σε τρεις γενιές – μητέρα, κόρη κι εγγονή – και 59 έτη (η τελική, αλησμόνητη σκηνή λαμβάνει χώρα το 1969, λίγο μετά το πάτημα του ανθρώπου στο φεγγάρι) κατά ένα τρόπο λιτό, αφαιρετικό, που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του θεατή για την πλήρωση των χρονικών αλμάτων, ενώ η χρήση της ίδιας ηθοποιού για το ρόλο της μητέρας και της κόρης σε μεγαλύτερη ηλικία προσδίδει τον απαραίτητο ενοποιητικό τόνο στα βάσανα τριών γενεών γυναικών που θα μπορούσαν κάλλιστα να εκφράζουν όλες τις γυναίκες της Γης. Η άπειρη κενότητα του τοπίου και η αφηγηματική αφαιρετικότητα συνδυάζονται με μια υποκριτική λιτότητα πραγματικά αξιομνημόνευτη, όπου και το παραμικρό μειδίαμα δύναται να οδηγήσει το θεατή σ’ ένα τεράστιο αποταμίευμα από συναισθήματα κι ιδέες. Το όλο σύνολο αποκτά με το πέρασμα της ώρας εμφανείς αλληγορικές διαστάσεις, με το φυσικό τοπίο να συμβολίζει τη γύμνια, τη μοναχικότητα και την τραχύτητα της ανθρώπινης ζωής, και την Άρια, τη γυναίκα που ονειρεύεται διαρκώς τη φυγή, να ανάγεται σε προαιώνιο σύμβολο του ανθρώπου που ονειρεύεται κι αγωνίζεται μάταια για μια χίμαιρα. Το dvd προσφέρει πρόσθετα ενδιαφέρουσες σκηνές από τα γυρίσματα και συνεντεύξεις βασικών συντελεστών. Συνιστάται η θέαση σε διαστάσεις ευρείας οθόνης 16:9.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 744)

6.10.06

THE DEVIL AND DANIEL JOHNSTON

Σκηνοθεσία: Τζεφ Φόιερζιγκ
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 110΄

Ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του τραγουδοποιού και εικαστικού καλλιτέχνη Ντάνιελ Τζόνστον

Τον Ντάνιελ Τζόνστον ομολογώ πως δεν τον γνώριζα. Αδυνατώ, επομένως, να σας διαφωτίσω σχετικά με την ορθότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην ταινία σχετικά με αυτόν. Στην πραγματικότητα, δεν θα με εξέπληττε αν δεν επρόκειτο καν για υπαρκτό πρόσωπο. Γιατί αυτό το ντοκιμαντέρ μοιάζει τόσο καλοφτιαγμένο και αληθοφανές, ολοκληρώνει με τόση κομψότητα τον αφηγηματικό του κύκλο, που πραγματικά δύσκολα πιστεύει κανείς ότι δεσμεύεται από κανενός είδους πραγματικότητα. Ποτέ δεν πίστεψα άλλωστε ότι ένα ντοκιμαντέρ λέει εξ ορισμού την αλήθεια (ποια απ’ όλες τις αλήθειες, στο κάτω-κάτω;) και ποτέ δεν πήρα τοις μετρητοίς όσα έβλεπα σε μια οθόνη, είτε για ταινίες μυθοπλασίες επρόκειτο, είτε για ντοκιμαντέρ, είτε ακόμα-ακόμα και για ρεπορτάζ. Το ίδιο θα πρότεινα να κάνετε και εσείς. Αυτό που μένει τελικά από μια ταινία, δεν είναι η πιστότητα σε μια αμφιβόλου ύπαρξης αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά η υποκειμενική άποψη, η «ματιά», η αποκάλυψη μιας μύχιας αλήθειας κρυμμένης πίσω από τα επιφαινόμενα. Και σ’ αυτόν τον τομέα, η ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα τα πάει περίφημα. Κυριολεκτικά καθηλώνει το θεατή, τόσο συναισθηματικά, όσο και διανοητικά, θίγοντας μια σειρά θεμελιωδών ερωτημάτων σχετικών με την τέχνη. Ο Τζόνστον δεν μπορούσε να παίξει με επιδεξιότητα κανένα μουσικό όργανο, η δε φωνή του ήταν στην καλύτερη περίπτωση τσιριχτή. Η μουσική δομή των τραγουδιών του ήταν στοιχειώδης, το ίδιο και οι στίχοι του. Όσο για το ζωγραφικό του έργο, αποτελούνταν από σκίτσα εμφανώς επιπόλαια φτιαγμένα, πρόχειρα σκαριφήματα συνοδευόμενα από λεζάντες, πρωτόλεια κόμικς. Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός απέκτησε ένα μεγάλο και φανατικό κοινό, που αγκάλιασε το έργο του. Γιατί; Γιατί ο Τζόνστον δεν αντιλήφθηκε την τέχνη ως κάτι απόμακρο, το οποίο μόνο κάποια ιδιαίτερα προικισμένα και χαρισματικά άτομα μπορεί να έχουν την τύχη να φτάσουν. Διακατεχόμενος από ένα άσβεστο πάθος για έκφραση, άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφραστεί, και όσο πιο κοντά έφτανε στον πυρήνα των συναισθημάτων του, όσο πιο ειλικρινής γινόταν, τόσο πιο πετυχημένα και άμεσα κατέληγαν τα τραγούδια κι οι ζωγραφιές του. Ούτε αγχώδεις αναζητήσεις της τέλειας αρμονίας, ούτε εναγώνιες απόπειρες για εικαστική αρτιότητα. Απλά άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφραστεί. Ένα πραγματικά ολοκληρωμένο όραμα για την τέχνη, πολύ ωφέλιμο για όλους μας. Συνολικά πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία, που εξετάζει ενδελεχώς δύο ακόμα παράγοντες στην καλλιτεχνική δημιουργία, συγκεκριμένα τη σχέση της με την τρέλα, καθώς και το ρόλο της γονεϊκής ανατροφής.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 743)