29.5.08

ΣΚΟΥΡΟ ΜΠΛΕ ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ


Azuloscurocasinegro / DARKBLUEALMOSTBLACK


Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Σάντσεζ Αρεβάλο
Παίζουν: Κιμ Γκουτιέρεζ, Χέκτορ Κολόμε, Μάρτα Ετούρα, Αντόνιο ντε λα Τόρε
Ισπανία, 2006. Διάρκεια: 105΄


Βασιζόμενος πάνω στη στέρεα παράδοση του ισπανικού μελοδράματος και του κινηματογράφου του Αλμοδόβαρ, ο πρωτοεμφανιζόμενος Αρεβάλο μας παρουσιάζει μια νεανική ταινία, που καταγράφει με περισσή αυτοπεποίθηση και ιδιαίτερη γλαφυρότητα όλη τη συναισθηματική σύγχυση, το μπέρδεμα, την πίεση και τη δυσκολία της επαγγελματικής αποκατάστασης των σημερινών εικοσιπεντάρηδων. Ο Αρεβάλο, φρονίμως ποιών, επιλέγει έναν εξαιρετικά συμπαθή κεντρικό ήρωα, τον Χόρχε, έναν νεαρό που φροντίζει μόνος του τον κατάκοιτο πατέρα του, ενώ παράλληλα σπουδάζει δι’ αλληλογραφίας διοίκηση επιχειρήσεων και εργάζεται σαν θυρωρός-επιστάτης, μια θέση που με βαριά καρδιά κληρονόμησε από τον πατέρα του. Δύσκολα εντοπίζει κανείς ψεγάδι στον ήρωα αυτόν, που αντεπεξέρχεται με αξιοπρόσεκτη καρτερία σε όλες τις δυσκολίες της ζωής, προσπαθεί να είναι πάντα σε επαφή με τα συναισθήματά του, να είναι ειλικρινής με τους φίλους του, και βοηθά και τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος βρίσκεται έγκλειστος στη φυλακή και του επιφυλάσσει ένα παράξενο, αμιγώς «αλμοδοβαρικό» αίτημα: Ζητάει από τον Χόρχε να αφήσει έγκυο την επίσης έγκλειστη φίλη του, καθώς ο ίδιος είναι στείρος, προκειμένου να μπορέσει να μεταφερθεί στην πτέρυγα των μητέρων, όπου οι συνθήκες κράτησης είναι πολύ καλύτερες. Ο Χόρχε, με βαριά καρδιά είν’ αλήθεια, δέχεται να κάνει το «ψυχικό», κάτι που θα έχει βέβαια σημαντικές συναισθηματικές συνέπειες για όλους. Στην ιστορία εμπλέκονται επίσης η Ναταλία, γειτόνισσα και παιδικός έρωτας του Χόρχε, η οποία επιστρέφει μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της στη Γερμανία, καθώς και ο κολλητός του Ίσραελ, ο οποίος περνά την ώρα του στην ταράτσα της πολυκατοικίας, φωτογραφίζοντας με τηλεφακό τα όσα διαδραματίζονται στον απέναντι χώρο μασάζ, ο οποίος προσφέρει ιδιαίτερες υπηρεσίες σε ομοφυλόφιλους άνδρες. Ο Αρεβάλο κινηματογραφεί με σίγουρο χέρι, η φωτογραφία είναι υπέροχη, με ξεκάθαρα περιγράμματα και έντονες αντιθέσεις, χωρίς τις χρωματικές υπερβολές του Αλμοδόβαρ, ενώ το ευφάνταστο μοντάζ ανακατεύει την τράπουλα της αφήγησης, φωτίζοντας την ιστορία από διάφορες οπτικές γωνίες, με ευεργετικό αποτέλεσμα τη διέγερση των εγκεφαλικών μας κυττάρων. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει τελικά είναι ο ενδόμυχος συντηρητισμός που εκπέμπει το όλο εγχείρημα. Σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο είναι το χρώμα του κουστουμιού που ονειρεύεται πως φοράει ο Χόρχε στην ιδεατή δουλειά στελέχους σε επιχείρηση. Δυστυχώς όμως, θυρωρός είναι και θυρωρός θα παραμείνει. Και το μόνο που μπορεί να κάνει, φαίνεται να μας λέει η ταινία, είναι να συμβιβαστεί με την ιδέα. Προτεραιότητα έχουν οι αξίες της κοινωνικής συνοχής και της οικογένειας, η οποία προστατεύει τη δική της συνοχή εφαρμόζοντας πιστά το αρχαίο ρητό «τα εν οίκω μη εν δήμω», όπως φαίνεται στην εξαιρετική σκηνή του Ίσραελ με τη μητέρα του. Να λοιπόν που έφτασε και ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος στο σημείο όπου νεανικότητα και συντηρητισμός θα ταυτίζονται…


***

22.5.08

ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ


DEATH AT A FUNERAL


Σκηνοθεσία: Φρανκ Οζ
Παίζουν: Μάθιου Μακφέιντεν, Ρούπερτ Γκρέιβς, Άλαν Τάντικ, Άντι Νάιμαν
Βρετανία, 2007. Διάρκεια: 90΄


Σε μια μεγαλοαστική κηδεία στην αγγλική εξοχή, απ’ αυτές που κανείς δεν παρεκτρέπεται σε υπερβολικούς οδυρμούς και όλοι είναι τόσο τυπικά Άγγλοι στον καθωσπρεπισμό τους, μια σειρά από όχι-και-τόσο-καθώς-πρέπει καταστάσεις αρχίζει να ξετυλίγεται. Τα ευτράπελα ξεκινούν με την παράδοση του λάθος πτώματος, για να συνεχιστούν με την εκ παραδρομής κατανάλωση ισχυρών παραισθησιογόνων χαπιών από ένα συγγενή, και να αποκορυφωθούν σε ένα θεότρελο ξέσπασμα, όπου όλες οι αναποδιές και τα προβλήματα συγκλίνουν, περίεργοι ήχοι ακούγονται μέσα από το φέρετρο, γυμνοί άντρες περιφέρονται στη στέγη, ενώ ένας γηραιός θείος σε αναπηρικό καροτσάκι έχει ξεχαστεί στην τουαλέτα.


Όλα αυτά ακούγονται πράγματι πολύ αστεία. Η συνταγή βασίζεται ουσιαστικά στο σύγχρονο, τυπικά αμερικάνικο χιούμορ της χοντροκομμένης φάρσας και των σκατολογικών αστείων, με δόσεις από το εξόχως αγγλικό είδος της κωμωδίας δωματίου, όπου διακωμωδούνται τα ήθη και οι μανιερισμοί της «καλής κοινωνίας». Το σενάριο είναι καλογραμμένο, με αστεία κάθε μορφής και τύπου, λεκτικά, οπτικά, γελοίες γκριμάτσες και περιττώματα που καταλήγουν στα λάθος σημεία. Κι όμως, το τελικό αποτέλεσμα είναι μάλλον άρρυθμο κι αμήχανο, αφήνει μεν μια σχετικά ευχάριστη γεύση, αλλά και ουκ ολίγους πόθους ανεκπλήρωτους.


Ένα βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στις ερμηνείες. Όχι πως το καστ δεν είναι καλό, το αντίθετο μάλιστα. Υπάρχει όμως διάχυτη μια αμηχανία, μια σοβαροφάνεια. Με εξαίρεση τον Άλαν Τάντικ, που ερμηνεύει τον «φτιαγμένο» με τα παραισθησιογόνα και αποδύεται σε ένα ρεσιτάλ από αστείους μορφασμούς και σουρεάλ ατάκες (αστείο του οποίου γίνεται όμως μια χονδροειδής υπερεκμετάλλευση και καταλήγει κουραστικό), οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές μοιάζουν σαν να αγνοούν ότι παίζουν σε κωμωδία. Περιφέρονται αμήχανοι, ιδιαίτερα ο Μάθιου Μακφέιντεν και ο Ρούπερτ Γκρέιβς, που ερμηνεύουν τους δυο γιούς του μακαρίτη, σαν να πιστεύουν ότι η αντίθεση μεταξύ της φαινομενικής σοβαρότητάς τους και της γελοιότητας των καταστάσεων που βιώνουν θα προκαλέσει το επιθυμητό κωμικό αποτέλεσμα. Δυστυχώς, δεν τους βγαίνει. Γιατί είναι όντως αστείο, έστω και χιλιοπαιγμένο, να διαπιστώνεις ότι το φέρετρο που τοποθετούν ιεροπρεπώς μπροστά σου δεν περιέχει τον πατέρα σου, αν όμως παιχτεί με τη σοβαρότητα, την υποτονικότητα και το φλέγμα του Μακφέιντεν, καταλήγει να έχει υποπολλαπλάσιο κωμικό αποτέλεσμα.


Όχι πως και η σκηνοθεσία του βετεράνου Φρανκ Οζ δεν βάζει το χεράκι της. Και εκεί παρατηρούμε μια αμήχανη προσέγγιση, με ένα μοντάζ όχι επαρκώς σβέλτο, ώστε να αναπαράγει τον απαιτούμενο παλμό των κωμικοτραγικών περιστάσεων. Σαν ένα τραγούδι που παίζεται έναν τόνο πιο αργά απ’ ό,τι θά ’πρεπε. Στο τέλος ο συγχρονισμός χάνεται και το αποτέλεσμα φαλτσάρει. Θα ήταν άδικο πάντως να μην αναγνωρίσουμε ότι τελικά η ταινία καταφέρνει να πάρει μπροστά, για να καταλήξει σε ένα αξιομνημόνευτο φινάλε, όπου πλέον ο ρυθμός αποκτά την απαραίτητη σβελτάδα και τα γέλια βγαίνουν αβίαστα. Είχαμε ίσως αυξημένες προσδοκίες απ’ αυτή την κωμωδία, καθημερινά όμως αποδεικνύεται πόσο δύσκολο είδος είναι τελικά.


**