3.5.10

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗ ΛΟΥΡΔΗ


LOURDES

Σκηνοθεσία: Τζέσικα Χάουσνερ

Παίζουν: Sylvie Testud, Bruno Todeschini, Elina Lowensohn, Lea Seydoux

Αυστρία/Γαλλία, 2009. Διάρκεια: 96΄


Μια μεγάλη τραπεζαρία, άδεια και ψυχρή. Πλάνο ακίνητο, κινηματογραφημένο από πλάγια και ψηλά. Αργά-αργά αρχίζει να εισέρχεται στο κάδρο, σαν υποκινούμενη από κάποια αόρατη ανώτερη δύναμη, μια πομπή από αλλόκοτες μορφές. Άνθρωποι με κινητικά και άλλα προβλήματα, μερικοί σε αναπηρικά καρότσια, παραπληγικοί, αλλά και κάποιοι άλλοι με παράξενη περιβολή. Καλόγριες (ή μήπως νοσοκόμες;) με ασπροκόκκινες στολές, άνδρες ντυμένοι σαν αξιωματικοί κάποιας εξωτικής βασιλικής φρουράς. Παρατάσσονται στις θέσεις τους σαν ηθοποιοί επί σκηνής, έτοιμοι για να ξεκινήσουν την παράσταση. Ακολουθεί προσευχή και σύντομη ομιλία της ηγουμένης. Το φαγητό σερβίρεται και το γεύμα αρχίζει. Όλ’ αυτά σε ένα έξοχα χορογραφημένο μονοπλάνο. Είναι η αρχή της ταινίας «Προσκύνημα στη Λούρδη», τρίτη δουλειά της αυστριακής σκηνοθέτιδας Τζέσικα Χάουσνερ, η οποία καθιστά αμέσως σαφές ότι έχει αφομοιώσει γόνιμα τα διδάγματα της αυστριακής σχολής που καθιέρωσαν σκηνοθέτες όπως ο Μίχαελ Χάνεκε και ο Ούλριχ Ζάιντλ. Στατικά, πολύ προσεκτικά στημένα πλάνα. Κάμερα ψυχρή και αποστασιοποιημένη. Λιτότητα εκφραστικών μέσων. Ματιά χειρουργική. Παρόλ’ αυτά η ανθρωπιά δεν λείπει από την ταινία της, καθώς η κάμερα σύντομα επικεντρώνεται στην Κριστίν, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, η οποία αδυνατεί να κουνήσει τόσο τα πόδια όσο και τα χέρια της. Τη συνοδεύει μια όμορφη νεαρά εθελόντρια, η οποία και την βοηθά να φάει. Μπροστά μας ξετυλίγεται αργά σαν ιεροτελεστία όλη η καθημερινότητα της Κριστίν. Πώς μεταφέρεται με το καρότσι της, πώς πρέπει να κουβαληθεί στα χέρια για να τοποθετηθεί στο κρεβάτι της για ύπνο και παρομοίως το πρωί για να σηκωθεί. Η Κριστίν συμμετέχει σε μια προσκυνηματική εκδρομή που οργανώνει ένα τάγμα μοναχών στη Λούρδη, την αντίστοιχη Παναγία της Τήνου των Καθολικών, κάπου στη νοτιοδυτική Γαλλία. Σε αντίθεση με τα άλλα μέλη του γκρουπ, η ίδια δεν μοιάζει να βασίζει και πολλές ελπίδες στη χάρη της Παναγίας της Λούρδης. Συμμετέχει κυρίως γιατί είναι μια από τις λίγες ευκαιρίες που της δίνονται να ταξιδέψει, να δει τον κόσμο, να γνωρίσει ανθρώπους. Σταδιακά, αυτό το τόσο διαφορετικό πλάσμα μάς γίνεται ολοένα και πιο οικείο. Η Κριστίν δεν είναι παρά ένας απλός, πρακτικός άνθρωπος, που μοιάζει να έχει ανοσία σε οτιδήποτε το μεταφυσικό. Η οποιαδήποτε απλή, καθημερινή χαρά μοιάζει να της αρκεί. Το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι η αποδοχή της κατάστασης, όπως της λέει κι ένας ιερέας, προφανώς ανήμπορος να προσφέρει τίποτα καλύτερο. Αυτό βέβαια καθόλου δεν εμποδίζει την άνθηση μιας γιγαντιαίας μπίζνας. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα με σουβενίρ παναγίτσες σε όλα τα μεγέθη και χρώματα, «ιαματικά» λουτρά, ναοί με το παγκάρι σε περίοπτη θέση, μέχρι και γραφείο πιστοποίησης θαυμάτων. Ένα σκηνικό που η Χάουσνερ καταγράφει με τη συνήθη αποστασιοποίησή της, αλλά και μια δόση ειρωνείας που θυμίζει Μπουνιουέλ. Η ταινία της, ισορροπώντας πάντα επιδέξια σε μια λεπτή αμφίσημη γραμμή, καταφέρνει να είναι ταυτοχρόνως τρία τουλάχιστον πράγματα: κινηματογραφικό δοκίμιο για την θρησκευτική πίστη και την μεταφυσική ελπίδα στο θαύμα, ανθρωποκεντρική ντοκιμαντεριστική προσέγγιση στο ζήτημα της αναπηρίας, που καταφέρνει να μας φέρει κοντά και να μας εξοικειώσει με τις ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά και τις δεξιότητες ενός παραπληγικού ατόμου, και τέλος οξυδερκές κοινωνικό σχόλιο για τις συγκαταβατικές, υποκριτικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες της υλικής ευμάρειας και της πλήρους αποπνευματοποίησης. Κι όλ’ αυτά δοσμένα μ’ ένα τρόπο αφαιρετικό και υπόγειο, μια αφήγηση βραδυφλεγή και λιτή, που σταδιακά και ανεπαίσθητα δημιουργεί μια σωρευτική αγωνία στο θεατή, με όλη αυτή την τελετουργία του τίποτα που καταγράφει, μια τελετουργία που δείχνει όμως να κρύβει πολλά. Σιγά-σιγά η κάθε λεπτομέρεια αρχίζει να παίρνει διαστάσεις σημαντικές, αρχίζει να αποκτά νόημα, να σημαίνει, όχι απαραιτήτως το ίδιο για τον κάθε θεατή – και αυτή η πολυσημία είναι ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της ταινίας – αλλά πάντως να σημαίνει. Για να φτάσουμε τελικά στο συγκλονιστικό φινάλε, όπου βέβαια όλα μένουν ανοιχτά - ήταν θαύμα; Δεν ήταν; - κι οι θεατές απομένουν με μια σειρά από απορίες κι αποχωρούν από την αίθουσα δυσανασχετώντας ίσως που δεν τους δόθηκε μια σαφής απάντηση, όμως τις απαντήσεις τελικά δεν τις δίνουν οι ταινίες, τις δίνουν οι άνθρωποι, ο καθένας για τον εαυτό του. Οι ταινίες κρατούν απλώς έναν καθρέφτη όπου κοιταζόμαστε. Και ο καθρέφτης της Χάουσνερ είναι διαυγής και αμείλικτος.


****


1.5.10

ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ


LEONERA

Σκηνοθεσία: Πάμπλο Τραπέρο
Παίζουν: Μαρτίνα Γκούσμαν, Έλι Μεδέιρος, Λάουρα Γκαρθία

Αργεντινή, 2008. Διάρκεια: 113΄


Ο συνήθης συνειρμός όταν ακούει κανείς για ταινία σε γυναικείες φυλακές είναι το ελαφρύ πορνό, και μάλιστα με έντονα λεσβιακό χαρακτήρα και σαδομαζό αποχρώσεις. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στον κινηματογράφο οι κρατούμενες είναι εύκολα θύματα για εκμετάλλευση. Προσφέρονται για ερεθιστικό θέαμα. Κι αν τυχόν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να εκτεθεί πολύ, μπορεί να το γυρίσει σε σκληρή περιπέτεια. Ή σε κραυγαλέο μελόδραμα. Ακόμα όμως και με έντονη την επίφαση του «κοινωνικού προβληματισμού», ή της καταγγελίας (ωραίο άλλοθι κι αυτό), ο exploitative, εκμεταλλευτικός χαρακτήρας παραμένει. Ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι που λείπει από την εξαιρετική ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Παρότι πρόκειται για μια ακραία ιστορία με έντονα συναισθήματα, την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που παρασύρεται σε μια υπόθεση δολοφονίας, γεννά μέσα στη φυλακή και αργότερα αγωνίζεται να κρατήσει την κηδεμονία του παιδιού της, ο σκηνοθέτης δεν αποσκοπεί ούτε στην εύκολη συγκίνηση του θεατή, ούτε πολύ περισσότερο στον ερεθισμό του. Τα πράγματα παρουσιάζονται με απλότητα και φυσικότητα. Οι κρατούμενοι, ακόμα κι οι δολοφόνοι, είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ίδιες ανάγκες έχουμε όλοι. Και πιθανότατα όλοι θα μπορούσαμε, κάτω φυσικά από τις κατάλληλες συνθήκες, να βρεθούμε στη θέση τους. Και βέβαια, μια μάνα είναι πάντα μια μάνα. Είτε είναι ένοχη δολοφονίας είτε όχι. Είτε βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, είτε έξω απ’ αυτή, περιορισμένη πάντως από τις εκάστοτε συμβάσεις της κοινωνίας. Η κάμερα απλώς καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με προσοχή και προσήλωση, όχι όμως και ψυχρότητα. Αφουγκράζεται με ευαισθησία. Και αφήνει τα συμπεράσματα στον θεατή. Κι αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη μεγάλη αρετή της. Δεν επεξηγεί, δεν δραματοποιεί, δεν εκβιάζει σκέψεις ή συναισθήματα. Όταν δείχνει για παράδειγμα ένα χάδι, δεν πλησιάζει την κάμερα υπερβολικά για να δούμε πόσο τρυφερό ή όμορφο είναι. Όλοι ξέρουμε ότι τα χάδια είναι τρυφερά και όμορφα. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ούτε προσθέτει από πίσω μελιστάλαχτη μουσική για να μας κάνει να νιώσουμε τρυφερότητα σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ. Μας αφήνει ελεύθερους να νιώσουμε ό,τι θέλουμε. Ούτε έχει πολλά λόγια και επεξηγηματικούς διαλόγους. Όποιος έχει μάτια βλέπει. Κι όποιος έχει φαντασία φαντάζεται. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρωπιστικό σ’ αυτή τη στάση, κάτι που αφορά στην αντιμετώπιση από τους δημιουργούς της ταινίας τόσο των ηρώων της, και κυρίως της γοητευτικής και περήφανης κεντρικής ηρωίδας-μάνας, όσο και των θεατών της. Η ταινία σέβεται και τους μεν και τους δε. Προσεγγίζει τις πρωταγωνίστριές της με ενδιαφέρον και κατανόηση, χωρίς όμως διάθεση ούτε να τις ηρωοποιήσει, ούτε να εκμεταλλευτεί τα πάθη ή τα προβλήματά τους. Από την άλλη, αντιμετωπίζει τους θεατές ως νοήμονες ανθρώπους, ικανούς να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματά τους. Δεν τους τα υπαγορεύει. Ασκεί την υψηλή τέχνη του υπονοούμενου, της αφηγηματικής έλλειψης, του κενού που εμείς καλούμαστε να συμπληρώσουμε. Σεβασμός στον άνθρωπο, σεβασμός στον θεατή. Μεγάλη υπόθεση.

****