30.9.09

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ


L’ EMPREINTE DE L’ ANGE

Σκηνοθεσία: Σαφί Νεμπού
Παίζουν: Κατρίν Φροτ, Σαντρίν Μπονέρ
Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 95΄

Κάτι μεταξύ ψυχολογικού θρίλερ α λα Χίτσκοκ, μητρικού μελοδράματος και τηλεοπτικής κοινωνικής ταινίας για προβληματισμό, αυτή η γαλλική ταινία, η οποία βασίζει πολλά στη χημεία και την αλληλεπίδραση των δυο σπουδαίων πρωταγωνιστριών της, δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει σε ένα εμπορικό κέντρο. Η ηρωίδα της, η σαρανταπεντάρα υπάλληλος φαρμακείου Έλσα, διαζευγμένη με ένα δεκάχρονο γιο, περιδιαβάζει σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό σύμβολο του καπιταλισμού. Αργότερα, σε κάποιο πάρτι όπου συνοδεύει το γιο της, θα δει ένα επτάχρονο κοριτσάκι που, για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο, θα την εντυπωσιάσει και θα μιλήσει κατά κάποιο μυστήριο τρόπο στην ψυχή της. Σύντομα θα αναπτύξει μια παράξενη εμμονή γι’ αυτό. Κάτι σαν το «Θάνατο στη Βενετία» στην γυναικεία εκδοχή του. Αφού μάθει από το γιο της το όνομά της, θα επιχειρήσει να γνωρίσει την οικογένειά της, και με πρόσχημα τα παιχνίδια του γιου της με τον αδελφό του κοριτσιού, θα προσπαθήσει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί της. Σύντομα, η Κλερ, η μητέρα του κοριτσιού, θα αντιληφθεί ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει…
Η ταινία θα χάσει πάρα πολύ από τη δύναμή της αν αποκαλύψουμε οτιδήποτε περισσότερο, πρόκειται πάντως για μια ιδιαίτερα βραδύκαυστη ταινία, που οικοδομεί αργά-αργά ένα κλίμα έντασης, μυστηρίου και επικείμενης απειλής, ποντάροντας αρκετά πάνω στο οικείο μοτίβο της «παραβίασης της οικογενειακής ειρήνης». Η Έλσα παλινδρομεί μεταξύ μητρικής αγάπης, έρωτα, κτητικότητας και τρέλας, σταδιακά όμως συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ο μόνος αμφιλεγόμενος χαρακτήρας κι ότι κάτι ίσως κρύβεται πίσω από τη φαινομενική ευτυχία και ισορροπία και της Κλερ. Κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό. Οι χιτσκοκικές τεχνικές δημιουργίας σασπένς έχουν την τιμητική τους, συχνά όμως παραμένοντας στο επίπεδο της φορμαλιστικής άσκησης, αφού δεν καταφέρνουν να φορτίσουν «το τετράγωνο της οθόνης με συγκίνηση», για να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του μετρ του σασπένς. Όπως χαρακτηριστικά γράφει και ο cheaplog στο Movies for the Masses, όταν η τεχνική απομένει κενή περιεχομένου, γίνονται… «Όλα μέρος ενός μοτίβου που μπορεί να πάρει το μυστήριο της αποτρίχωσης πατουσών και να το βγάλει στις αίθουσες». Αυτό που τελικά ανταμείβει το θεατή είναι το ανατρεπτικό φινάλε, που τοποθετεί το ζήτημα της κηδεμονίας των παιδιών πάνω στο μοναδικό ίσως άξονα που αναγνωρίζει ο καπιταλισμός: τον άξονα της ιδιοκτησίας…

**


14.9.09

ΜΑΡΤΥΡΕΣ


MARTYRS

Σκηνοθεσία: Πασκάλ Λοζιέ
Παίζουν: Μιλέν Ζαμπανοΐ, Μορζανά Αλαουΐ
Γαλλία/Καναδάς, 2008. Διάρκεια: 99΄

Εδώ έχουμε ένα θρίλερ σίγουρα ακατάλληλο για το γενικό, «ανυποψίαστο» κοινό, που απαιτεί γερό στομάχι για την παρακολούθησή του. Πρόκειται για ένα σπλάτερ «στιβαρό», και όταν λέμε «στιβαρό» εννοούμε ότι δεν φτιάχτηκε μόνο για να προκαλεί εφηβικά γέλια, ούτε με αυτοσκοπό του την προβολή αηδιαστικών σκηνών ωμής βίας. Όπως κάθε θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του, καταφέρνει μέσω της ατμόσφαιρας και της θεματολογίας του να κατασκευάσει έναν λόγο μεταφορικό, ένα ξεχωριστό σύμπαν, που να συσχετίζεται όμως με τρόπο παραγωγικό και ενδιαφέροντα με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε. Απαραίτητη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε τις συσχετίσεις. Αλλιώς και η καλύτερη ταινία απομένει κενή φορμαλιστική άσκηση. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται η έννοια του βασανιστηρίου, την οποία συσχετίζει με την έννοια του μαρτυρίου. Πρωταγωνιστούν δυο φίλες, η Λούσι και η Άννα. Η Λούσι, όταν ήταν παιδί, έπεσε θύμα μιας σπείρας βασανιστών, από τους οποίους κατάφερε τελικά να ξεφύγει, για να βρει στη συνέχεια θαλπωρή σε ένα ίδρυμα για κακοποιημένα παιδιά, όπου γνωρίστηκε με την Άννα. Η Λούσι κατατρέχεται από ψυχωσικές κρίσεις στις οποίες βλέπει ένα ανθρωπόμορφο βασανισμένο πλάσμα, το οποίο ήταν επίσης φυλακισμένο μαζί της, να την κυνηγά και να της ζητά το λόγο γιατί δεν το ελευθέρωσε κι αυτό. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Λούσι, με τη βοήθεια της αδελφικής της φίλης Άννας, θα ψάξει να βρει τους βασανιστές της, αναζητώντας εκδίκηση και λύτρωση. Η συνέχεια όμως θα είναι πολύ φρικιαστικότερη απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί… Πρόκειται για μια ταινία πραγματικά πολύ τρομακτική, που κατάφερε να προκαλέσει ανατριχίλες σε όλο το μήκος του κορμιού μου αρκετές φορές. Ο κριτικός των καθωσπρέπει Times του Λονδίνου έγραψε ότι ένα τέτοιο «σκουπίδι» αποδεικνύει ότι «κάτι είναι σάπιο στην Γαλλία». Προφανώς ο άνθρωπος αγνοεί ότι ταινίες με υπερβολικά μεγάλες δόσεις τρόμου και βίας είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς σε ολόκληρο τον κόσμο, παράγονται δε κατά κόρον και στο Χόλιγουντ. Μάλλον επομένως «κάτι είναι σάπιο» σε ολόκληρο τον πολιτισμό μας εν γένει. Κάποιοι χαρακτήρισαν την ταινία «πορνό τρόμου», προφανώς αγνοώντας ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την ταινία. Όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο «Βασανιστήρια και εξουσία» του Κυριάκου Σιμόπουλου ή στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Αμνηστίας για του λόγου το αληθές. Η ταινία βέβαια εκφέρει, όπως προαναφέραμε, λόγο μεταφορικό. Η κοινωνία και η πολιτική είναι τόσο κραυγαλέα απούσες από την ταινία, που αναρωτιέται κανείς τι μπορεί τελικά να σημαίνει αυτή η απουσία. Το τελικό τμήμα της, που είναι και το λιγότερο πειστικό, παραπέμπει ευθέως στη μεταφυσική. Το βασανιστήριο μετατρέπεται σε μαρτύριο. Η βασανιζόμενη παίρνει τη μορφή της Ζαν ντ’ Αρκ (σαφής η παραπομπή στο αριστούργημα του Ντράγερ), γίνεται μια ηρωικά θυσιαζόμενη μορφή, της οποίας όμως το μαρτύριο απομένει άνευ λόγου και αιτίας. Ίσως αυτό ακριβώς το αξιακό κενό να αποτελεί και το βαθύτερο νόημα της ταινίας. Η κουστωδία των κοστουμαρισμένων γηραιών κυρίων που κάνει την εμφάνισή της στο τέλος παραπέμπει ίσως στην άρχουσα τάξη του κόσμου μας. Μια ομάδα ανθρώπων αποστεγνωμένων από κάθε συναίσθημα, παραδομένων – ελλείψει ιδανικών και αξιών που να δίνει κάποιο νόημα στη ζωή τους – στο φόβο του θανάτου. Για όποιον θέλει να το ψάξει προς την κατεύθυνση αυτή, παραπέμπω στο μυθιστόρημα του Γιώργου Μανιώτη «Το άχρηστο βιβλίο».

****