29.12.06

DÉJÀ VU


Σκηνοθεσία: Τόνι Σκοτ

Παίζουν: Ντένζελ Ουάσινγκτον, Βαλ Κίλμερ, Τζιμ Καβίζελ


Τυπική χολιγουντιανή αστυνομική ταινία, το Déjà vu κερδίζει την προσοχή του θεατή όχι μόνο χάρη στους σβέλτους και καλοκουρδισμένους ρυθμούς του, αλλά και εξαιτίας της πινελιάς τεχνολογικού φουτουρισμού που το χαρακτηρίζει. Συγκεκριμένα, η πλοκή αναφέρεται στις προσπάθειες ενός επίλεκτου αστυνομικού σώματος να εξιχνιάσει μια τρομοκρατική επίθεση σε ποταμόπλοιο, χρησιμοποιώντας μια νέα εφεύρεση, η οποία αξιοποιεί δεδομένα από δορυφόρους, τις πολυάριθμες κάμερες παρακολούθησης που βρίσκονται στους δημόσιους χώρους, αλλά και μετρήσεις των μεταβολών των διάφορων ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, για να ανασυνθέσει ψηφιακά την εικόνα του παρελθόντος, και συγκεκριμένα 4 μέρες και 6 ώρες πριν από το παρόν. Χάρη στους κλασσικούς μηχανισμούς άρσης της δυσπιστίας, οι οποίοι λειτουργούν άψογα για άλλη μια φορά, το εύρημα μοιάζει τόσο πιστευτό, που ο θεατής αρχίζει ν’ αναρωτιέται ανήσυχος μήπως οι Αμερικάνοι έχουν ήδη στα σκαριά κάποιο παρόμοιο σύστημα παρακολούθησης. Κατά τ’ άλλα, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον ερμηνεύει τον μοναχικό δαιμόνιο αστυνομικό με φλέγμα και αέρα, η ατμόσφαιρα διακρίνεται από μια αύρα μελαγχολίας και φιλοσοφικού ρεμβασμού, ενώ ένας αδιόρατος ερωτισμός συμβάλλει κι αυτός στην επιτυχία του όλου εγχειρήματος, το οποίο, αν και δύσκολα θα συμπεριληφθεί στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, σέβεται και ικανοποιεί απόλυτα τον συνειδητοποιημένο θεατή.

24.12.06

WORLD TRADE CENTER


ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

Σκηνοθεσία: Όλιβερ Στόουν
Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Μάικλ Πένια, Μαρία Μπέλο, Στίβεν Ντορφ


Ο Όλιβερ Στόουν είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, ο οποίος βάσισε τη φήμη του όχι τόσο στις αδιαμφισβήτητες σκηνοθετικές του ικανότητες, όσο στους αμφιλεγόμενους χειρισμούς πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων. Επειδή, όμως, «ου γαρ έρχεται μόνον», ο 66χρονος πλέον δεξιοτέχνης του Talk Radio και του U-Turn και ο κοινωνικός ταραξίας του Natural Born Killers και του JFK, έχει δώσει τη θέση του στον γλυκανάλατο νοσταλγό του Αλέξανδρου και τον άνευρο αισθηματία των Δίδυμων Πύργων.

Δεν ισχυριζόμαστε, βέβαια, ότι η παρούσα ταινία έχει τα χάλια του Αλέξανδρου, όχι, είναι σκηνοθετικά τουλάχιστον επαρκής, βλέπεται άνετα, αλλά ο Στόουν χειρίζεται το θέμα του με μια απογοητευτική έλλειψη πρωτοτυπίας. Από το όλο σύνολο των συνταρακτικών συμβάντων της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου επιλέγει να εστιάσει αποκλειστικά σε δυο αστυνομικούς οι οποίοι εγκλωβίζονται στα χαλάσματα των Δίδυμων Πύργων, στις προσπάθειες των σωστικών συνεργείων να τους απεγκλωβίσουν, καθώς και στην αγωνία και τα προβλήματα των οικογενειών τους. Το τελικό μήνυμα; Πολύ πρωτότυπο: «Ενωμένοι μπορούμε να αντέξουμε τα πάντα».

Εντυπωσιάζει η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους δράστες, το όλο περιστατικό αντιμετωπίζεται σαν φυσική καταστροφή, με αποτέλεσμα την πλήρη συσκότιση των κοινωνικοπολιτικών αιτίων, ενώ εκεί που δίνει ρέστα ο Στόουν είναι στην σε βαθμό γελοιότητας αγιογραφική απεικόνιση ενός βετεράνου πεζοναύτη ο οποίος εμφανίζεται από το πουθενά σε αποστολή από την Παναγία (!) να σώσει τους εγκλωβισμένους. God Save the Marines!

21.12.06

Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ


ERES MI HEROE / MY HERO

Σκηνοθεσία: Αντόνιο Κουάντρι
Παίζουν: Μανουέλ Λοζάνο, Τόνι Κάντο, Φέλιξ Λόπεζ
Ισπανία, 2003. Διάρκεια: 97΄

Υπόθεση: Σαραγόσα, 1975. Ο 13χρονος Ραμόν είναι υποχρεωμένος να αλλάζει περιβάλλον κάθε χρόνο, λόγω των συχνών μεταθέσεων του πατέρα του. Σε κάθε καινούριο σχολείο, όμως, έχει να δαμάσει μια κόλαση από εχθρικούς συμμαθητές, οι οποίο βγάζουν πάνω του τα επιθετικά και εξουσιαστικά τους ένστικτα. Την ώρα που το καθεστώς του Φράνκο κλονίζεται και οι πολιτικές διαμάχες οξύνονται, ο Ραμόν αγωνίζεται για μια ακόμη φορά να κάνει φίλους, να αποδείξει την αξία του και να κερδίσει την προσοχή του κοριτσιού που κάνει, για πρώτη φορά στη ζωή του, την καρδιά του να χτυπά δυνατά.

Ισπανική κοινωνική ταινία, που παρότι δεν αποφεύγει τα κλισέ, καταφέρνει αισθητικά να τους προσδώσει ένα φρέσκο λουκ, ενώ η τιμιότητα της ματιάς της, σε συνδυασμό με τις άψογες ερμηνείες των έφηβων πρωταγωνιστών της, κερδίζει συναισθηματικά 100% τον θεατή.

Μερικοί περάσαν τόσο δυσάρεστη εφηβεία, που δεν θέλουν καν να τη θυμούνται. Δεν μπορώ να πω πως κι η δική μου ήταν ο ορισμός της ευτυχίας. Ασκεί όμως από τότε πάνω μου μια γοητεία έντονη και παράξενη. Η ένταση των συναισθημάτων που ένιωσα τότε με καθόρισαν. Κάθε ευκαιρία που μου δίνεται να τα ξαναθυμηθώ είναι για μένα μια μικρή απόλαυση. Και υποπτεύομαι πως δεν είμαι ο μόνος. Φαίνεται, τελικά, πως η εφηβεία αποτελεί μια πανανθρώπινη ιεροτελεστία με περιεχόμενο νομοτελειακά καθορισμένο. Όλοι μας θα ερωτευθούμε, όλοι μας θα κάνουμε φιλίες τις οποίες θα πιστέψουμε για ισόβιες, όλοι μας θα κληθούμε να αποδείξουμε τον εαυτό μας και την αξία μας ενώπιον των άλλων. Ίσως, τελικά, η εφηβεία να μην είναι τίποτα άλλο παρά η συμπύκνωση όλων των κλισέ της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό και οι ταινίες με θέμα την εφηβεία πάσχουν πολύ συχνά από το ίδιο σύμπτωμα: Συσσώρευση όλων αυτών των κλισέ και απόλυτη προβλεψιμότητα. Η συγκεκριμένη ταινία, αν και δεν αποφεύγει πλήρως την μπανανόφλουδα, καταφέρνει, θα λέγαμε, να κρατήσει μια λεπτή ισορροπία. Και, το κυριότερο, καταφέρνει άνετα κι αθόρυβα να ανακαλέσει τα συναισθήματα που νιώθει κανείς στην εφηβεία, την αίσθηση που έχει, τις διαμάχες που διεξάγονται μέσα του. Για μένα, αυτή και μόνο η ανάκληση έχει μεγάλη αξία. Μακάρι όλοι μας να μην λησμονούσαμε ποτέ τον έφηβο εαυτό μας. Τον ιδεαλιστή, τον αμφισβητία, τον ευαίσθητο, τον αισθηματία. Ίσως τότε ο κόσμος να ήταν λίγο καλύτερος…

ΒΑΘΜΟΣ: ***


(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 754)

20.12.06

MY SUPER EX-GIRLFRIEND


Σκηνοθεσία: Άιβαν Ράιτμαν

Παίζουν: Ούμα Θέρμαν, Λιουκ Ουίλσον, Άννα Φάρις, Έντι Ίζαρντ


Το πρόβλημα με τις κωμωδίες είναι ότι σχεδόν κανένας δεν τις παίρνει σοβαρά. Ακούγεται οξύμωρο, χρειάζεται όμως να κάτσεις να σκεφτείς, να κάνεις τους συσχετισμούς, ώστε να πιάσεις το υπονοούμενο, αυτό που κρύβεται από πίσω, για να γελάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα σου απομείνουν μόνο τα οπτικά γκαγκ τύπου «τουρτοπόλεμος», «γλιστράει και πέφτει σε βαρέλι με νέφτι», και τα συναφή. Περιέργως, το λεπτό αυτό σημείο δεν φαίνεται να το έχει πιάσει η πλειονότητα των κριτικών, η οποία αντιμετώπισε την ταινία του Ράιτμαν σαν μια κωμωδιούλα για μια νευρωτική υπερηρωίδα. Αυτό όμως δεν είναι παρά το προφανές θέμα. Η κορυφή του παγόβουνου. Και θα συμφωνήσω ότι δεν είναι και πολύ αστείο. Το ενδιαφέρον κομμάτι αρχίζει από τη στιγμή που παίρνουν μπροστά οι συσχετισμοί: Πόσοι από μας τους άντρες δεν ονειρεύτηκαν μια γυναικάρα στο πλευρό τους, και πόσοι από μας δεν απέρριψαν μια τέτοια σκέψη ως ανεδαφική; Πόσες γυναίκες δεν ευχήθηκαν να ήταν δυνατότερες από τους άντρες, και πόσες δεν θα ήθελαν να στρέψουν μια τέτοια δύναμη εναντίον των αντρών που τις απέρριψαν; Η ταινία είναι λοιπόν αστεία ακριβώς επειδή ενσωματώνει δημοφιλείς φαντασιώσεις σε καθημερινές καταστάσεις. Ο δε σεναριογράφος της Νταν Πέιν προέρχεται από το επιτελείο των Simpsons, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Ράιτμαν σκηνοθετεί σαν κολλημένος στα περασμένα μεγαλεία των Ghostbusters, οι ερμηνείες όμως έχουν πολύ ενδιαφέρον, με τον Ουίλσον να πασχίζει να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τον άχρωμο και άτολμο μέσο ανθρωπάκο και την Ούμα Θέρμαν, αρχέτυπο της σύγχρονης γυναικάρας, να προσθέτει σταλάγματα σεξουαλικής νεύρωσης τύπου Μάρως Κοντού σε ταινία του ’60 στο ατσαλένιο πανυπερτέλειο προφίλ της. Trés magnifique!

13.12.06

ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΖΩΗ


RIZE

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λασαπέλ
Παίζουν: Τόμι ο Κλόουν, Ντράγκον, Λα Νίνια, Μις Πρίσι
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 86΄


Ντοκιμαντέρ για ένα χορευτικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις φτωχογειτονιές του Λος Άντζελες τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για το clowning και το συγγενή του επίγονο krumping, παραφυάδες του hip-hop, που εντυπωσιάζουν για το νεύρο, την ταχύτητα και την τελετουργική διάσταση στις χορευτικές τους φιγούρες.

Οι ρίζες του κινήματος εντοπίζονται στον απόηχο των ταραχών που επακολούθησαν τον μέχρι θανάτου ξυλοδαρμό του Ρόντνι Κινγκ από αστυνομικούς το 1992. Ο πρόσφατα αποφυλακισθείς Τομ Τζόνσον, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, εργάζεται ως κλόουν σε παιδικά πάρτι. Εκεί επινοεί το νέο χορευτικό είδος, το οποίο συνδυάζεται με βάψιμο του προσώπου και ενίοτε και με αμφίεση κλόουν. Το είδος μεταλαμπαδεύεται από τα παιδιά στους εφήβους κι από κει στους νεαρούς ενήλικες των streetgangs, πολλοί από τους οποίους ανακαλύπτουν μια νέα «αθωότητα» και μετατρέπουν την οργή και την απογοήτευση από τη ζωή τους στο γκέτο σε τολμηρές χορευτικές φιγούρες. Το clowning μετατρέπεται έτσι στην πιο «ενήλικη» εκδοχή του, το krumping, όπου η έμφαση μετατοπίζεται πλέον σε ένα τελετουργικό που θυμίζει μάχες μεταξύ αντίπαλων συμμοριών και σε κινήσεις που παραπέμπουν έντονα σε βίαιες σώμα με σώμα συγκρούσεις.

Ο σκηνοθέτης διαφημίσεων και βίντεο-κλιπ Ντέιβιντ Λασαπέλ επιτρέπει στην κάμερά του να καταγράψει όλες τις εντυπωσιακές φιγούρες των νεαρών χορευτών, επιχειρεί όμως να διεισδύσει και λίγο βαθύτερα: Συσχετίζει το κίνημα με το βίαιο παρελθόν της ζωής στα γκέτο των μαύρων, αλλά και με παγανιστικές τελετές της «μητέρας» Αφρικής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δείχνει με σαφήνεια πως η τέχνη μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από τρόπος έκφρασης των βαριεστημένων ελίτ, πως μπορεί να πηγάζει από τον απλό κόσμο και όχι να υπαγορεύεται από τα ΜΜΕ, και πως όταν εκφράζει γνήσια αυτόν τον κόσμο, τότε μπορεί δυνητικά να αποτελεί πραγματικό διέξοδο από προβλήματα όπως η βιαία συμπεριφορά, τα ναρκωτικά, ή η έλλειψη νοήματος. Ακούγεται βαρύγδουπο, αν όμως δείτε το ντοκιμαντέρ θα πειστείτε!

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 753)

8.12.06

ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΑ ΣΥΝΝΕΦΑ



TIAN BIAN YI DUO YUN / THE WAYWARD CLOUD

Σκηνοθεσία: Τσάι Μινγκ-Λιάν
Παίζουν: Λι Κανγκ-Σενγκ, Τσεν Σιάνγκ-Τσίι, Σουμόμο Γιοζακούρα
Ταϊβάν, 2005. Διάρκεια: 114΄

Σκηνή Νο1: Ένας άντρας, μια γυναίκα και ένα… καρπούζι κάνουν έρωτα. Σκηνή Νο2: Ο πρωταγωνιστής, φορώντας ένα καπέλο σε σχήμα… βάλανου, τραγουδά μέσα στα δημόσια ουρητήρια συνοδευόμενος από ένα πολύχρωμο γυναικείο μπαλέτο για τις… δύσκολές του στύσεις. Σκηνή Νο3: Το καπάκι ενός πλαστικού μπουκαλιού σφηνώνεται μέσα στο αιδοίο μιας πορνοστάρ που αυνανίζεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και ένα μέλος του συνεργείου προσπαθεί να το… εντοπίσει. Αυτές είναι εν συντομία μερικές από τις εικόνες που θα αντιμετωπίσετε σε μια από τις πιο αλλόκοτες και δυσερμήνευτες ταινίες που έχουμε δει ποτέ.


Πρόκειται για την τελευταία ταινία του 49χρονου ταϊβανέζου, με καταγωγή από τη Μαλαισία, Τσάι Μινγκ-Λιάν, ο οποίος είχε πρωτοπαρουσιαστεί στο κοινό της πόλης μας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2001, με το έργο του «Τι ώρα είναι εκεί». Στα «Ταξιδιάρικα Σύννεφα» (η ακριβής μετάφραση του κινέζικου τίτλου είναι «Ένα σύννεφο στην άκρη του ουρανού») χρησιμοποιεί το ίδιο πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας εκείνης προκειμένου να εμβαθύνει στη μόνιμη προβληματική του σχετικά με την αποξένωση, την αλλοτρίωση, και την απουσία νοήματος από τη σύγχρονη αστική ζωή και να επεκτείνει τις αισθητικές του αναζητήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλες, μακρινές λήψεις υπό γωνία, απουσία διαλόγων, μινιμαλιστική αφήγηση και μεγενθυμένη, συμβολική χρήση διαφόρων αντικειμένων. Σε συνέχεια, λοιπόν, του «Τι ώρα είναι εκεί», η ηρωίδα επιστρέφει από το Παρίσι εν μέσω θέρους και ανομβρίας σε μια ερημωμένη και ξερή Ταϊπέι και συναντά τον παλιό της φίλο, ο οποίος δεν είναι πλέον πλανόδιος πωλητής ρολογιών, αλλά ηθοποιός σε πορνό, κάτι όμως που δεν της αποκαλύπτει. Η σχέση τους προχωρά με ρυθμούς σημειωτόν, ο εμφανής μεταξύ τους ερωτισμός παραμένει εν πολλοίς ανεπίδοτος, σε αντίθεση με τα πορνό γυρίσματα, τα οποία συνεχίζονται ακάθεκτα, σε πείσμα παροδικών προσκομμάτων, όπως το μάγκωμα του μπουκαλιού στο αιδοίο, οι δυσκολίες στύσης του πρωταγωνιστή, αλλά και η… ημιθανής πρωταγωνίστρια. Η ταινία διαθέτει και έναν φαινομενικά παράταιρο χαρακτήρα μιούζικαλ, καθώς διακόπτεται από πέντε συνολικά μουσικά ιντερλούδια, εξόχως χαριτωμένα, που φέρνουν στο νου κάτι από Ζακ Ντεμί, και ενίοτε Μπάσμπι Μπέρκλεϊ. Η σημασία τους είναι ομιχλώδης, όπως άλλωστε και το διά ταύτα ολόκληρης της ταινίας. Η τελική σκηνή πάντως, πραγματική σκηνή ανθολογίας για γερά στομάχια, ξεκαθαρίζει εν μέρει τα πράγματα. Ένας αριστουργηματικός κινηματογραφικός γρίφος.
Προσεχώς στο blog μια απόπειρα ερμηνευτικής ανάλυσης της ταινίας.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 752)

30.11.06

ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ



QING HONG / SHANGHAI DREAMS

Σκηνοθεσία: Γουάνγκ Ζιαοσουάι
Παίζουν: Τζάο Γιουανγιουάν, Γιάν Ανλιάν, Φαν Χονγκέν
Κίνα, 2005. Διάρκεια: 123΄

Υπόθεση: Η ζωή και τα προβλήματα μιας μαθήτριας Λυκείου που μεγαλώνει σε μια καταπιεστική και μάλλον καταθλιπτική κωμόπολη της κινεζικής ενδοχώρας, έχοντας επιπρόσθετα να υπομείνει και την ασφυκτική καθοδήγηση ενός δεσποτικού πατέρα.

Εξαιρετικά ευαίσθητο και καλαίσθητο κινεζικό κοινωνικό δράμα από τον σκηνοθέτη που μας είχε δώσει και «Το ποδήλατο του Πεκίνου», η «Ταραγμένη αγάπη» δεν περιορίζεται μόνο σε μια σειρά από ψυχολογικά πορτρέτα ακριβείας, αλλά προχωρά και σε μια κομψή και οξυδερκή κριτική καταγραφή της επαρχιακής ζωής στην Κίνα. Η ταινία βραβεύτηκε με το βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανών το 2005.


Η ταινία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αποκτώντας έτσι και μια νοσταλγική διάσταση. Οι ήρωές της είναι οικογένειες από την Σαγκάη, που ο Μάο υποχρέωσε να αποδημήσουν σε μια απόμακρη επαρχία της ενδοχώρας, για να υποστηρίξουν την εκεί βιομηχανική ανάπτυξη. Για τους ανθρώπους αυτούς, η αδράνεια και η μικρότητα της επαρχίας απέκτησε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς ποτέ δεν έπαψαν να ονειρεύονται την επιστροφή τους στο πάτριο αστικό περιβάλλον. Πέρα απ’ όλα αυτά, η συμπαθέστατη κεντρική ηρωίδα πρέπει να υπομείνει και έναν αυστηρό, ανασφαλή πατέρα, που έχει μάθει να εκφράζει όλη του την έγνοια για την κόρη του με έναν τρόπο αυταρχικό και απόλυτο. Ανθρώπινος τύπος πολύ οικείος νομίζουμε και για μας τους Έλληνες, αποτελεί, υπό τις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες, πρώτης τάξεως υλικό για τραγωδία. Η ταινία, όμως, ξέρει να περιμένει. Αργά και μεθοδικά πλέκει τον ιστό όλων των πιέσεων (καθεστώς, σχολείο, γειτονιά, οικογένεια) που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην τραγική κατάληξη. Το σκηνοθετικό στιλ βασίζεται σε στατικά, μάλλον αφαιρετικά πλάνα εξαιρετικής εικαστικής σύνθεσης, σε ερμηνείες λεπτών αποχρώσεων και σε μια βαριά, σκοτεινή και βροχερή ατμόσφαιρα. Οι βραδυφλεγείς αφηγηματικοί ρυθμοί αρμόζουν στην περίσταση, αν και θα ήταν παράλειψη αν δεν εντοπίζαμε ένα εμφανές πλάτιασμα στο τελευταίο τέταρτο. Συνολικά, ένα φιλμ που εκπροσωπεί επάξια τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο της Κίνας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 751)

25.11.06

ΛΕΓΕ ΜΕ ΚΟΥΜΠΡΙΚ



COLOUR ME KUBRICK

Σκηνοθεσία: Μπράιαν Κουκ
Παίζουν: Τζον Μάλκοβιτς, Ρίτσαρντ Γκραντ, Τζιμ Ντέιβιντσον
Βρετανία, 2005. Διάρκεια: 86΄

Στην αρχή των ’90s ένας επιτήδειος απατεώνας αναστάτωνε το κοσμικό Λονδίνο ισχυριζόμενος ότι ήταν ο Στάνλεϊ Κούμπρικ. Ο Άλαν Κόνγουεϊ διείσδυσε στις κρεβατοκάμαρες ουκ ολίγον φερέλπιδων σταρ της μεγάλης οθόνης και φόρτωσε μέχρι τελικού ορίου τις πιστωτικές κάρτες άλλων τόσων επίδοξων παραγωγών, πριν εν τέλει συλληφθεί από την Μητροπολιτική Αστυνομία.


Την ιστορία του Άλαν Κόνγουεϊ διηγούνται, χωρίς βέβαια να δεσμεύονται ιδιαίτερα από τα πραγματικά γεγονότα, οι πλέον ειδήμονες: Ο σεναριογράφος Άντονι Φρίγουιν, παλιό μέλος της ερευνητικής ομάδας του Κούμπρικ, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει και την αρχική έρευνα για τον πραγματικό Άλαν Κόνγουεϊ για λογαριασμό του Στάνλεϊ Κούμπρικ και ο σκηνοθέτης Μπράιαν Κουκ, βοηθός και δεξί χέρι του Κούμπρικ σε ταινίες όπως Η λάμψη και τα Μάτια ερμητικά κλειστά. Το αποτέλεσμα είναι μια πανέξυπνη και διασκεδαστικότατη «μικρή» ταινία, που δεν φιλοδοξεί να στείλει κανένα βαρύγδουπο μήνυμα στην ανθρωπότητα, ούτε να μείνει στην παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία, καταφέρνει όμως να μας προσφέρει 86 λεπτά ερεθιστικής για το μυαλό ψυχαγωγίας.

Μέγιστη συμβολή στο αποτέλεσμα έχει ο Τζον Μάλκοβιτς, στην απολαυστικότερη ίσως ερμηνεία της πολυκύμαντης καριέρας του, γεμάτη από τα χαρακτηριστικά του παιχνιδίσματα των χειλιών, ευρηματικά σκέρτσα και χειρονομίες, κατά βούληση αλλαγές προφοράς και μια γκαρνταρόμπα που σπάει κόκαλα. Ύστερα είναι η ευρηματική, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αφήγηση, που διασπά την κυρίως δράση για να παρεμβάλλει διάφορες αντιδράσεις των εξαπατημένων, αστυνομικές και δημοσιογραφικές έρευνες και εξομολογήσεις, σε ένα σύνολο με έντονα κωμικές επιδράσεις. Σαρωτική είναι τέλος και η καυστική, πέρα από κάθε όριο πολιτικής ορθότητας, σάτιρα του κιτς, επιφανειακού και ματαιόδοξου κόσμου των γκέι. Σαν τελικό μπόνους της ταινίας προστίθενται οι αναφορές στο έργο του Κούμπρικ, μουσικές και όχι μόνο. Δείτε το σαν παιχνίδι – όποιος βρει τις περισσότερες κερδίζει. Μια μικρή απόλαυση…

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 750)

16.11.06

ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΠΑΠΙΑΣ



TEMPORADA DE PATOS

Σκηνοθεσία: Φερνάντο Εϊμπέκε
Παίζουν: Ντιέγκο Κατάνιο, Ντανιέλ Μιράντα, Ντάνι Περέα, Ενρίκε Αρεόλα
Μεξικό, 2004. Διάρκεια: 85΄


Κυριακή μεσημέρι σε μια μικροαστική συνοικία της Πόλης του Μεξικού. Δυο δεκατετράχρονοι φίλοι μένουν μόνοι στο σπίτι, παρέα με την παιχνιδοκονσόλα τους και μια τεράστια μπουκάλα αναψυκτικού. Τη ραθυμία τους διακόπτει πρώτα μια επίσκεψη νεαρής γειτόνισσας, η οποία ζητά να χρησιμοποιήσει το φούρνο τους, κι έπειτα μια αναπάντεχη διακοπή ρεύματος. Η παρέα μεγαλώνει, όταν η πίτσα που παρήγγειλαν παραδίδεται με… 11 δευτερόλεπτα καθυστέρηση, αυτοί αρνούνται να πληρώσουν κι ο πιτσαδόρος αρνείται να αποχωρήσει.

Επιστρέφουμε στις ταινίες μυθοπλασίας για να σας προτείνουμε μια ιδιαίτερη ταινία από το Μεξικό. Ιδιαίτερη γιατί, ενώ όλες οι ταινίες περιστρέφονται γύρω από κάτι, αυτή κάνει για θέμα της, φαινομενικά τουλάχιστον, το τίποτα. Ενώ οι περισσότερες ταινίες καταγράφουν δράση, αυτή φιλοδοξεί να καταγράψει την απουσία της. Το κενό, την αδράνεια. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι όλο αυτό το κενό το συσχετίζει με την εφηβική ηλικία. Όλοι μας θυμόμαστε λίγο-πολύ πως πρόκειται για την κατ’ εξοχήν ηλικία που γεμίζει με το τίποτα, με φαινομενικά ανούσια παιχνίδια, μια ηλικία βαρεμάρας, που κατά βάθος όμως μας συμβαίνουν τόσα πολλά. Ο νεαρός μεξικάνος σκηνοθέτης Εϊμπέκε φαίνεται να το γνωρίζει, η δε ικανότητά του στην αναπαράσταση της εφηβείας είναι πραγματικά μοναδική. Θα λέγαμε ότι μετά την πρόσφατη αναμπουμπούλα και την παραφιλολογία που ζήσαμε περί καταλήψεων και παραβατικών εφήβων στην Ελλάδα, αυτή η μικρή, ταπεινή, χαμηλού προϋπολογισμού ασπρόμαυρη ταινία έχει να μας πει πολλά. Αρκεί μόνο ο θεατής να είναι αρκετά υπομονετικός και προσεκτικός, ώστε να κάνει τις κατάλληλες συσχετίσεις. Εφιστούμε ιδιαίτερα την προσοχή σας στα λιγοστά στοιχεία που δίνονται για το ευρύτερο πλαίσιο που κινούνται οι τέσσερις χαρακτήρες (δυσλειτουργικές οικογένειες, φτώχια, ανεργία, μοναξιά), στην εικόνα του τίτλου, ένα κιτς κάδρο με πάπιες που πετούν, το οποίο κρέμεται στον τοίχο του σαλονιού κι όσο το κοιτούν, τόσο εντονότερα συμβολικές διαστάσεις προσλαμβάνει, καθώς και στα όσα συμβαίνουν στο τέλος, όπου πλέον ο ρυθμός επιταχύνεται. Η ταινία μπορεί άλλωστε να ειδωθεί και ως μια πραγματεία για το πέρασμα του χρόνου. Αξιόλογη δουλειά, που αξίζει την προσοχή σας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 749)

10.11.06

NEIL YOUNG: HEART OF GOLD


Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Ντέμι
ΗΠΑ (2006). Διάρκεια: 103΄

Η συναυλία που έδωσε ο Νιλ Γιανγκ τον Αύγουστο του 2005 στο Νάσβιλ, παρουσιάζοντας το νέο του άλμπουμ Prairie Wind, σκηνοθετημένη από έναν σκηνοθέτη της κλάσης του Τζόναθαν Ντέμι

Θα μείνουμε για άλλη μια βδομάδα μακριά από τον μυθοπλαστικό κινηματογράφο, για να σας προτείνουμε σήμερα μια ταινία με μια φαινομενικά πολύ απλή αποστολή: Να καταγράψει μια μουσική συναυλία. Αποστολή την οποία κάνει να δείχνει ακόμα πιο απλή η σκηνοθετική προσέγγιση του Τζόναθαν Ντέμι. Μια σειρά από στρατηγικά τοποθετημένες ακίνητες κάμερες καταγράφουν τα επί σκηνής δρώμενα, δίχως περιστροφές, δίχως χειροκίνητες λήψεις, δίχως ζουμαρίσματα. Ο φακός παραμένει στραμμένος στη σκηνή. Κανένα πλάνο από το κοινό. Μόνο ο ήχος από τα χειροκροτήματα και τις σποραδικές ενθουσιώδεις ιαχές. Μοντάζ αργό, ρυθμικό, που επιστρέφει κάθε τόσο στο τυπικό γενικό πλάνο. Στοιχειώδη πράγματα, θά ’λεγε κανείς. Κι όμως. Ο Ντέμι καταφέρνει να αποδώσει μαεστρικά το κλίμα της συγκεκριμένης συναυλίας και των τραγουδιών που ακούγονται.

Για ποια τραγούδια μιλάμε όμως; Ο Νιλ Γιανγκ, ταλαιπωρημένος από ένα πρόβλημα υγείας, εξηντάχρονος που φαντάζει ακόμα γηραιότερος, επιστρέφει στη θρυλική Νάσβιλ του Τενεσί μαζί με όλους τους παλιόφιλους με τους οποίους συνεργάζεται εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, και στο Ryman Auditorium, ένα συναυλιακό χώρο πραγματικά εντυπωσιακής ακουστικής, παρουσιάζει ένα άλμπουμ-αναδρομή και απολογισμό ζωής, μια κατάδυση στις μουσικές και βιολογικές του ρίζες. Δε χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός της κάντρι και της φολκ μουσικής για να νιώσει βαθιά μέσα του την αλήθεια, τη ζεστασιά και τη γνησιότητα του συγκεκριμένου έργου του Γιανγκ. Πρόκειται για μια συναυλία άψογα δουλεμένη, με ήχο πλήρως ακουστικό, και αρμονικότατα ακομπανιαμέντα, ένα άκουσμα απολαυστικό και εξαγνιστικό, που συνοδεύεται από λειτουργικότατα συρόμενα σκηνικά ταμπλό-βιβάν, τα οποία εναλλάσσονται, προσδίδοντας μια αυτοφυή κινηματογραφικότητα που παραπέμπει, σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Ντέμι, στα παλιά αθώα χρόνια του βωβού σινεμά.

Η ταινία μας έρχεται μαζί με όλα τα extras, φαινόμενο που δυστυχώς γίνεται όλο και σπανιότερο. Μη χάσετε το σπάνιο απόσπασμα από μια παλιά παρουσία του Γιανγκ στο Johnny Cash Show. Σας προτείνουμε τέλος να παρακολουθήσετε την ταινία επιλέγοντας υποτίτλους “English for the hearing impaired”, για να μπορείτε να διαβάζετε και τους στίχους των τραγουδιών, που έχουν πραγματικά πολύ ενδιαφέρον.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 748)

2.11.06

MY DATE WITH DREW


Σκηνοθεσία: Μπράιαν Χέρτσλινγκερ, Τζον Γκαν, Μπρετ Γουίν
ΗΠΑ (2003). Διάρκεια: 90΄

Ο Μπράιαν Χέρτσλινγκερ, νεαρός και άφραγκος επίδοξος σκηνοθέτης, νοικιάζει με δυο συμφοιτητές του απ’ τη σχολή κινηματογράφου μια ψηφιακή κάμερα και προσπαθεί να πραγματοποιήσει μέσα σ’ ένα μήνα το όνειρο του: Να βγει ραντεβού με την Ντρου Μπάριμορ.

Έχοντας αφομοιώσει δημιουργικά τις τεχνικές του Μάικλ Μουρ και του Μόργκαν Σπέρλοκ του Super Size Me, ο δαιμόνιος, νευρωτικός κι αλέγρος Χέρτσλινγκερ εκκινεί από ένα συνειδητά κενόδοξο εύρημα («30 μέρες. 1100 δολάρια. Ένα ραντεβού»), για να κλιμακώσει μεθοδικά την ταινία του σε μια διασκεδαστική, ανάλαφρη και ευρηματική φιλοσοφική ενατένιση του σύγχρονου «μιντιοκρατούμενου» κόσμου μας.

Φαινομενικά πρόκειται απλά για ένα διασκεδαστικό ντοκιμαντέρ (αν μπορεί να θεωρηθεί ντοκιμαντέρ μια ταινία η οποία προκαλεί τα γεγονότα τα οποία καλείται κατόπιν να καταγράψει). Ένας απλοϊκός νεαρός. Κάποιος ανάμεσά μας. Γεμάτος άγχη, φοβίες και μόνιμες αφραγκιές. Δεν γνωρίζει κανέναν στο Χόλιγουντ, έχει όμως ένα όνειρο: Να γνωρίσει τον παιδικό του έρωτα, την Ντρου Μπάριμορ. Οπλισμένος με μια νοικιασμένη βιντεοκάμερα και 1100 δολάρια που κέρδισε από τη συμμετοχή του σ’ ένα τηλεπαιχνίδι όπου η σωστή απάντηση ήταν «Ντρου Μπάριμορ», ο Χέρτσλινγκερ αποδύεται σ’ ένα κυνήγι φίλων και γνωστών, προσπαθώντας να ελέγξει την ορθότητα της αρχής των «έξι βαθμών διαχωρισμού». Ότι δηλαδή οποιοσδήποτε άνθρωπος στον πλανήτη μπορεί να γνωρίσει οποιονδήποτε άλλο, αν βρει έναν κοινό γνωστό ενός γνωστού ενός γνωστού ενός γνωστού επί έξι φορές. Ο κόσμος του Χόλιγουντ όμως αποδεικνύεται εξαιρετικά κλειστό σύστημα για τους κοινούς θνητούς. Η επιτυχία φαντάζει άκρως αμφίβολη.

Μπορεί κανείς να σταματήσει εδώ. Να αντιμετωπίσει δηλαδή την ταινία σαν μια διασκεδαστική αφήγηση της προσπάθειας ενός απλού ανθρώπου να κυνηγήσει το όνειρό του. Ο Χέρτσλινγκερ κι οι συνεργάτες του όμως, σίγουρα δεν είναι τόσο απλοϊκοί όσο θέλουν να δείχνουν… Παίζοντας με το σύνολο των συμβάσεων της χολιγουντιανής κινηματογραφικής αφήγησης, με ένα πλήθος αναφορών από τον σύγχρονο κόσμο των ΜΜΕ, καθώς και με μια σειρά από στερεότυπα πάνω στη διάκριση «κοινοί θνητοί – Αστέρες του Χόλιγουντ», η ταινία θίγει με διακριτικό τρόπο σημαντικά ζητήματα που έχουν ανακύψει με την εξάπλωση και κυριαρχία των ΜΜΕ και σχολιάζει με ένα κλείσιμο του ματιού την κουλτούρα της επιφανειακότητας που αυτά έχουν επιβάλλει. Συνολικά, μια εξαιρετική ταινία…

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη 747)

27.10.06

ABC AFRICA


Σκηνοθεσία: Αμπάς Κιαροστάμι
Παραγωγή: ΟΗΕ (2001). Διάρκεια: 85΄

Ένα οδοιπορικό του μεγάλου ιρανού σκηνοθέτη στη χτυπημένη από το AIDS Ουγκάντα.

Εν έτει 2000, ο Κιαροστάμι καλείται από το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD) του ΟΗΕ να επισκεφθεί την Ουγκάντα, προκειμένου να ετοιμάσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τα εκατομμύρια των ορφανών παιδιών της χώρας και τις προσπάθειες των ντόπιων γυναικών, οι οποίες έχουν συστήσει την UWESO (Ugandan Women Efforts to Save Orphans) για να τα σώσουν. Ο Κιαροστάμι επισκέπτεται αρχικά με δυο συνεργάτες του τη χώρα μόνο για μια πρώτη σύντομη ενημέρωση. Κρατά απλά κάποιες «σημειώσεις» με μια μικρή ψηφιακή βιντεοκάμερα. Τελικά, ο πειθαναγκαστικός μινιμαλιστής Κιαροστάμι ενημερώνει τον ΟΗΕ ότι δεν χρειάζεται άλλο ταξίδι ή χρήματα, κι ότι θα γυρίσει την ταινία με το υλικό που ήδη τράβηξε. Το τελικό αποτέλεσμα κινείται στις παρυφές του ντοκιμαντέρ, καθώς δεν εστιάζει στην πληροφόρηση, ούτε σε κανενός είδους κινητοποίηση του κοινού, αλλά μοιάζει περισσότερο μ’ ένα ποιητικό και συνάμα στοχαστικό ταξιδιωτικό οδοιπορικό, αρκούντως απορροφημένο από τους μόνιμους φορμαλιστικούς προβληματισμούς του σκηνοθέτη, που θέτει όμως ταυτόχρονα και μεγάλα ερωτηματικά για τη ζωή και τα προβλήματα της Ουγκάντας.

Ο Κιαροστάμι μοιάζει να συνεπαίρνεται από τη γοητεία, την αγνότητα, την αθωότητα των παιδικών προσώπων, την άρρηκτη σχέση των ντόπιων με τη μουσική και το χορό, την ομορφιά και τα έντονα χρώματα του φυσικού τοπίου. Σταδιακά, με το πέρασμα της ώρας, καθώς ολοένα και περισσότερο η κάμερά του εγκαταλείπει τις στημένες συνεντεύξεις και περιφέρεται φαινομενικά άσκοπα ανάμεσα στο ατέλειωτο παιχνιδιάρικο παιδομάνι, κοντοστέκεται στα κεφάτα χορευτικά τελετουργικά των κατοίκων και ατενίζει με θαυμασμό το πολύχρωμο, κατάφυτο φυσικό περιβάλλον, υπόρρητα σχηματίζεται το ερώτημα μήπως τελικά οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ουγκάντας αποτελούν τη μεγαλύτερη ελπίδα για την επίλυση των προβλημάτων της και δεν αξίζουν καθόλου τον οίκτο μας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σκηνή που εκτυλίσσεται στο απόλυτο σκοτάδι, καθώς τα μεσάνυχτα η παροχή ρεύματος διακόπτεται στη χώρα, ενώ ο Κιαροστάμι κι οι συνεργάτες του προσπαθούν να βρουν το δρόμο για τα δωμάτιά τους στο διάδρομο του ξενοδοχείου. Επίδειξη σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ από τον μεγάλο Ιρανό, που αρθρώνει κινηματογραφικό λόγο χωρίς καν εικόνα. Αξίζει την προσοχή σας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 746)

19.10.06

ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΤΙΒ ΜΑΚ ΚΟΥΙΝ


THE TAO OF STEVE

Σκηνοθεσία: Τζένιφερ Γκούντμαν
Παίζουν: Ντόναλ Λογκ, Γκριρ Γκούντμαν, Άγιελετ Κάζνελσον
ΗΠΑ, 2000. Διάρκεια: 87΄

Υπόθεση: Ο Ντεξ, ένας αραχτός τριαντάρης με μια τεράστια μπυροκοιλιά, που αρέσκεται να καπνίζει χόρτο και να εκτοξεύει ατάκες διανθισμένες με απωανατολίτικες φιλοσοφίες, διαθέτει ένα ανεξήγητο χάρισμα με τις γυναίκες. Χάρισμα που προσπαθεί να μεταδώσει και στους κολλητούς του, συμπυκνώνοντάς το στο «Ταό του Στιβ»…Ώσπου μια μέρα ο Ντεξ θα βρει το δάσκαλό του στο πρόσωπο της Σιντ…

Απ’ αυτή τη στήλη σας έχουμε παρουσιάσει ταινίες για ομοφυλόφιλους, σχιζοφρενείς, γυναίκες, ε, ας ασχοληθούμε και λίγο μ’ αυτό το παραμελημένο πλάσμα, το υποτιθέμενα ισχυρό, που βιώνει σιωπηρά εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια την κρίση του. Αναφερόμαστε στον άνδρα, που από τότε που «σήκωσαν κεφάλι» οι γυναίκες, τρέχει πανικόβλητος στα γυμναστήρια και τα ινστιτούτα καλλονής, έρμαιο της μόδας και των διαφόρων trends, προσπαθώντας να ανταποκριθεί στις ολοένα και υψηλότερες απαιτήσεις των γυναικών (ή έτσι του έχουνε πει) και να καταφέρει αυτόν τον… άθλο που η φύση του (και τα ανδρικά περιοδικά…) του επιβάλλουν: να πηδηχτεί.

Εδώ έχουμε μια ταινία, που απευθύνεται στο νεανικό ανδρικό κοινό και θέτει το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων: Για να τα καταφέρεις με τις γυναίκες, σου λέει, δεν χρειάζεται ούτε την εμφάνισή σου να προσέχεις, ούτε να είσαι σφιγμένος κι ατσαλάκωτος και να προσπαθείς να εφαρμόζεις κόλπα ζόρικα. Απλά χαλάρωσε, μίλα απλά, και απαρνήσου το ρόλο του κυνηγού. Απαρνήσου, με άλλα λόγια, το ανδρικό πρότυπο που σου έχουν επιβάλλει. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ταινία, που ψυχανεμίζεται τα μηνύματα των καιρών, υμνεί τους cool slackers, που δεν έχουν τσιμπήσει το δόλωμα της ανταγωνιστικότητας και του καριερισμού, παίζει με τη μιντιοκρατούμενη κουλτούρα τους (όλη η αντροπαρέα διαρκώς ασχολείται με τα σίριαλ των παιδικών της χρόνων) και επιχειρεί να δώσει κάποιες πρακτικές «οδηγίες προς ναυτιλλομένους». Στιλιστικά η ταινία ομοιάζει με το περιεχόμενό της. Είναι χαλαρή, με δομή επεισοδιακή, και τιγκαρισμένη στις έξυπνες ή εξυπνακίστικες (εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθενός) ατάκες. Ταιριάζει υπέροχα με νυχτερινές μπυροκατανύξεις και καταλύει γόνιμες συζητήσεις περί φλερτ. Δείτε την και πείτε μας τη γνώμη σας στο blog της στήλης.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 745)

13.10.06

ΣΠΙΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ



CASA DE AREIA / HOUSE OF SAND

Σκηνοθεσία: Αντρούτσα Γουόντινγκτον
Παίζουν: Φέρναντα Μοντενέγκρο, Φερνάντα Τόρες, Σέου Ζόρζε, Ρούι Γκέρα
Βραζιλία, 2005. Διάρκεια: 115΄

Υπόθεση: 1910. Στο έρημο, αμμώδες Μαρανάο, στο βορειοδυτικό άκρο της αχανούς Βραζιλίας, καταφτάνει ένα καραβάνι εποίκων, υπό την ηγεσία του πεισματάρη, τραχύ Βάσκο, ο οποίος οραματίζεται μια νέα Γη της Επαγγελίας μέσα στους αμμόλοφους. Σύντομα, αποκαρδιωμένα από την αγριάδα του απόκοσμου τοπίου, τα υπόλοιπα μέλη του καραβανιού θα εγκαταλείψουν κρυφά τον Βάσκο, μόνο με την έγκυο γυναίκα του και την πεθερά του. Λίγο αργότερα ο Βάσκο πεθαίνει, αφήνοντας τις δυο γυναίκες μόνες τους στη μέση του πουθενά, να προσπαθούν να βρουν τρόπο διαφυγής…

Ταινία με τεράστια υπόγεια ισχύ, τα Σπίτια στην άμμο - ή Σπίτι στην άμμο, όπως θά ’πρεπε ορθότερα να λέγεται - εκκινεί ως ένα βραδύκαυστο δράμα με έμφαση σε μια εικαστικά τέλεια απεικόνιση του φυσικού τοπίου, για να καταλήξει σε μια υπαρξιακή αλληγορία με παγκόσμια και πανανθρώπινη εμβέλεια. Η ταινία απλώνεται σε τρεις γενιές – μητέρα, κόρη κι εγγονή – και 59 έτη (η τελική, αλησμόνητη σκηνή λαμβάνει χώρα το 1969, λίγο μετά το πάτημα του ανθρώπου στο φεγγάρι) κατά ένα τρόπο λιτό, αφαιρετικό, που απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του θεατή για την πλήρωση των χρονικών αλμάτων, ενώ η χρήση της ίδιας ηθοποιού για το ρόλο της μητέρας και της κόρης σε μεγαλύτερη ηλικία προσδίδει τον απαραίτητο ενοποιητικό τόνο στα βάσανα τριών γενεών γυναικών που θα μπορούσαν κάλλιστα να εκφράζουν όλες τις γυναίκες της Γης. Η άπειρη κενότητα του τοπίου και η αφηγηματική αφαιρετικότητα συνδυάζονται με μια υποκριτική λιτότητα πραγματικά αξιομνημόνευτη, όπου και το παραμικρό μειδίαμα δύναται να οδηγήσει το θεατή σ’ ένα τεράστιο αποταμίευμα από συναισθήματα κι ιδέες. Το όλο σύνολο αποκτά με το πέρασμα της ώρας εμφανείς αλληγορικές διαστάσεις, με το φυσικό τοπίο να συμβολίζει τη γύμνια, τη μοναχικότητα και την τραχύτητα της ανθρώπινης ζωής, και την Άρια, τη γυναίκα που ονειρεύεται διαρκώς τη φυγή, να ανάγεται σε προαιώνιο σύμβολο του ανθρώπου που ονειρεύεται κι αγωνίζεται μάταια για μια χίμαιρα. Το dvd προσφέρει πρόσθετα ενδιαφέρουσες σκηνές από τα γυρίσματα και συνεντεύξεις βασικών συντελεστών. Συνιστάται η θέαση σε διαστάσεις ευρείας οθόνης 16:9.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 744)

6.10.06

THE DEVIL AND DANIEL JOHNSTON

Σκηνοθεσία: Τζεφ Φόιερζιγκ
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 110΄

Ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του τραγουδοποιού και εικαστικού καλλιτέχνη Ντάνιελ Τζόνστον

Τον Ντάνιελ Τζόνστον ομολογώ πως δεν τον γνώριζα. Αδυνατώ, επομένως, να σας διαφωτίσω σχετικά με την ορθότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην ταινία σχετικά με αυτόν. Στην πραγματικότητα, δεν θα με εξέπληττε αν δεν επρόκειτο καν για υπαρκτό πρόσωπο. Γιατί αυτό το ντοκιμαντέρ μοιάζει τόσο καλοφτιαγμένο και αληθοφανές, ολοκληρώνει με τόση κομψότητα τον αφηγηματικό του κύκλο, που πραγματικά δύσκολα πιστεύει κανείς ότι δεσμεύεται από κανενός είδους πραγματικότητα. Ποτέ δεν πίστεψα άλλωστε ότι ένα ντοκιμαντέρ λέει εξ ορισμού την αλήθεια (ποια απ’ όλες τις αλήθειες, στο κάτω-κάτω;) και ποτέ δεν πήρα τοις μετρητοίς όσα έβλεπα σε μια οθόνη, είτε για ταινίες μυθοπλασίες επρόκειτο, είτε για ντοκιμαντέρ, είτε ακόμα-ακόμα και για ρεπορτάζ. Το ίδιο θα πρότεινα να κάνετε και εσείς. Αυτό που μένει τελικά από μια ταινία, δεν είναι η πιστότητα σε μια αμφιβόλου ύπαρξης αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά η υποκειμενική άποψη, η «ματιά», η αποκάλυψη μιας μύχιας αλήθειας κρυμμένης πίσω από τα επιφαινόμενα. Και σ’ αυτόν τον τομέα, η ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα τα πάει περίφημα. Κυριολεκτικά καθηλώνει το θεατή, τόσο συναισθηματικά, όσο και διανοητικά, θίγοντας μια σειρά θεμελιωδών ερωτημάτων σχετικών με την τέχνη. Ο Τζόνστον δεν μπορούσε να παίξει με επιδεξιότητα κανένα μουσικό όργανο, η δε φωνή του ήταν στην καλύτερη περίπτωση τσιριχτή. Η μουσική δομή των τραγουδιών του ήταν στοιχειώδης, το ίδιο και οι στίχοι του. Όσο για το ζωγραφικό του έργο, αποτελούνταν από σκίτσα εμφανώς επιπόλαια φτιαγμένα, πρόχειρα σκαριφήματα συνοδευόμενα από λεζάντες, πρωτόλεια κόμικς. Κι όμως, ο άνθρωπος αυτός απέκτησε ένα μεγάλο και φανατικό κοινό, που αγκάλιασε το έργο του. Γιατί; Γιατί ο Τζόνστον δεν αντιλήφθηκε την τέχνη ως κάτι απόμακρο, το οποίο μόνο κάποια ιδιαίτερα προικισμένα και χαρισματικά άτομα μπορεί να έχουν την τύχη να φτάσουν. Διακατεχόμενος από ένα άσβεστο πάθος για έκφραση, άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφραστεί, και όσο πιο κοντά έφτανε στον πυρήνα των συναισθημάτων του, όσο πιο ειλικρινής γινόταν, τόσο πιο πετυχημένα και άμεσα κατέληγαν τα τραγούδια κι οι ζωγραφιές του. Ούτε αγχώδεις αναζητήσεις της τέλειας αρμονίας, ούτε εναγώνιες απόπειρες για εικαστική αρτιότητα. Απλά άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφραστεί. Ένα πραγματικά ολοκληρωμένο όραμα για την τέχνη, πολύ ωφέλιμο για όλους μας. Συνολικά πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία, που εξετάζει ενδελεχώς δύο ακόμα παράγοντες στην καλλιτεχνική δημιουργία, συγκεκριμένα τη σχέση της με την τρέλα, καθώς και το ρόλο της γονεϊκής ανατροφής.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 743)

28.9.06

ΜΗΝ ΤΗΣ ΤΟ ΠΕΙΣ



LA BESTIA NEL CUORE

Σκηνοθεσία: Κριστίνα Κομεντσίνι
Παίζουν: Τζιοβάνα Μεζοτζιόρνο, Αλέσιο Μπόνι, Στεφανία Ρόκα, Άντζελα Φινοτσιάρο
Ιταλία, 2005. Διάρκεια: 120΄

Υπόθεση: Η Σαμπίνα βασανίζεται από εφιάλτες που σχετίζονται με την παιδική της ηλικία και τους νεκρούς γονείς της. Διστάζοντας να ανοιχτεί στο σύντροφό της, αποφασίζει να επισκεφτεί τον αδελφό της στην Αμερική, για να συζητήσουν για το οικογενειακό τους παρελθόν…

Συμβατικό, αλλά ενδιαφέρον ιταλικό μελόδραμα, με θέμα τους αγώνες μιας νεαρής γυναίκας να ξορκίσει τους δαίμονες του παρελθόντος.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έλεγαν «τα εν οίκω μη εν δήμω». Από τη στιγμή που θα κλείσουν οι πόρτες ενός σπιτιού κι η οικογένεια απομείνει μόνη, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει μεταξύ των μελών της. Τα οικογενειακά μυστικά είναι τα καλύτερα κρυμμένα. Καμιά φορά, μάλιστα, απωθούνται τόσο βαθιά, που τα ξεχνούν ακόμα κι ίδιοι οι πρωταγωνιστές τους. Τότε μετασχηματίζονται σε ανεξήγητα άγχη, φοβίες κι εφιάλτες, που τους στοιχειώνουν χωρίς εμφανή λόγο και αιτία. Αυτά τα έχει βέβαια διδάξει πρώτος ο Φρόιντ, τον οποίο η Κομεντσίνι δείχνει να έχει μελετήσει τόσο όσο χρειάζεται για να παράγει μια ταινία που να μιλά κατευθείαν στην καρδιά, ιδιαίτερα μάλιστα τη γυναικεία.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια ακόμη γυναικεία ταινία, μετά τον «Έρωτα δίχως όρια» που σας παρουσιάσαμε την προηγούμενη βδομάδα, μόνο που τώρα ο τόνος διαφέρει τελείως. Τον μεταμοντέρνο, απελευθερωτικό φεμινισμό της Πότερ διαδέχεται ο παλαιάς κοπής φεμινισμός της κόρης του σπουδαίου ιταλού κωμωδού Λουίτζι Κομεντσίνι, η οποία διασκευάζει με επιδεξιότητα ένα δικό της μυθιστόρημα ποντάροντας στην παραδοσιακή γυναικεία «φοβία του φαλλού»: Κάθε άντρας κρύβει μέσα του ένα «κτήνος στην καρδιά» (όπως είναι και ο πρωτότυπος ιταλικός τίτλος της ταινίας), το οποίο κανείς δεν ξέρει πότε θα αφυπνιστεί και θα τον καταλάβει με συνέπειες άκρως δυσάρεστες για όποια γυναίκα βρεθεί κοντά του. Η γυναίκα είναι λοιπόν εκτεθειμένη στη ζωώδη εξουσία του άνδρα, κάτι με το οποίο μπορεί κανείς κάλλιστα να διαφωνεί, ουδείς όμως μπορεί να αρνηθεί ότι αποτελεί θαυμάσιο υλικό για δράμα, καθώς και μια ευκαιρία για μια βαθιά, διαπεραστική ματιά στα πλέον απόκρυφα της γυναικείας ψυχολογίας…

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 742)

22.9.06

ΠΑΘΟΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΟΝΕΣ



YES

Σκηνοθεσία: Σάλι Πότερ
Παίζουν: Τζόαν Άλεν, Σιμόν Αμπκαριάν, Σαμ Νιλ, Σίρλεϊ Χέντερσον
Βρετανία, 2005. Διάρκεια: 100΄

Υπόθεση: Αυτή: Ιρλανδοαμερικανίδα βιολόγος, παντρεμένη μ’ έναν ψυχρό ευκατάστατο Άγγλο με τον οποίο επικοινωνούν μέσω σημειωμάτων. Αυτός: Λιβανέζος χειρούργος, πρόσφυγας στο Λονδίνο, όπου εργάζεται ως μάγειρας. Ένας μεγάλος έρωτας ξεσπάει μεταξύ τους…

Η Σάλι Πότερ («Ορλάντο», «Ο άντρας που έκλαιγε») επανέρχεται με μια ακόμη διαφορετική, αταξινόμητη ταινία, πλούσια σε ιδέες, πραγματική «τροφή για το μυαλό», ειπωμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ομοιοκατάληκτους στίχους!

Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται ο έρωτας. Ο έρωτας σαν δύναμη που μπορεί να αλλάξει την οπτική μας για τον κόσμο. Η ηρωίδα, μια δυτική, ορθολογίστρια αστή, ερωτεύεται έναν Άραβα. Χάρη στον έρωτά της θα βρει τη δύναμη να αποδεχθεί και να κατανοήσει το διαφορετικό, το ξένο, το Άλλο. Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι Yes. Ναι. Κατάφαση. Αποδοχή. Η άρνηση, η σύγκρουση, η βία ανήκουν στον κόσμο των αντρών. Οι γυναίκες αλλάζουν τον κόσμο με το να τον αποδέχονται. Με τη δύναμη της αγάπης. Τη δύναμη του ναι. Η ταινία όμως δεν περιορίζεται στα ερωτικά. Ξανοίγεται σε πάρα πολλά πεδία. Μιλά για την ανικανότητα της Δύσης να κατανοήσει την Ανατολή. Υπενθυμίζει την αξία και σημασία του προλεταριάτου. Στοχάζεται πάνω στην αναγκαιότητα του Θεού, αλλά και ιδανικών όπως ο κομμουνισμός.

Η διαφοροποίηση από το κυρίαρχο μοντέλο δεν αφορά όμως μόνο στις ιδέες. Προχωρά βαθύτερα, στον τρόπο της αφήγησης. Ο ασφυκτικός αριστοτέλειος ορθολογισμός δίνει εδώ τη θέση του σε ένα πολύ πιο χαλαρό σύνολο από σκηνές, των οποίων η συσχέτιση είναι συχνά αυθαίρετη. Ο θεατής, αντί να ταυτιστεί όσο γίνεται με τους ήρωες, επιχειρείται να αποστασιοποιηθεί. Με ένα σωρό κόλπα, από τα στοπ καρέ, τις εναλλαγές στην ταχύτητα αναπαραγωγής του φιλμ και τον ασύγχρονο ήχο, μέχρι βεβαίως τους ομοιοκατάληκτους διαλόγους, ο θεατής καλείται να βάλει τη δική του προσωπικότητα μέσα στην ταινία και να συνδιαμορφώσει τα τελικά της νοήματα.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα άκρως ενδιαφέρον πείραμα, άνισο, αλλά και κατά διαστήματα συναρπαστικό, «απαραίτητη ύλη» για όλους τους κινηματογραφόφιλους, διαθέτει δε και ένα εξαιρετικό site, το http://www.yesthemovie.com/, όπου στο φόρουμ διεξάγονται άκρως ενδιαφέρουσες συζητήσεις με αφορμή την ταινία, στις οποίες συμμετέχει και η σκηνοθέτιδα.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 741)

15.9.06

ΣΑΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΕΡΜΑ



SEGUNDA PIEL

Σκηνοθεσία: Χεράρντο Βέρα
Παίζουν: Ζορντί Μολά, Αριάντνα Χιλ, Χαβιέρ Μπαρντέμ
Ισπανία, 1997. Διάρκεια: 110΄

Υπόθεση: Ο Αλμπέρτο, πετυχημένος αεροναυπηγός, γύρω στα 35 με 40, παντρεμένος με μια όμορφη γυναίκα και πατέρας ενός χαριτωμένου αγοριού, διατηρεί μια κρυφή, παθιασμένη εξωσυζυγική σχέση. Όχι, δεν πρόκειται για σχέση με γυναίκα…

Ισπανικό αισθηματικό δράμα, που θίγει με ευαισθησία το θέμα της ομοφυλοφιλίας, κύρια όμως την ανάγκη για αλήθεια στις σχέσεις μας με τον εαυτό μας και τους άλλους.

Για μερικούς ανθρώπους, το να είναι ο εαυτός τους φαντάζει απολύτως αυτονόητο. «Και ποιος άλλος θα μπορούσα να είμαι, δηλαδή;», αναρωτιούνται ανύποπτοι. Υπάρχουν όμως και κάποιοι άλλοι, που διαθέτουν κάτι «σαν δεύτερο δέρμα». Αλλάζουν ρόλους και χαρακτήρες ανάλογα με το περιβάλλον. Συμπεριφέρονται έτσι όπως νομίζουν ότι θα γίνουν περισσότερο αρεστοί στους συνανθρώπους τους. Η υποκρισία γίνεται δεύτερη φύση τους. Και όταν κάποια στιγμή βρεθούν μόνοι με τον εαυτό τους αναρωτιούνται ψιθυριστά: «Ποιος πραγματικά είμαι;». Μια τέτοια περίπτωση νεύρωσης θέτει στο προσκήνιο η συγκεκριμένη ταινία. Μια περίπτωση κλινικής, θα λέγαμε, καθαρότητας.

Ο Αλμπέρτο μοιάζει ευτυχισμένος. Φαινομενικά τα έχει όλα. Κι όμως, στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα. Γιατί δεν είναι ο εαυτός του. Είναι μια σκιά εθισμένη στο ψέμα, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που να έχει οδηγηθεί σε ένα πλήρες αδιέξοδο. Παριστάνει στους συναδέλφους του ότι του αρέσει η δουλειά του, παριστάνει στη γυναίκα του ότι είναι ευτυχισμένος με την οικογενειακή του ζωή, παριστάνει στον εραστή του ότι είναι ένας αδέσμευτος και απελευθερωμένος άντρας. Σε έναν τέτοιο υποκριτή, η ταινία, πολύ εύστοχα αντιπαραθέτει έναν πραγματικά ώριμο άντρα, ένα θετικό πρότυπο για κάθε ομοφυλόφιλο που φοβάται να αποκαλύψει την πραγματική του φύση: Δεν ντρέπεται για τις προτιμήσεις του, είναι συνειδητοποιημένος, δε νοιάζεται για τα σχόλια των τρίτων. Μπροστά σε έναν τέτοιο χαρακτήρα, ο Αλμπέρτο είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι θα καταρρεύσει, προσφέροντάς μας το υλικό για μια γνήσια σύγχρονη αισθηματική τραγωδία.

Η σκηνοθεσία κρατά πάντως το αντίβαρο με μια αυθεντικά ισπανική ανάλαφρη αντιμετώπιση, ποπ - έστω και παλ - χρώματα, συνεχείς διαλόγους που δεν επιτρέπουν στη σιωπή να στοιχειώσει την ατμόσφαιρα, ενώ η αφήγηση κάποιες στιγμές γίνεται επίπεδη, διολισθαίνοντας σε λύσεις τηλεοπτικής αισθητικής. Το σενάριο πάντως παραμένει πάντα ευαίσθητο και διαισθητικό, προσφέροντάς μας μια ταινία με πολύ θετική συνεισφορά στην αποδοχή και κατανόηση όχι μόνο της ομοφυλοφιλίας, αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης ψυχολογίας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 740)

24.7.06

ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ


DRABET / MANSLAUGHTER

Σκηνοθεσία: Περ Φλι
Παίζουν: Γιέσπερ Κρίστενσεν, Μπεάτε Μπίλε, Περνίλα Όγκουστ


Καθηγητής Κοινωνιολογίας, παλιός αγωνιστής της άκρας αριστεράς, παντρεμένος, με ένα γιο φοιτητή, τα φτιάχνει με μια παλιά του μαθήτρια, στην ηλικία του γιού του, η οποία είναι πολιτική ακτιβίστρια. Σε μια επιχείρηση εισβολής σ’ ένα εργοστάσιο όπλων, ένας αστυνομικός θα βρεθεί νεκρός. Η κοπέλα συλλαμβάνεται, μαζί με δύο συντρόφους της, ως ύποπτη για φόνο και προφυλακίζεται. Ο καθηγητής εγκαταλείπει την οικογένειά του κι αποφασίζει να αφοσιωθεί σ’ αυτήν.
Εξαιρετική ταινία από τη Δανία, ατμοσφαιρική, πλούσια σε ιδέες, και με πολύ γόνιμο και επίκαιρο προβληματισμό, τόσο για την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που βιώνουμε στις ευημερούσες κοινωνίες της Δύσης, όσο και για την ένοχη συνείδησή μας, τα ηθικά διλήμματά μας, τις αξεδιάλυτες σχέσεις μεταξύ προσωπικής, συναισθηματικής ζωής και πολιτικοκοινωνικής κατάστασης. Εκτός όμως από ταινία προβληματισμού, είναι και ένα πολύ δυνατό ανθρώπινο δράμα, με πολύ έντονα συναισθήματα, καταστάσεις με πλάτος και βάθος, και, κυρίως, εξαιρετικούς αφηγηματικούς ρυθμούς, νεκρούς χρόνους και σιωπές εκπληκτικής αφηγηματικής οικονομίας. Εφιστούμε ιδιαίτερα την προσοχή σας στην ατμόσφαιρα της ταινίας, που καταφέρνει να κατασκευάσει ένα αμιγώς κινηματογραφικό σύμπαν κυριολεκτικά στοιχειωμένο. Στις αδυναμίες της ταινίας συγκαταλέγονται ότι καταπιάνεται με πάρα πολλά θέματα και κάπου χάνει το έρμα της και ο αποτυχημένος χαρακτήρας της χήρας του αστυνομικού. Σίγουρα όμως πρόκειται για ένα μικρό διαμάντι, από τις καλύτερες ταινίες της φετινής σεζόν.

20.6.06

POSEIDON


Σκηνοθεσία: Βόλφγκανγκ Πίτερσεν
Παίζουν: Κερτ Ράσελ, Τζος Λούκας, Ρϊτσαρντ Ντρέιφους, Έμι Ρόσαμ


Ο κινηματογράφος από τη φύση του προσφέρεται περισσότερο για οπτικές, παρά για νοητικές περιπέτειες, κι αυτό είναι κάτι που στο Χόλιγουντ το ξέρουν καλά. Δύσκολα λοιπόν τους αντιστέκεται κανείς όταν επιχειρούν να φτιάξουν μια θεαματική ταινία καταστροφής που δεν παριστάνει πως προσφέρει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που υπόσχεται: Εκατό λεπτά ξένοιαστης περιπέτειας, όπου ξεχνιόμαστε παρακολουθώντας μια ομάδα ναυαγών να προσπαθούν να βγουν από ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο που έχει χτυπηθεί από ένα ακόμα πιο τεράστιο κύμα. Παρότι οι χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα δουλεμένοι και μοιάζουν περισσότερο με στερεότυπα, και παρά την έλλειψη σεναριακών ανατροπών (το μόνο που ανατρέπεται είναι το καράβι, που στο τέλος φέρνει μάλιστα ολόκληρη τούμπα, προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού), η ώρα περνάει ευχάριστα, χωρίς να την αντιλαμβανόμαστε, όσο η ομάδα των ναυαγών εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τη μια δυσκολία μετά την άλλη στην προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί και να βγει στην επιφάνεια της θάλασσας. Πυρκαγιές, εκρήξεις, διαρροές νερού υπό πίεση, προπέλες που πρέπει να σταματήσουν, όλα τα νικούν οι ατρόμητοι ήρωές μας, για να μας οδηγήσουν στο λυτρωτικό happy end, έστω και με κάποιες ανθρώπινες απώλειες. Ποιός νοιάζεται όμως γι’ αυτές; Η ουσία της ταινίας είναι «άρτος και θεάματα»…

16.6.06

WASSUP ROCKERS

Σκηνοθεσία: Λάρι Κλαρκ
Παίζουν: Τζόναθαν Βελάσκεθ, Φραντσίσκο Πεντράθα, Μίλτον Βελάσκεθ, Γιούνορ Γιουσουάλντο Παναμένο, Λούις Ρόχας-Σαλγκάδο
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 110΄


Ο Λάρι Κλαρκ του Kids, του Bully (παίχτηκε στην Ελλάδα ως «Οι νταήδες») και του Ken Park επιστρέφει με μια ταινία κάπως πιο χαμηλόφωνη, λιγότερο σοκαριστική, αλλά πάντα στη γνωστή του θεματολογία: Τα χρόνια της εφηβείας σαν μια περίοδος σφηνωμένη αδέξια μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης, οι νεανικές υποκουλτούρες ως μέσο αναζήτησης συλλογικής αλλά και προσωπικής ταυτότητας, η αμερικάνικη κοινωνία που κυριαρχείται από ένα απόλυτο κενό αξιών, όλα βέβαια δοσμένα πάντα με την ίδια προσωπική ματιά του Κλαρκ, οργισμένη σε βαθμό ανωριμότητας, σαγηνευμένη από την εφηβεία σε βαθμό διαστροφικό, αλλά και εξαιρετικά εύστοχη στο κοινωνικό της σχόλιο.
Το “Wassup Rockers” (σημαίνει “What’s up Rockers”), ασχολείται με μια παρέα νεαρών από την Κεντρική Αμερική, που ζουν στο Λος Άντζελες, σε μια συνοικία-γκέτο ονόματι South Central. Εκεί κυριαρχούν οι παρέες των μαύρων MCs και hip-hopers και οι Λατίνοι που συνδυάζουν το σκέιτ με το πανκ ροκ, δεν πίνουν, δεν καπνίζουν και δεν μπλέκονται σε καβγάδες, αντιμετωπίζουν προβλήματα. Μια μέρα, απογοητευμένοι από την εν ψυχρώ εκτέλεση ενός ομοεθνή τους, θα πάρουν το λεωφορείο και θα καταφύγουν στο Μπέβερλι Χιλς, σε μια πλατεία διάσημη για τις σκάλες της, οι οποίες προσφέρονται ιδιαίτερα για φιγούρες με τα σκέιτ. Εκεί όμως θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια σειρά από περιπέτειες με τους εκπροσώπους της κυρίαρχης «λευκής» Αμερικής…
Ο Κλαρκ επιλέγει στην ταινία αυτή να συγκρατήσει λίγο την ηδονοβλεπτική του πλευρά, που τόσα προβλήματα του είχε δημιουργήσει με τη διανομή του Ken Park, και να προβάλει μια νεανική υποκουλτούρα καθαρή από όπλα, ναρκωτικά και αλκοόλ. Στο προσκήνιο θέτει την κοινωνική κριτική (συγκλονιστικός στην καταγγελία του σαθρού κόσμου των πλουσίων του Μπέβερλι Χιλς), αλλά και το ψυχολογικό πορτρέτο. Ιδιαίτερα η σκηνή που συζητούν στο κρεβάτι για τη ζωή τους ο νεαρός Λατίνος με την κοπέλα από το Μπέβερλι είναι συλλεκτική. Σεναριακά η ταινία είναι ίσως λίγο φτωχή και ακατέργαστη, οι ερμηνείες των παιδιών, που ενσαρκώνουν ουσιαστικά τον εαυτό τους, αυτή τη φορά δεν είναι τόσο πετυχημένες, συνολικά όμως εκπέμπεται μια γνησιότητα, αλλά ενίοτε και ένας λυρισμός από τους Rockers, που αξίζουν σίγουρα της προσοχής σας.
Το DVD κυκλοφορεί από την Odeon, και δεν διαθέτει καθόλου extras. Η ταινία έχει πάντως site, το www.wassuprockers.net.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 737)

2.6.06

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ



THE GIRL FROM MONDAY

Σκηνοθεσία: Χαλ Χάρτλεϊ
Παίζουν: Μπιλ Σέιτζ, Σάμπρινα Λόιντ, Τατιάνα Άμπρακος, Λίο Φίτζπατρικ
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 84΄


Πιστοί στη γραμμή μας να σας παρουσιάζουμε απ’ αυτή τη στήλη ταινίες διαφορετικές, εναλλακτικές, απ’ αυτές που δεν βρίσκουν συχνά διέξοδο στις αίθουσες, θα ασχοληθούμε σήμερα με την τελευταία δουλειά ενός από τους κορυφαίους σκηνοθέτες του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’90, του Χαλ Χάρτλεϊ. Ο δημιουργός του Trust, των Simple Men και του Henry Fool, επιχειρεί να ανακάμψει από την παταγώδη αποτυχία της προηγούμενης ταινίας του No Such Thing, της πρώτης του απόπειρας να εργαστεί στα πλαίσια ενός στούντιο, της United Artists, και σε παραγωγή του Φράνσις Φορντ Κόπολα, επιστρέφοντας στην ανεξάρτητη παραγωγή με μια ταινία επιστημονικής φαντασίας γυρισμένη σε φτηνό βίντεο. Για να μην σας κρατούμε σε αγωνία θα σας πούμε ευθύς εξ αρχής ότι ο Χάρτλεϊ σε καμία περίπτωση δεν φτάνει στο ύψος των προηγούμενων επιτυχιών του, και το ερώτημα για το αν θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις των ’00s, ή θα παραμείνει ένας δημιουργός που διακρίθηκε αποκλειστικά στη δεκαετία του ’90 παραμένει. Σε κάθε περίπτωση όμως, το Κορίτσι της Δευτέρας είναι μια ταινία ενδιαφέρουσα, διαφορετική, που ξαναθέτει ορισμένα ξεχασμένα θεματάκια στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Πρώτα όμως λίγα λόγια για την υπόθεση: Σε μια Αμερική του μέλλοντος, η κυβέρνηση ελέγχεται από την πολυεθνική 3Μ, η οποία έχει μετατρέψει τα πάντα σε συναλλαγές. Οι πάντες έχουν χαραγμένο στον καρπό τους το bar code της πιστωτικής τους κάρτας και ακόμα και οι σεξουαλικές τους πράξεις ανεβάζουν ή κατεβάζουν τα credit τους. Η απόλυτη δικτατορία του καταναλωτή. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας διαφημιστής της 3Μ, που έχει όμως κάποιες σχέσεις με τους «αντεπαναστάτες», κάποιους νεαρούς χωρίς πιστωτική και γραμμωτό κώδικα, που οργανώνουν «τρομοκρατικές ενέργειες» κατά του καθεστώτος. Μέσα σ’ αυτό το εφιαλτικά γνώριμο τοπίο, το οποίο ο Χάρτλεϊ μας παρουσιάζει με το χαρακτηριστικό ανάλαφρα μελαγχολικό ύφος του, αναδύεται σαν Αφροδίτη μέσα από τη θάλασσα, μια όμορφη γυναίκα από έναν άλλο πλανήτη. Μια εξωγήινη με μια μυστική αποστολή… Η υπόθεση ακούγεται ίσως ενδιαφέρουσα, όμως ο Χάρτλεϊ τη χρησιμοποιεί σαν αφορμή για να επιτεθεί στις γνωστές αφηγηματικές δομές του Χόλιγουντ, να μας χαλάσει λίγο της απόλαυση, να πειραματιστεί με το μέσο του βίντεο, και να δημιουργήσει τελικά μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, ένα μίγμα ποιητικού στοχασμού και ονειρικού ερωτισμού. Και εδώ βρίσκεται και το ζουμί: Ακολουθώντας τα βήματα του Γκοντάρ του Alphaville, ο Χάρτλεϊ μας υπενθυμίζει ότι εναλλακτικός κινηματογράφος - πολλώ δε μάλλον επαναστατικός - δεν γίνεται με τα μέσα και τις στιλιστικές ευκολίες του συστήματος. Τ’ ακούτε, εσείς που ξετρελαθήκατε με το V for Vendetta;

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 735)

18.5.06

Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ



THE HEART IS DECEITFUL ABOVE ALL THINGS

Σκηνοθεσία: Άζια Αρτζέντο
Παίζουν: Άζια Αρτζέντο, Τζίμι Μπένετ, Πίτερ Φόντα, Ορνέλα Μούτι
ΗΠΑ, 2004. Διάρκεια: 94΄


Ήθελα δεν ήθελα, την ξετρύπωσα κι αυτή την εβδομάδα την ταινία που δεν μοιάζει με τις άλλες. Ετοιμαστείτε για μια ενενηντάλεπτη κατάδυση σε έναν κόσμο παιδικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης τόσο άπονο και βίαιο, που κάνει ακόμα και τα μυθιστορήματα του Κάρολου Ντίκενς να μοιάζουν με αθώα παραμυθάκια. Δράστης αυτού του κατασκευάσματος, που είναι ικανό να προκαλέσει αμηχανία και στον πιο χαλκέντερο θεατή, η φέρελπις ηθοποιός, συγγραφέας, εσχάτως και σκηνοθέτης, κυρία Άζια Αρτζέντο. Για όσους δεν το γνωρίζουν, η κυρία Αρτζέντο είναι κόρη του ιταλού δημιουργού καλτ σπλάτερ Ντάριο Αρτζέντο. Είχε, λοιπόν, από μικρή την ευκαιρία να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την έντονη, μαγνητική σχεδόν, έλξη που ασκούν στο κοινό τα ακραία θεάματα. Αντί όμως για τα συντετριμμένα κρανία, τα ακρωτηριασμένα μέλη και τους κρουνούς του αίματος στους οποίους ειδικεύεται ο πατέρας της, η ίδια προτίμησε να στραφεί σε κάτι λιγότερο άμεσο, δυσκολότερα ορατό δια γυμνού οφθαλμού, αλλά εξίσου, αν όχι περισσότερο, έντονο κι αποτελεσματικό. Βασιζόμενη στην ομότιτλη, υποτιθέμενα αυτοβιογραφική συλλογή διηγημάτων του αμερικάνου συγγραφέα Τζ.Τ. Λιρόι, αφηγείται την ιστορία του επτάχρονου Τζερεμάια, ο οποίος αποσπάται βιαίως από τη θετή του οικογένεια με την οποία ζούσε ευτυχισμένος, προκειμένου να επιστραφεί από τις κοινωνικές υπηρεσίες στην πραγματική του μητέρα Σάρα, η οποία τυγχάνει πόρνη και ναρκομανής. Τώρα, ποιανού σύγχρονου κράτους οι κοινωνικές υπηρεσίες θα έκαναν ποτέ κάτι τέτοιο, δεν δυνάμεθα να σας απαντήσουμε. Κατά τη διάρκεια του έργου η Σάρα θα αποκαλύψει έναν χαρακτήρα ανεύθυνο, κακεντρεχή και σαδιστικό. Θα εμπλακεί ερωτικά με μια σειρά από άνδρες οι οποίοι θα συμπεριφέρονται ο ένας βιαιότερα από τον άλλο στον μικρό κι αβοήθητο Τζερεμάια, ώσπου στο τέλος θα εμφανιστούν για να τον σώσουν οι γονείς της Σάρας. Και αυτοί όμως θα αποδειχθούν ίδιοι και χειρότεροι, φανατικοί μιας χριστιανικής αίρεσης που ταυτίζει την ανθρώπινη ζωή με την αμαρτία και τη μιαρότητα και καταφεύγει στην ψυχολογική, αλλά και τη σωματική βία προκειμένου να «εξαγνίσει» τον δύσμοιρο Τζερεμάια. Θετικοί ήρωες σ’ αυτή την ταινία δεν υπάρχουν. Οι πάντες είναι όχι απλά κακοί, αλλά κάκιστοι. Συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε διαστροφικά σαδιστικά ένστικτα. Μέσα σε μιάμιση ώρα ταινίας, ο κακομοίρης ο Τζερεμάια δεν θα μείνει βασανιστήριο για βασανιστήριο που να μην περάσει. Ξύλο, βιασμοί, ναρκωτικά, ως και στο κλαρί τον βγάζουν σο τέλος, κι αυτός τα υπομένει όλα με αξιοθαύμαστη καρτερικότητα, αντοχή και προσαρμοστικότητα. Για τους θεατές δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Για κρυπτοσαδιστές και επίδοξους βασανιστές παιδιών πάντως, η ταινία είναι λουκούμι.

ΒΑΘΜΟΣ: **

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 733)

5.5.06

BOSS'N UP



Σκηνοθεσία: Ντίλαν Μπράουν
Παίζουν: Σνουπ Ντογκ, Χόθορν Τζέιμς, Σίλα Άντερσον

ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 88΄

Αν γνωρίζετε από MCing, gangsta rap και hip-hop, τότε σίγουρα θα είστε ήδη εξοικειωμένοι με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του χώρου, που ακούει στο όνομα Snoop Dogg. Για μένα που δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για όλ' αυτά, η συγκεκριμένη ταινία έμοιασε σαν ένα ταξίδι σε μια εξωτική χώρα. Μια χώρα όπου το όνειρο του κάθε άντρα που σέβεται τον εαυτό του είναι να βρει μερικές γκόμενες του χεριού του, να τις βγάλει στο κλαρί, και να τα κονομήσει χοντρά. Μια χώρα όπου όλοι οι καθώς πρέπει άντρες λέγονται pimp, και όλες οι γυναίκες bitches. Όπου η πορνεία μοιάζει σαν μια φυσική κατάσταση, για κάθε καλή "γκόμενα" (hoe), μια δουλειά ακίνδυνη, ευχάριστη και πολύ προσοδοφόρα. Αυτή είναι η χώρα στην οποία εξελίσσεται το "Boss'n Up", η μουσική περιπέτεια που βασίζεται στο άλμπουμ του Σνουπ Ντογκ "R&G (Rhythm & Gangsta): The Masterpiece".
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο ίδιος ο Σνουπ Ντογκ υποδύεται τον Κορντέ, έναν νεαρό υπάλληλο σούπερ-μάρκετ ικανό να παρατήσει την ουρά των πελατών σύξυλη στο ταμείο, προκειμένου να πάει να την πέσει στη νεαρά που στάμπαρε με την άκρη του ματιού του να μπαίνει στο κατάστημα. Οι επιδόσεις του στη δουλειά είναι αντιστρόφως ανάλογες με τις επιδόσεις του στα γκομενιλίκια, αυτός όμως παρόλ' αυτά πιστεύει ακράδαντα πως μια μέρα θα γίνει πλούσιος. Eμφανίζεται τότε σαν από μηχανής Θεός ο Orange Juice, ο πιο πετυχημένος νταβατζής του ντουνιά, ο οποίος του προτείνει να τον μυήσει στο νταβατζιλίκι. Ο Κορντέ δεν θέλει και πολύ για να πειστεί, και σύντομα ξεκινά την καριέρα του...
Παρότι σαν σενάριο η ταινία είναι στην καλύτερη περίπτωση απλοϊκή, η δε αφηγηματική ροή διακόπτεται συχνά-πυκνά από μουσικές παρεμβάσεις, συνολικά αναδύεται ένα feeling γνησιότητας. Τόσο ο Σνουπ Ντογκ, όσο και οι λοιποί πρωταγωνιστές, που είναι και αυτοί του ιδίου σιναφιού, μοιάζουν τόσο εξοικειωμένοι με τους ρόλους τους, που δεν μπορείς παρά να μπεις στον πειρασμό να σκεφτείς ότι διηγούνται την ίδια τη ζωή τους. Τα μπλεξίματα του Σνουπ Ντογκ με τη δικαιοσύνη είναι άλλωστε γνωστά. Μέχρι και για φόνο έχει κατηγορηθεί. Η αξία και αξιοπιστία της ταινίας αυξάνεται επιπρόσθετα από το γεγονός ότι δείχνει να εκφράζει έναν ολόκληρο κόσμο νεαρών αφρο-αμερικάνων, των οποίων τα όνειρα οπτικοποιεί. Συνολικά, μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, που βλέπεται ευχάριστα, με μπόνους κάποια βίντεο-κλιπ του Σνουπ Ντογκ. Κλείνουμε με μερικούς στίχους του καλλιτέχνη:

I've been looking at you, from the corner of my eyes
Checking out your hips, lips, tits and your thighs
I've been wanting to do you, for a mighty long time
You make a pimp wanna sing I - I - I

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 731)

6.4.06

ΒΟΜΒΑ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ


BOMB THE SYSTEM

Σκηνοθεσία: Άνταμ Μπάλα Λου
Παίζουν: Μαρκ Γουέμπερ, Γκάνο Γκριλς, Τζάκλιν Ντε Σάντις
ΗΠΑ, 2003. Διάρκεια: 90΄


Μετά το "Lords of Dogtown", που σας είχαμε παρουσιάσει πριν από λίγες βδομάδες απ' αυτή τη στήλη, και το οποίο ασχολούνταν με τη νεανική υποκουλτούρα των skaters, αυτή είναι η δεύτερη ταινία που ασχολείται με μια νεανική υποκουλτούρα, των graffiti artists αυτή τη φορά, στοχεύοντας βέβαια και σ' ένα αντίστοιχο νεανικό κοινό.
Πρόκειται για μια ταινία φορμαλιστικά πολύ ρωμαλέα, που φιλοδοξεί, όπως μαρτυρά και ο τίτλος, να υπερβεί τον απλό στόχο της καταγραφής ενός περιθωριακού τρόπου ζωής και να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα, επιχειρώντας ένα σχόλιο πολιτικής υφής. Ως προς αυτό το σημείο θυμίζει λίγο το "V for Vendetta", το οποίο παίζεται αυτή τη βδομάδα στις αίθουσες. Μπόλικος πολιτικός βερμπαλισμός περί "επανάστασης" και "βόμβας στο σύστημα", λιγοστή όμως η ουσία. Το πλεονέκτημα της ταινίας αυτής σε σχέση με τη Βεντέτα είναι πως δεν κάνει το λάθος να επιχειρεί να εκφράσει εναλλακτικές, ή περιθωριακές απόψεις σε μια γλώσσα ίδια κι απαράλλακτη μ' αυτή του εμπορικού κινηματογράφου του Χόλιγουντ. Το "Βόμβα στο σύστημα" μπορεί να είναι κάπως απλοϊκό στην πολιτικοκοινωνική του ανάλυση, σίγουρα όμως κάνει ό,τι μπορεί στο επίπεδο της φόρμας. Κάθε κινηματογραφόφιλος αξίζει να ρίξει μια ματιά στο στιλ που λανσάρει ο πρωτοεμφανιζόμενος Λου. Περίτεχνο μοντάζ, που βασίζεται στο πάγωμα της εικόνας, ασύγχρονος ήχος, ένα οργανωμένο δίκτυο από φλασμπάκ, επαναλαμβανόμενα θεματικά μοτίβα, χρωματική αλλοίωση, χωρίς ισορροπία καδραρίσματα είναι μερικά από τα κόλπα του, που συνοδεύονται φυσικά από ένα εξαιρετικό σάουντρακ. Η ταινία χάνει στην μικρή οθόνη, όχι μόνο εξαιτίας του οπτικού της πλούτου, αλλά και του θέματός της. Κι αυτό γιατί, παρότι σεναριακά είναι πολύ απλή, το θέμα μιας ομάδας νέων με καλλιτεχνικές ευαισθησίες που αρνούνται να ενταχθούν στο σύστημα, αλλά βρίσκουν έκφραση στο δημόσιο χώρο, στις πλατείες και τους δρόμους, είναι εξαιρετικά επίκαιρο σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την εγκατάλειψη του δημόσιου χώρου και μια άκρατη στροφή στη σφαίρα του ιδιωτικού, ενώ εύστοχη είναι και η συσχέτιση της τέχνης του γκράφιτι με το καθημερινό βίωμα και η άρνηση ιδρυματοποίησής της στις γκαλερί και τα μουσεία, όπου φυσιολογικά απονευρώνεται από κάθε ανατρεπτικό περιεχόμενο.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 728)

23.3.06

BAL-CAN-CAN


Σκηνοθεσία: Ντάρκο Μιτρέφσκι
Παίζουν: Βλάντο Γιοβανόφσκι, Αντόλφο Μαρτζιότα, Ζβέζντα Ανγκέλοφσκα, Μπράνκο Τζούριτς
ΠΓΔΜ, 2004. Διάρκεια: 90΄


Παρότι, ως γνωστόν, ανήκουμε στα Βαλκάνια, προτιμούμε συχνά να το ξεχνάμε, και να φαντασιωνόμαστε ότι συνορεύουμε με το Λουξεμβούργο. Είναι αυτό που προσωπικά αποκαλώ «σύνδρομο Σημίτη». Αν συγκαταλέγεστε σε αυτούς που έχουν μια κάποια περιέργεια να γνωρίσουν τους πραγματικούς γείτονές μας, έχετε τώρα την ευκαιρία να δείτε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην μάλλον σύντομη κινηματογραφική ιστορία της βόρειας, μικρής και… ακατονόμαστης γειτόνου μας. Η ταινία με το χαρακτηριστικό τίτλο «Μπαλ-καν-καν», μια συμπαραγωγή ΠΓΔΜ-Ιταλίας, έχει ήδη κόψει τον περασμένο χειμώνα το… ασύλληπτο νούμερο των 120 χιλιάδων εισιτηρίων, και τώρα αναζητά να τα αυγατίσει με την κυκλοφορία της σε DVD. Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη και μάλλον πλούσια παραγωγή, με υψηλές κατασκευαστικές αξίες, άρτια απ’ όλες τις πλευρές, που όμως προσπαθεί υπερβολικά πολύ να είναι αστεία και έξυπνη, και κάπου εκεί χάνει εν μέρει το παιχνίδι. Σεναριακά, η ταινία μοιάζει να επιχειρεί μια αλληγορική επισκόπηση της πρόσφατης βαλκανικής ιστορίας: Με το ξέσπασμα των συγκρούσεων στο Κουμάνοβο, ένα νεαρό ζευγάρι το σκάει απ’ τα Σκόπια προς τη Βουλγαρία, προκειμένου να αποφύγει την επιστράτευση. Μην έχοντας άλλη λύση, παίρνουν μαζί τους και την κατάκοιτη γριά μάνα, η οποία όμως τα… τινάζει στη διαδρομή. Τότε αρχίζουν τα μπλεξίματα με τη βουλγαρική γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα το πτώμα της άτυχης γριάς να καταλήξει τυλιγμένο σ’ ένα… χαλί προκειμένου να φυγαδευτεί λαθραία στα Σκόπια. Κάποιοι όμως το κλέβουν, κι έτσι αρχίζει μια κωμικοτραγική βαλκανιάδα σε Βελιγράδι, Μαυροβούνιο, Βοσνία και Κοσσυφοπέδιο, προκειμένου να ανευρεθεί το… ιερό χαλί. Σε βοήθεια του ζεύγους σπεύδει και ο αδελφοποιτός από την Ιταλία, τίποτε όμως δεν μοιάζει απλό μέσα στο γενικό βαλκανικό μπάχαλο. Το πρόβλημα με την ταινία είναι ότι κανείς από τους ήρωες δεν είναι συμπαθής, λείπει η ανθρωπιά και περισσεύει ένας μισανθρωπικός εξυπνακισμός. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για σύμπτωμα της γενικής κατάστασης των Βαλκανίων, ή αν θα πρέπει να το αποδώσουμε αυστηρά και μόνο στη συγκεκριμένη ταινία. Το διασκεδαστικό στοιχείο είναι ότι τα πάντα έχουν αλληγορική σημασία, και φχαριστιέται κανείς να ανακαλύπτει παραλληλισμούς με τη σημερινή πραγματικότητα της πολυβασανισμένης χερσονήσου μας.

ΒΑΘΜΟΣ: **

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 726)

2.3.06

SWEET JAM


CONFITUUR

Σκηνοθεσία: Λίφεν Ντεμπράουβερ
Παίζουν: Καμίλια Μπλερό, Φρέντι Κλάις, Μάγκντα Κνούντε
Βέλγιο, 2004. Διάρκεια: 84΄


Όπως ίσως θα ξέρετε, οι Βέλγοι χωρίζονται σε δύο διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες ενίοτε μαλώνουν και μεταξύ τους. Πολυπληθέστεροι είναι οι Βαλόνοι, που κυριαρχούν στην πολιτική και πολιτιστική ζωή και μιλούν γαλλικά. Δεύτεροι και καταϊδρωμένοι έρχονται οι Φλαμανδοί, οι οποίοι μιλούν ολλανδικά και φημίζονται κυρίως για το ένδοξο εμπορικό και καλλιτεχνικό τους παρελθόν, που γέννησε ζωγράφους τόσο διάσημους όσο ο Ρούμπενς και ο Βερμέερ. Η ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα είναι μια από τις λίγες που παράγονται προκειμένου να διαφυλαχθεί η φλαμανδική διαφορετικότητα. Πρόκειται για μια ολλανδόφωνη βελγο-ελβετική παραγωγή, που εκτυλίσσεται σ' ένα χαρακτηριστικό φλαμανδικό χωριό, μ' ένα χαρακτηριστικό φλαμανδικό χιούμορ που μόλις και μετά βίας καταφέρνει να μετακινήσει το χειλάκι οποιουδήποτε δεν κατοικοεδρεύει από γεννησιμιού του στην πανέμορφη Φλάνδρα, με ένα ανθρώπινο θέμα όμως, που φιλοδοξεί να αγγίξει ένα οικουμενικό κοινό.
Ένας τσαγκάρης το σκάει απ' το σπίτι του τη μέρα που αυτός και η γυναίκα του γιορτάζουν, μαζί με ολόκληρο το χωριό, το χρυσό ιωβηλαίο τους. Συνειδητοποιώντας ίσως την πεζή και βαρετή ζωή που αναγκάστηκε να ζήσει περιορισμένος σ' ένα καταπιεστικό κοινωνικό περιβάλλον γεμάτο με ηλίθια τελετουργικά σαν κι αυτά που παρακολουθούμε στο πάρτι του ιωβηλαίου, αλλά και μπουχτισμένος με τη συμπεριφορά της κατάκοιτης αδελφής του, η οποία έχει καταντήσει ένας σωστός θηλυκός Άντολφ Χίτλερ, καταφεύγει στο σπίτι της άλλης αδελφής του, η οποία έχει πραγματοποιήσει εδώ και χρόνια τη δική της ρήξη με όλα αυτά τα καταπιεστικά και διατηρεί ένα καμπαρέ στην πόλη. Η ταινία λοιπόν, διατηρώντας ένα πολύ κουλ, πλούσιο σε χρώματα, και μάλλον αυτοϋπονομευτικό εικαστικό στιλ, μιλά μ' έναν φλεγματικό, υπόγειο τρόπο για την κοινωνική καταπίεση, την ασφυξία που μπορεί να νιώσει κανείς ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη και την ηλικία του, αλλά και για την αγάπη, και τους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους που επιλέγουμε προκειμένου να τεστάρουμε τα όριά της. Παράλληλα, παρακολουθεί και τις προσπάθειες της συζύγου να αντεπεξέλθει στα νέα δεδομένα και πώς καταφέρνει να αυτονομηθεί, να πατήσει στα δικά της πόδια, να νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή της συναισθηματικά και οικονομικά ανεξάρτητη. Κάπου εκεί κολλάει και η μαρμελάδα του τίτλου, καθώς μετατρέπεται από σύμβολο ενδοοικογενειακής καταπίεσης και οικιακό προϊόν που η σπιτονοικοκυρά παρασκεύαζε αποκλειστικά για να υπηρετήσει τα μέλη της οικογενείας, σε είδος προς πώληση που στηρίζει την οικονομική της χειραφέτηση. Συνολικά, μια ενδιαφέρουσα και αξιοθέατη δουλειά.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 723)

9.2.06

PARAISO: Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ BUENA VISTA SOCIAL CLUB



PARAISO

Σκηνοθεσία: Αλίνα Τεοντορέσκου
Πρωταγωνιστούν: Τα μέλη του συγκροτήματος Madera Limpia
Γερμανία/Κούβα, 2003. Διάρκεια: 92΄


Να που τελικά μπορεί κανείς να ανακαλύψει πραγματικά διαμάντια στα ράφια των βίντεο-κλαμπ. Το Paraiso ("Παράδεισος") είναι μια πραγματική ταινία-δυναμίτης, που κινείται επιδέξια, περίτεχνα θα λέγαμε, μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμανέρ, προκειμένου να προχωρήσει μεθοδικά, πλάνο το πλάνο, σκηνή τη σκηνή, σε μια αποκάλυψη σχεδόν μεταφυσικού μεγέθους. Μπροστά στα ενδεή μάτια του δυτικοτραφούς θεατή ξετυλίγεται ένας ολοκληρωμένος τρόπος ζωής. Ένας τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και τα πράγματα, να βιώνεις τις καταστάσεις, να λύνεις τα προβλήματα. Όχι, δεν πρόκειται για μια συνταγή ατομική, που μπορεί να εφαρμοστεί μεμονωμένα. Μιλάμε για μια ολόκληρη κουλτούρα, έναν πολιτισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας, που ζει την καθημερινότητα μέσα από το χορό και το τραγούδι, μέσα από τη διαρκή αναζήτηση της επικοινωνίας και του έρωτα, μέσα από μια ιδιαίτερη διασύνδεση με την κάθε στιγμή, με το βίωμα του ενεστώτα χρόνου και το ξόρκισμα του μέλλοντος. Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει ότι ένα ζευγάρι ρουμάνων μεταναστών με γερμανική παιδεία, η σκηνοθέτιδα, μοντέζ και καθηγήτρια της Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Μονάχου Αλίνα Τεοντορέσκου και ο παραγωγός και διευθυντής φωτογραφίας Σορίν Ντραγκόι, ανέλαβε με τέτοια επιτυχία αυτό το έργο. Γιατί απαιτείται μπόλικος καρτεσιανός διαχωρισμός πνεύματος, ψυχής και σώματος, μαζί με γερές δόσεις βιομηχανοποίησης και νεοτερικού εκσυγχρονισμού για να εκτιμήσεις και να αναδείξεις με τέτοια υπόγεια φλόγα αυτή την μαγική τέχνη του ζειν.
Φαινομενικά, η ταινία ασχολείται με ένα μουσικό συγκρότημα του Γκουαντάναμο, του φτωχού κι απομακρυσμένου από τον κοσμοπολιτισμό της Αβάνας ανατολικότερου άκρου της Κούβας, γνωστού βεβαίως και για άλλους, άκρως δυσάρεστους λόγους. Το συγκρότημα λέγεται Madera Limpia ("Γνήσιο Ξύλο") κι αποτελείται από εφτά άρρενες, νεαρούς στην πλειοψηφία τους μουσικούς. Το ιδίωμά του εκκινεί από την μουσική Changui, παραδοσιακή λαϊκή μουσική σε αφρο-κουβανέζικους ρυθμούς από την εποχή της σκλαβιάς, και ενσωματώνει στοιχεία ραπ και χιπ-χοπ. Η έμφαση βρίσκεται στα χειροποίητα κρουστά όργανα, όπως το Μπόνγκο, το Καζόν και το Μπατά. Με αφορμή λοιπόν τη ζωή και το έργο των μελών του συγκροτήματος, η ταινία μας μυεί στη μαγεία του κουβανέζικου τρόπου ζωής. Είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς το Paraiso μουσικό ντοκιμαντέρ, είναι όμως πολλά περισσότερα. Απλά δείτε τo!

ΒΑΘΜΟΣ: *****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 720)

26.1.06

ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΑΔΡΕΝΑΛΙΝΗ


LORDS OF DOGTOWN

Σκηνοθεσία: Κάθριν Χάρντγουικ
Παίζουν: Εμίλ Χιρς, Βίκτορ Ράζουκ, Τζον Ρόμπινσον, Χιθ Λέτζερ
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 105΄

Όσοι ξέρουν από skateboard πιθανόν να γνωρίζουν ότι όλοι αυτή η νεανική street culture ξεκίνησε στα μέσα των ’70s από τα παραλιακά προάστια του Λος Άντζελες. Μέχρι τότε το σκέιτμπορντ ήταν ένα μάλλον βαρετό και φλώρικο παιχνίδι, στην ίδια κατηγορία με το γκολφ, το μπάντμινγκτον και το κρίκετ. Η μεταμόρφωσή του σε συναρπαστικό και ολοζώντανο extreme sport συντελέστηκε όταν έπεσε στα χέρια, ή μάλλον στα πόδια, των street gangs των παραλιακών φτωχογειτονιών του L.A., που ασχολούνταν μέχρι τότε κυρίως με το surfing. Την ιστορία αυτών των παιδιών που έφεραν την επανάσταση στο σκέιτμπορντ διηγείται η ταινία της Κάθριν Χάρντγουικ. Πρόκειται για μια ταινία που πάλλεται από το ρυθμό της κουλτούρας των δρόμων, γεμάτη με την αδρεναλίνη των πρώτων, ηρωικών skaters και τα σκιρτήματα της εφηβικής τους καρδιάς. Όπως και στην πρώτη της ταινία, το «Δεκατρία» (Thirteen) η Χάρντγουικ υιοθετεί ένα ντοκιμαντερίστικο στιλ, με πλάνα από τις εντυπωσιακές φιγούρες των skaters που πραγματικά σε βάζουν μέσα στη δράση, γρήγορο μοντάζ και επεισοδιακή δομή, που μοιάζει πολύ περισσότερο με τον αποσπασματικό χαρακτήρα της πραγματικής ζωής, σε σχέση με την κλασσική δραματουργία. Στα μείον της ταινίας συγκαταλέγονται κάποια προβλήματα στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, κι αυτά όμως υποσκελίζονται από τις εντυπωσιακά νατουραλιστικές ερμηνείες των τριών νεαρών πρωταγωνιστών, οι οποίοι ενσαρκώνουν πειστικότατα τους τρεις θρύλους της φτωχογειτονιάς της Dogtown, τον Τόνι Άλβα, τον Τζέι Άνταμς και τον Στέισι Περάλτα, ο οποίος μάλιστα έχει γράψει και το σενάριο. Στα extras του dvd μπορεί κανείς ακόμη να βρει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον making of, με σκηνές από τα εξαιρετικά κοπιώδη γυρίσματα της δράσης. Οι τρεις νεαροί ηθοποιοί μαθήτευσαν δίπλα στους πραγματικούς skaters που ενσαρκώνουν, προπονήθηκαν στην τέχνη τους και έμαθαν πολύ καλό σκέιτμπορντ. Χρησιμοποιήθηκαν βέβαια και επαγγελματίες stunts, σημειώθηκαν μάλιστα και τραυματισμοί, τους οποίους μπορείτε να δείτε. Υπάρχει και commentary της σκηνοθέτιδας, καθώς και κομμένες σκηνές. Συνολικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δουλειά. Σημειώνεται ότι της ταινίας αυτής προηγήθηκε το 2001 ένα ντοκιμαντέρ με το ίδιο ακριβώς θέμα, που γύρισε μόνος τους ο Περάλτα, με τίτλο Dogtown and the Z-Boys. Οι φανς του είδους αξίζει τον κόπο να ψάξουν να το βρουν.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 718)

12.1.06

ΤΟ ΣΕΞ ΠΟΥΛΑΕΙ

SEX SELLS: THE MAKING OF TOUCHE

Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λίμπερτ
Παίζουν: Μαρκ Ντε Κάρλο, Τζέι Μάικλ Φέργκιουσον, Πρισίλα Μπαρνς, Λίζα Τζέι
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 95΄

Το σεξ πουλάει; Στα σίγουρα, οπότε κάπως έτσι ελπίζει να πουλήσει και η περί ου ο λόγος ταινία. Θα πρέπει όμως να σας προειδοποιήσουμε: Παρότι εξελίσσεται στα γυρίσματα μιας πορνοταινίας, υπάρχει πολύ λίγο σεξ στο Sex Sells, όπως εξίσου πενιχρό είναι και το φως που ρίχνει στη βιομηχανία του πορνό. Θα λέγαμε πως η ταινία ασχολείται μεν αρκετά με το πορνό, πρόκειται όμως για έναν φανταστικό και σαφώς εξιδανικευμένο πορνο-κόσμο, που θυμίζει ίσως τα χρόνια της αθωότητας του είδους, εκεί στα '70s. Ο ρομαντικός παραγωγός που δεν φείδεται χρόνου και χρήματος προκειμένου να εκπληρώσει το όραμά του, οι σταρ, όλοι τους μια αγαπημένοι παρέα που πιστεύει στην υψηλή τέχνη του ηθοποιού, τα πολύπλοκα σενάρια που γυρίζονται απαραιτήτως σε φιλμ. Σχηματικές καταστάσεις, που σχεδόν “αγιογραφούν” την βιομηχανία του πορνό. Πρόκειται λοιπόν για ένα ψευδοντοκιμαντέρ με τα όλα του. Παριστάνει πως είναι ντοκιμαντέρ, όπως επίσης παριστάνει πως αναπλάθει τον κόσμο του πορνό, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια ταινία μυθοπλασίας γύρω από έναν ανύπαρκτο κόσμο. Ενδιαφέρον σαν φόρμα, οι δημιουργοί όμως του Sex Sells καθιστούν γρήγορα σαφές ότι δεν τους ενδιαφέρουν και τόσο οι στιλιστικοί πειραματισμοί. Η ταινία τους δεν είναι παρά μια χαλαρή συρραφή από στιγμιότυπα, άλλα λιγότερο κι άλλα περισσότερο πετυχημένα, όμως όλα σχεδόν στοχεύουν να αποσπάσουν το γέλιο μας, ή τέλος πάντων το χαμόγελό μας. Ούτε τολμηρή ερωτική ταινία, λοιπόν, ούτε ντοκιμαντέρ, ή ψευδοντοκιμαντέρ για το πορνό. Το Sex Sells είναι μια χαμηλών φιλοδοξιών κωμωδία μ' ένα μάλλον χοντρό, αμερικανικού τύπου χιούμορ. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν διαθέτει και μερικές δυνατές σκηνές· το απόσπασμα από τον... “Πόλεμο των Άστροπούτανων” (Star Whores) είναι σκηνή ανθολογίας, ενώ πολύ γέλιο έχει και η αποκάλυψη των προσόντων του πορνοστάρ με το όργανο του... ενός μέτρου. Γενικά όμως την ταινία αν τη δει κανείς μόνος του θα βαρεθεί· χρειάζεται την συνεπικουρία μιας χαβαλεδιάρικης παρέας και μερικές μπύρες για να εγγυηθούν τη διασκέδασή του.

ΒΑΘΜΟΣ: **

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 716)