23.3.06

BAL-CAN-CAN


Σκηνοθεσία: Ντάρκο Μιτρέφσκι
Παίζουν: Βλάντο Γιοβανόφσκι, Αντόλφο Μαρτζιότα, Ζβέζντα Ανγκέλοφσκα, Μπράνκο Τζούριτς
ΠΓΔΜ, 2004. Διάρκεια: 90΄


Παρότι, ως γνωστόν, ανήκουμε στα Βαλκάνια, προτιμούμε συχνά να το ξεχνάμε, και να φαντασιωνόμαστε ότι συνορεύουμε με το Λουξεμβούργο. Είναι αυτό που προσωπικά αποκαλώ «σύνδρομο Σημίτη». Αν συγκαταλέγεστε σε αυτούς που έχουν μια κάποια περιέργεια να γνωρίσουν τους πραγματικούς γείτονές μας, έχετε τώρα την ευκαιρία να δείτε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην μάλλον σύντομη κινηματογραφική ιστορία της βόρειας, μικρής και… ακατονόμαστης γειτόνου μας. Η ταινία με το χαρακτηριστικό τίτλο «Μπαλ-καν-καν», μια συμπαραγωγή ΠΓΔΜ-Ιταλίας, έχει ήδη κόψει τον περασμένο χειμώνα το… ασύλληπτο νούμερο των 120 χιλιάδων εισιτηρίων, και τώρα αναζητά να τα αυγατίσει με την κυκλοφορία της σε DVD. Πρόκειται για μια πολύ προσεγμένη και μάλλον πλούσια παραγωγή, με υψηλές κατασκευαστικές αξίες, άρτια απ’ όλες τις πλευρές, που όμως προσπαθεί υπερβολικά πολύ να είναι αστεία και έξυπνη, και κάπου εκεί χάνει εν μέρει το παιχνίδι. Σεναριακά, η ταινία μοιάζει να επιχειρεί μια αλληγορική επισκόπηση της πρόσφατης βαλκανικής ιστορίας: Με το ξέσπασμα των συγκρούσεων στο Κουμάνοβο, ένα νεαρό ζευγάρι το σκάει απ’ τα Σκόπια προς τη Βουλγαρία, προκειμένου να αποφύγει την επιστράτευση. Μην έχοντας άλλη λύση, παίρνουν μαζί τους και την κατάκοιτη γριά μάνα, η οποία όμως τα… τινάζει στη διαδρομή. Τότε αρχίζουν τα μπλεξίματα με τη βουλγαρική γραφειοκρατία, με αποτέλεσμα το πτώμα της άτυχης γριάς να καταλήξει τυλιγμένο σ’ ένα… χαλί προκειμένου να φυγαδευτεί λαθραία στα Σκόπια. Κάποιοι όμως το κλέβουν, κι έτσι αρχίζει μια κωμικοτραγική βαλκανιάδα σε Βελιγράδι, Μαυροβούνιο, Βοσνία και Κοσσυφοπέδιο, προκειμένου να ανευρεθεί το… ιερό χαλί. Σε βοήθεια του ζεύγους σπεύδει και ο αδελφοποιτός από την Ιταλία, τίποτε όμως δεν μοιάζει απλό μέσα στο γενικό βαλκανικό μπάχαλο. Το πρόβλημα με την ταινία είναι ότι κανείς από τους ήρωες δεν είναι συμπαθής, λείπει η ανθρωπιά και περισσεύει ένας μισανθρωπικός εξυπνακισμός. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για σύμπτωμα της γενικής κατάστασης των Βαλκανίων, ή αν θα πρέπει να το αποδώσουμε αυστηρά και μόνο στη συγκεκριμένη ταινία. Το διασκεδαστικό στοιχείο είναι ότι τα πάντα έχουν αλληγορική σημασία, και φχαριστιέται κανείς να ανακαλύπτει παραλληλισμούς με τη σημερινή πραγματικότητα της πολυβασανισμένης χερσονήσου μας.

ΒΑΘΜΟΣ: **

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 726)

2.3.06

SWEET JAM


CONFITUUR

Σκηνοθεσία: Λίφεν Ντεμπράουβερ
Παίζουν: Καμίλια Μπλερό, Φρέντι Κλάις, Μάγκντα Κνούντε
Βέλγιο, 2004. Διάρκεια: 84΄


Όπως ίσως θα ξέρετε, οι Βέλγοι χωρίζονται σε δύο διαφορετικές κοινότητες, οι οποίες ενίοτε μαλώνουν και μεταξύ τους. Πολυπληθέστεροι είναι οι Βαλόνοι, που κυριαρχούν στην πολιτική και πολιτιστική ζωή και μιλούν γαλλικά. Δεύτεροι και καταϊδρωμένοι έρχονται οι Φλαμανδοί, οι οποίοι μιλούν ολλανδικά και φημίζονται κυρίως για το ένδοξο εμπορικό και καλλιτεχνικό τους παρελθόν, που γέννησε ζωγράφους τόσο διάσημους όσο ο Ρούμπενς και ο Βερμέερ. Η ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα είναι μια από τις λίγες που παράγονται προκειμένου να διαφυλαχθεί η φλαμανδική διαφορετικότητα. Πρόκειται για μια ολλανδόφωνη βελγο-ελβετική παραγωγή, που εκτυλίσσεται σ' ένα χαρακτηριστικό φλαμανδικό χωριό, μ' ένα χαρακτηριστικό φλαμανδικό χιούμορ που μόλις και μετά βίας καταφέρνει να μετακινήσει το χειλάκι οποιουδήποτε δεν κατοικοεδρεύει από γεννησιμιού του στην πανέμορφη Φλάνδρα, με ένα ανθρώπινο θέμα όμως, που φιλοδοξεί να αγγίξει ένα οικουμενικό κοινό.
Ένας τσαγκάρης το σκάει απ' το σπίτι του τη μέρα που αυτός και η γυναίκα του γιορτάζουν, μαζί με ολόκληρο το χωριό, το χρυσό ιωβηλαίο τους. Συνειδητοποιώντας ίσως την πεζή και βαρετή ζωή που αναγκάστηκε να ζήσει περιορισμένος σ' ένα καταπιεστικό κοινωνικό περιβάλλον γεμάτο με ηλίθια τελετουργικά σαν κι αυτά που παρακολουθούμε στο πάρτι του ιωβηλαίου, αλλά και μπουχτισμένος με τη συμπεριφορά της κατάκοιτης αδελφής του, η οποία έχει καταντήσει ένας σωστός θηλυκός Άντολφ Χίτλερ, καταφεύγει στο σπίτι της άλλης αδελφής του, η οποία έχει πραγματοποιήσει εδώ και χρόνια τη δική της ρήξη με όλα αυτά τα καταπιεστικά και διατηρεί ένα καμπαρέ στην πόλη. Η ταινία λοιπόν, διατηρώντας ένα πολύ κουλ, πλούσιο σε χρώματα, και μάλλον αυτοϋπονομευτικό εικαστικό στιλ, μιλά μ' έναν φλεγματικό, υπόγειο τρόπο για την κοινωνική καταπίεση, την ασφυξία που μπορεί να νιώσει κανείς ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη και την ηλικία του, αλλά και για την αγάπη, και τους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους που επιλέγουμε προκειμένου να τεστάρουμε τα όριά της. Παράλληλα, παρακολουθεί και τις προσπάθειες της συζύγου να αντεπεξέλθει στα νέα δεδομένα και πώς καταφέρνει να αυτονομηθεί, να πατήσει στα δικά της πόδια, να νιώσει για πρώτη φορά στη ζωή της συναισθηματικά και οικονομικά ανεξάρτητη. Κάπου εκεί κολλάει και η μαρμελάδα του τίτλου, καθώς μετατρέπεται από σύμβολο ενδοοικογενειακής καταπίεσης και οικιακό προϊόν που η σπιτονοικοκυρά παρασκεύαζε αποκλειστικά για να υπηρετήσει τα μέλη της οικογενείας, σε είδος προς πώληση που στηρίζει την οικονομική της χειραφέτηση. Συνολικά, μια ενδιαφέρουσα και αξιοθέατη δουλειά.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 723)