26.1.07

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΡΑΣΤΩΝ



CONVERSATIONS WITH OTHER WOMEN

Σκηνοθεσία: Χανς Κανόζα
Παίζουν: Χέλενα Μπόναμ Κάρτερ, Άαρον Έκχαρτ
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 84΄

Υπόθεση: Ένας άντρας και μια γυναίκα που πλησιάζουν τα σαράντα, συναντιούνται στη δεξίωση ενός γάμου και παίζουν ένα ολονύχτιο παιχνίδι φλερταρίσματος, γεμάτο ευφυολογήματα, φιλοσοφικές ενατενήσεις περί ζωής και έρωτα, και αποκαλύψεις σχετικά με το παρελθόν και το παρόν τους.

Μια ταινία που μιλά για τη ματαίωση του εφηβικού έρωτα, τους αναγκαίους συμβιβασμούς της ενηλικίωσης, αλλά και την αναπόφευκτη αγκύλωση στην ανωριμότητα που συνεπάγεται η άρνηση των συμβιβασμών αυτών. Μια ταινία για την ανεξήγητη ερωτική χημεία ενός άνδρα και μιας γυναίκας, για τον εγγενώς παράλογο χαρακτήρα του ερωτικού πόθου, και για τα παιχνίδια του χρόνου, που τρέχει στους δικούς του ρυθμούς και μας αναγκάζει, θέλοντας και μη, να προσαρμοζόμαστε, ο καθένας με το δικό του τρόπο, στις επιταγές του.

Ταινία που εμφανώς υπάγεται στο παραδοσιακό αγγλοσαξονικό είδος της ερωτικής κομεντί με τους σπινθηροβόλους διαλόγους, τις διαρκείς ανατροπές στις σχέσεις και τις υπόγειας έντασης ερμηνείες, οι «Εξομολογήσεις εραστών» διαθέτουν έναν ακόμη άσο στο μανίκι. Πρόκειται για την σκηνοθετική επιλογή να γυριστεί όλη η ταινία σε split-screen, πράγμα που σημαίνει ότι η οθόνη διαιρείται σε ένα δεξιό και ένα αριστερό τμήμα και παρακολουθούμε ταυτοχρόνως δύο πλάνα σε παράλληλη δράση, συνήθως ένα πλάνο του άντρα και ένα της γυναίκας. Ο σκηνοθέτης δοκιμάζει βέβαια και άλλες εκδοχές, όπως για παράδειγμα συνδυασμό πλάνων παροντικής-παρελθοντικής δράσης, ή πραγματικότητας-φαντασίας. Το αποτέλεσμα είναι άκρως ενδιαφέρον, μόνον όμως για θεατές με φορμαλιστικές ανησυχίες, γιατί τους υπόλοιπους τους φανταζόμαστε να προσπαθούν να μπουν στην ταινία για να διώξουν αυτή την ενοχλητική γραμμή, αν και η δράση σε κάθε περίπτωση απορροφά τόσο, ώστε να την ξεχνά κανείς. Όσο για όλους εμάς, που γνωρίζουμε ότι είναι αδύνατον να ειπωθεί οτιδήποτε αξιόλογο ή πρωτότυπο σε μια γλώσσα φθαρμένη από την υπερβολική και στρεβλή χρήση, και συμφωνούμε με τη Τζούλια Κριστέβα ότι «η γλώσσα είναι για το υποκείμενο ό,τι η επανάσταση για την κοινωνία», δεν μπορούμε παρά να νιώθουμε ενθουσιασμένοι με τη συγκεκριμένη ταινία. Το dvd έρχεται μάλιστα με όλα του τα extras, όπου θα σας προτείναμε να μη χάσετε τα σχόλια του σκηνοθέτη περί split-screen και διαδικασίας παραγωγής της ταινίας. Όχι μόνο πρόκειται για μάθημα κινηματογράφου πρώτης τάξεως, αλλά καταδεικνύει και τον υψηλό βαθμό γνώσης και συγκρότησης που απαιτείται για να γυρίσει κάποιος μια ταινία.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 758)

18.1.07

ΡΑΠ ΚΑΙ ΧΙΠ-ΧΟΠ ΣΤΗΝ ΑΤΛΑΝΤΑ


ATL

Σκηνοθεσία: Κρις Ρόμπινσον
Παίζουν: Τιπ Χάρις (Τ.Ι.), Έβαν Ρος, Λορίν Λόντον, Τζάκι Λονγκ
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 105΄

Υπόθεση: Ο 17χρονος Ρασάντ μεγαλώνει μαζί με το μικρό του αδελφό και το θείο του στην Mechanicsville, γειτονιά των μαύρων της Ατλάντα. Παράλληλα με τα γνωστά βιώματα της ηλικίας (έρωτες, μαθήματα, παρέες), ο Ρασάντ πρέπει παράλληλα και να δουλεύει σκληρά στην εταιρεία καθαρισμού που κληρονόμησε από τους πρόωρα χαμένους γονείς του.

Ταινία που έχει αρκετά να δώσει, το «Ραπ και χιπ-χοπ στην Ατλάντα» δεν πρόκειται πάντως να σας δώσει αυτό που λέει ο τίτλος της: Ραπ και χιπ-χοπ. Αν περιμένετε κάποιο μιούζικαλ, ή ένα είδος ντοκιμαντέρ για την μουσική σκηνή της πόλης που έκλεψε τους Ολυμπιακούς απ’ την Αθήνα το 1996, ψάξτε αλλού. Αυτό που μπορείτε να περιμένετε από το “ATL”, όπως είναι ο αρχικός του τίτλος (σύντμηση του “Atlanta”), είναι μια νεανική κομεντί, στην οποία πρωταγωνιστεί ένας ράπερ, ο Τ.Ι., μ’ ένα σενάριο τίγκα στο κλισέ, αλλά με πολύ ενδιαφέρουσα προσαρμογή στην κουλτούρα, την αισθητική και τις αξίες των ντόπιων αφροαμερικάνων. Ο σκηνοθέτης προέρχεται από το χώρο των βίντεο-κλιπ, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στην πολύχρωμη αισθητική που επιλέγει να δώσει στην ταινία, αλλά τα καταφέρνει πολύ καλά και σε τομείς που δεν θεωρούνται ως η σπεσιαλιτέ των βίντεο-κλιπ, όπως για παράδειγμα οι ερμηνείες, οι οποίες είναι σίγουρα καλύτερες από άλλες αφροαμερικάνικες ταινίες που έχουμε παρουσιάσει απ’ αυτή τη στήλη. Ιδιαίτερα οι σκηνές με τις δίδυμες και τη μαμά τους, αλλά και το τελικό τετ-α-τέτ του πρωταγωνιστή με το θείο του, διαθέτουν μια ξεχωριστή αυθεντικότητα. Γνήσια αυθεντικότητα, αλλά και μια αχλύ εξωραϊσμένης νοσταλγίας, εκπέμπουν επίσης και οι σκηνές στο skating club “Cascade”, όπου όλη η Mechanicsville, μαζεύεται κάθε Κυριακή βράδυ για να χορέψει κάνοντας πατίνια. Οι χορευτικές σκηνές, οι περιπέτειες των θαμώνων, τα συναισθήματά τους, όλα συντελούν ώστε το κλαμπ να προσλάβει στα μάτια μας μυθικές διαστάσεις. Πολύ χαρακτηριστικά διαγράφεται επίσης και η κοινωνική κατάσταση των μαύρων με τους οποίους καταπιάνεται η ταινία. Δεν είναι οι απέλπιδοι υποπρολετάριοι που έχουμε δει αλλού, είναι άνθρωποι αφομοιωμένοι, που αγωνίζονται να ανέβουν όσο μπορούν στην κοινωνική κλίμακα, ακριβώς γιατί ξέρουν ότι μπορούν. Αυτό βγαίνει πολύ ανάγλυφα, και νομίζω ότι σαν κοινωνική ανατομία μιας ολόκληρης γειτονιάς, η ταινία αξίζει. Γενικά, παρόλα τα κλισέ, η προσπάθεια των συντελεστών να βγάλουν κάποια αλήθεια και να μην κοροϊδέψουν το θεατή είναι εμφανής.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 757)

12.1.07

ΕΝΑ ΑΤΑΚΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ



MONDO MEYER UPAKHAN / A TALE OF A NAUGHTY GIRL

Σκηνοθεσία: Μπουνταντέφ Ντασγκούπτα
Παίζουν: Σαμάτα Ντας, Ριτουπάρνα Σενγκούπτα, Αρπάν Μπασάρ
Ινδία, 2002. Διάρκεια: 90΄

Υπόθεση: Η Λάτι, ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που μεγαλώνει σ’ ένα χωριό της Δυτικής Βεγγάλης, έχει ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, και ονειρεύεται να σπουδάσει. Η μητέρα της, όμως, που εργάζεται στο πορνείο της περιοχής, της επιφυλάσσει ένα τελείως διαφορετικό μέλλον. Την ιστορία της Λάτι παρακολουθούμε παράλληλα και με άλλες ιστορίες που συμβαίνουν γύρω της, όπως αυτή του ταξιτζή που δεν καταφέρνει να πληρωθεί ποτέ για τις κούρσες του και αυτή με τις τρεις πόρνες που ονειρεύονται μια διαφορετική, κοινή μοίρα.

Παρότι η ινδική κινηματογραφική παραγωγή ποσοτικά μόνο με αυτή του Χόλιγουντ μπορεί να συγκριθεί, σπάνια φτάνουν στις οθόνες μας ταινίες από την Ινδία. Η συγκεκριμένη, ισορροπεί επιδέξια μεταξύ των αμείλικτων εμπορικών απαιτήσεων μιας καλολαδωμένης βιομηχανικής μηχανής και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας ενός γνήσιου ποιητή. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που καταφέρνει να αποτελεί ταυτόχρονα μια συνταρακτική καταγγελία για τη θέση της γυναίκας στην ινδική κοινωνία, ένα νοσταλγικό ειδύλλιο για την αγροτική ζωή και έναν ποιητικό και συνάμα αισιόδοξο ρεμβασμό περί βίου γενικώς. Μην περιμένετε, επομένως, την ωμή καταγγελτική διάθεση ενός «Έθνους χωρίς γυναίκες», φερ’ ειπείν, ούτε κάποια σκοτεινή, νεορεαλιστική προσέγγιση. Τα έντονα χρώματα του Μπόλιγουντ κυριαρχούν, η διάθεση είναι γενικώς γαλήνια και κατά τόπους ρομαντική, ελαφρές δόσεις χιούμορ πλανώνται στην ατμόσφαιρα, ενώ κυρίαρχη είναι η αισιόδοξη (και ελαφρώς αβάσιμη, θα προσθέταμε εμείς) πίστη ότι οι γυναίκες αυτές μπορούν, επικουρούμενες από δυνάμεις τις οποίες θα αντλήσουν κύρια από μέσα τους, να βρουν ένα καλύτερο μέλλον. Εντύπωση μας έκανε το ιδεολογικό μοντάζ που χρησιμοποίησε αρκετές φορές ο σκηνοθέτης, ένα μοντάζ που έχει εγκαταλειφθεί εδώ και δεκαετίες στη Δύση, και που μας πήγε κατευθείαν πίσω στα χρόνια του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Προσέξτε για παράδειγμα τη σκηνή στο τέλος, όπου η αναχώρηση του τρένου «δένει» με την εκτόξευση του πυραύλου για τη σελήνη, ή πώς δένουν τα πλάνα με τα σκουλήκια να σιγοτρώνε τον κορμό του δένδρου. Άλλο στοιχείο της ταινίας που μας έκανε αρκετή εντύπωση ήταν τα υπονοούμενα που αφήνει για μια δυνατότητα γυναικείας χειραφέτησης μέσω της ριζικής απελευθέρωσης από την ανάγκη για ανδρική παρουσία. Γενικά μια ενδιαφέρουσα και καλογυρισμένη ταινία.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 756)

6.1.07

ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ


MARY

Σκηνοθεσία: Έιμπελ Φεράρα
Παίζουν: Φόρεστ Γουίτακερ, Ζιλιέτ Μπινός, Μάθιου Μοντίν
ΗΠΑ-Ιταλία, 2005. Διάρκεια: 86΄

Υπόθεση: Ο παρουσιαστής μιας πετυχημένης θρησκευτικής εκπομπής παρακολουθεί την πρεμιέρα μιας ταινίας με θέμα τη σχέση του Χριστού με τη Μαρία Μαγδαληνή, και αποφασίζει να καλέσει το σκηνοθέτη και την πρωταγωνίστρια στην εκπομπή του. Διαπιστώνει όμως ότι η ηθοποιός που ενσάρκωνε τη Μαρία Μαγδαληνή έχει εγκαταλείψει την καριέρα της και παραμένει στους Άγιους Τόπους, ακολουθώντας το προσωπικό της πνευματικό μονοπάτι. Την ίδια ώρα, ο τηλεπαρουσιαστής περνά τη δική του οικογενειακή κρίση…

Μετά από κάμποσες αποτυχίες, ο αμφιλεγόμενος δημιουργός του θρυλικού Bad Lieutenant επιστρέφει στη φόρμα με μια νευρώδη, δραματική ταινία θρησκευτικών αναζητήσεων. Μη φανταστείτε κάτι που μπαίνει σε καμιά κρυμμένη ουσία, ή προβαίνει σε αποκαλύψεις περί της πραγματικής ζωής του Ιησού. Όλα στην ταινία είναι θέμα ατμόσφαιρας. Ο Φεράρα, άκρως επιδέξια, δημιουργεί ένα κλίμα έντασης κι επικείμενων αποκαλύψεων, ενώ μια τάση διαρκούς αναζήτησης και αναθεωρητισμού αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Σε όλους τους ήρωές του καλλιεργεί μια αίσθηση υπαρξιακού κενού, αίσθηση που καταφέρνει να μεταδώσει και στους θεατές, ενώ η αναγκαιότητα επείγουσας κάλυψης του κενού αυτού με κάποια θρησκευτική πίστη φαντάζει αδήριτη. Η Ζιλιέτ Μπινός στο ρόλο της ηθοποιού περιφέρεται ως κεραυνοβολημένη μέσα σε ένα τοπίο που βγάζει καπνούς από την πολιτική ένταση, έτσι ώστε η θρησκεία να συσχετίζεται με το ταραχώδες πολιτικό της περιβάλλον. Ο Μάθιου Μοντίν ενσαρκώνει τον σκληροτράχηλο σκηνοθέτη, ως άλτερ έγκο – παρωδία του Φεράρα, που σπαράσσεται από το πάθος της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και της με κάθε μέσο επιτυχίας, ενώ ο Γουίτακερ, πολύ πιο εσωτερικός στην ερμηνεία του, χαρίζει πειθώ και βάθος στον φιλόδοξο τηλεπαρουσιαστή που σιγά-σιγά συνεπαίρνεται από το θέμα του και οδηγείται στην ανάπτυξη της προσωπικής του σχέσης με το θείο στοιχείο. Στην τελική σούμα, μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Φεράρα ότι δεν μας λέει και τίποτα καινούριο, αλλά τι θα μπορούσε στο κάτω-κάτω να πει, πέρα από το αναδείξει το ζήτημα της αναγκαιότητας της ειλικρινούς θρησκευτικής αναζήτησης σ’ έναν κόσμο που ταλανίζεται από τις πολιτικές συγκρούσεις και την έλλειψη νοήματος; Όπως πολύ σωστά παρατήρησε και ο Τέλλος Φίλης του Seven Film Gallery, πρόκειται για μια άσκηση σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας με ένα αρκετά φτωχό σενάριο. Η τελική σκηνή του ξεσπάσματος του Γουίτακερ είναι πάντως συλλεκτική.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 755)