30.11.06

ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΑΓΑΠΗ



QING HONG / SHANGHAI DREAMS

Σκηνοθεσία: Γουάνγκ Ζιαοσουάι
Παίζουν: Τζάο Γιουανγιουάν, Γιάν Ανλιάν, Φαν Χονγκέν
Κίνα, 2005. Διάρκεια: 123΄

Υπόθεση: Η ζωή και τα προβλήματα μιας μαθήτριας Λυκείου που μεγαλώνει σε μια καταπιεστική και μάλλον καταθλιπτική κωμόπολη της κινεζικής ενδοχώρας, έχοντας επιπρόσθετα να υπομείνει και την ασφυκτική καθοδήγηση ενός δεσποτικού πατέρα.

Εξαιρετικά ευαίσθητο και καλαίσθητο κινεζικό κοινωνικό δράμα από τον σκηνοθέτη που μας είχε δώσει και «Το ποδήλατο του Πεκίνου», η «Ταραγμένη αγάπη» δεν περιορίζεται μόνο σε μια σειρά από ψυχολογικά πορτρέτα ακριβείας, αλλά προχωρά και σε μια κομψή και οξυδερκή κριτική καταγραφή της επαρχιακής ζωής στην Κίνα. Η ταινία βραβεύτηκε με το βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανών το 2005.


Η ταινία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αποκτώντας έτσι και μια νοσταλγική διάσταση. Οι ήρωές της είναι οικογένειες από την Σαγκάη, που ο Μάο υποχρέωσε να αποδημήσουν σε μια απόμακρη επαρχία της ενδοχώρας, για να υποστηρίξουν την εκεί βιομηχανική ανάπτυξη. Για τους ανθρώπους αυτούς, η αδράνεια και η μικρότητα της επαρχίας απέκτησε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς ποτέ δεν έπαψαν να ονειρεύονται την επιστροφή τους στο πάτριο αστικό περιβάλλον. Πέρα απ’ όλα αυτά, η συμπαθέστατη κεντρική ηρωίδα πρέπει να υπομείνει και έναν αυστηρό, ανασφαλή πατέρα, που έχει μάθει να εκφράζει όλη του την έγνοια για την κόρη του με έναν τρόπο αυταρχικό και απόλυτο. Ανθρώπινος τύπος πολύ οικείος νομίζουμε και για μας τους Έλληνες, αποτελεί, υπό τις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες, πρώτης τάξεως υλικό για τραγωδία. Η ταινία, όμως, ξέρει να περιμένει. Αργά και μεθοδικά πλέκει τον ιστό όλων των πιέσεων (καθεστώς, σχολείο, γειτονιά, οικογένεια) που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην τραγική κατάληξη. Το σκηνοθετικό στιλ βασίζεται σε στατικά, μάλλον αφαιρετικά πλάνα εξαιρετικής εικαστικής σύνθεσης, σε ερμηνείες λεπτών αποχρώσεων και σε μια βαριά, σκοτεινή και βροχερή ατμόσφαιρα. Οι βραδυφλεγείς αφηγηματικοί ρυθμοί αρμόζουν στην περίσταση, αν και θα ήταν παράλειψη αν δεν εντοπίζαμε ένα εμφανές πλάτιασμα στο τελευταίο τέταρτο. Συνολικά, ένα φιλμ που εκπροσωπεί επάξια τον καλλιτεχνικό κινηματογράφο της Κίνας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 751)

25.11.06

ΛΕΓΕ ΜΕ ΚΟΥΜΠΡΙΚ



COLOUR ME KUBRICK

Σκηνοθεσία: Μπράιαν Κουκ
Παίζουν: Τζον Μάλκοβιτς, Ρίτσαρντ Γκραντ, Τζιμ Ντέιβιντσον
Βρετανία, 2005. Διάρκεια: 86΄

Στην αρχή των ’90s ένας επιτήδειος απατεώνας αναστάτωνε το κοσμικό Λονδίνο ισχυριζόμενος ότι ήταν ο Στάνλεϊ Κούμπρικ. Ο Άλαν Κόνγουεϊ διείσδυσε στις κρεβατοκάμαρες ουκ ολίγον φερέλπιδων σταρ της μεγάλης οθόνης και φόρτωσε μέχρι τελικού ορίου τις πιστωτικές κάρτες άλλων τόσων επίδοξων παραγωγών, πριν εν τέλει συλληφθεί από την Μητροπολιτική Αστυνομία.


Την ιστορία του Άλαν Κόνγουεϊ διηγούνται, χωρίς βέβαια να δεσμεύονται ιδιαίτερα από τα πραγματικά γεγονότα, οι πλέον ειδήμονες: Ο σεναριογράφος Άντονι Φρίγουιν, παλιό μέλος της ερευνητικής ομάδας του Κούμπρικ, ο οποίος είχε πραγματοποιήσει και την αρχική έρευνα για τον πραγματικό Άλαν Κόνγουεϊ για λογαριασμό του Στάνλεϊ Κούμπρικ και ο σκηνοθέτης Μπράιαν Κουκ, βοηθός και δεξί χέρι του Κούμπρικ σε ταινίες όπως Η λάμψη και τα Μάτια ερμητικά κλειστά. Το αποτέλεσμα είναι μια πανέξυπνη και διασκεδαστικότατη «μικρή» ταινία, που δεν φιλοδοξεί να στείλει κανένα βαρύγδουπο μήνυμα στην ανθρωπότητα, ούτε να μείνει στην παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία, καταφέρνει όμως να μας προσφέρει 86 λεπτά ερεθιστικής για το μυαλό ψυχαγωγίας.

Μέγιστη συμβολή στο αποτέλεσμα έχει ο Τζον Μάλκοβιτς, στην απολαυστικότερη ίσως ερμηνεία της πολυκύμαντης καριέρας του, γεμάτη από τα χαρακτηριστικά του παιχνιδίσματα των χειλιών, ευρηματικά σκέρτσα και χειρονομίες, κατά βούληση αλλαγές προφοράς και μια γκαρνταρόμπα που σπάει κόκαλα. Ύστερα είναι η ευρηματική, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αφήγηση, που διασπά την κυρίως δράση για να παρεμβάλλει διάφορες αντιδράσεις των εξαπατημένων, αστυνομικές και δημοσιογραφικές έρευνες και εξομολογήσεις, σε ένα σύνολο με έντονα κωμικές επιδράσεις. Σαρωτική είναι τέλος και η καυστική, πέρα από κάθε όριο πολιτικής ορθότητας, σάτιρα του κιτς, επιφανειακού και ματαιόδοξου κόσμου των γκέι. Σαν τελικό μπόνους της ταινίας προστίθενται οι αναφορές στο έργο του Κούμπρικ, μουσικές και όχι μόνο. Δείτε το σαν παιχνίδι – όποιος βρει τις περισσότερες κερδίζει. Μια μικρή απόλαυση…

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 750)

16.11.06

ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΠΑΠΙΑΣ



TEMPORADA DE PATOS

Σκηνοθεσία: Φερνάντο Εϊμπέκε
Παίζουν: Ντιέγκο Κατάνιο, Ντανιέλ Μιράντα, Ντάνι Περέα, Ενρίκε Αρεόλα
Μεξικό, 2004. Διάρκεια: 85΄


Κυριακή μεσημέρι σε μια μικροαστική συνοικία της Πόλης του Μεξικού. Δυο δεκατετράχρονοι φίλοι μένουν μόνοι στο σπίτι, παρέα με την παιχνιδοκονσόλα τους και μια τεράστια μπουκάλα αναψυκτικού. Τη ραθυμία τους διακόπτει πρώτα μια επίσκεψη νεαρής γειτόνισσας, η οποία ζητά να χρησιμοποιήσει το φούρνο τους, κι έπειτα μια αναπάντεχη διακοπή ρεύματος. Η παρέα μεγαλώνει, όταν η πίτσα που παρήγγειλαν παραδίδεται με… 11 δευτερόλεπτα καθυστέρηση, αυτοί αρνούνται να πληρώσουν κι ο πιτσαδόρος αρνείται να αποχωρήσει.

Επιστρέφουμε στις ταινίες μυθοπλασίας για να σας προτείνουμε μια ιδιαίτερη ταινία από το Μεξικό. Ιδιαίτερη γιατί, ενώ όλες οι ταινίες περιστρέφονται γύρω από κάτι, αυτή κάνει για θέμα της, φαινομενικά τουλάχιστον, το τίποτα. Ενώ οι περισσότερες ταινίες καταγράφουν δράση, αυτή φιλοδοξεί να καταγράψει την απουσία της. Το κενό, την αδράνεια. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι όλο αυτό το κενό το συσχετίζει με την εφηβική ηλικία. Όλοι μας θυμόμαστε λίγο-πολύ πως πρόκειται για την κατ’ εξοχήν ηλικία που γεμίζει με το τίποτα, με φαινομενικά ανούσια παιχνίδια, μια ηλικία βαρεμάρας, που κατά βάθος όμως μας συμβαίνουν τόσα πολλά. Ο νεαρός μεξικάνος σκηνοθέτης Εϊμπέκε φαίνεται να το γνωρίζει, η δε ικανότητά του στην αναπαράσταση της εφηβείας είναι πραγματικά μοναδική. Θα λέγαμε ότι μετά την πρόσφατη αναμπουμπούλα και την παραφιλολογία που ζήσαμε περί καταλήψεων και παραβατικών εφήβων στην Ελλάδα, αυτή η μικρή, ταπεινή, χαμηλού προϋπολογισμού ασπρόμαυρη ταινία έχει να μας πει πολλά. Αρκεί μόνο ο θεατής να είναι αρκετά υπομονετικός και προσεκτικός, ώστε να κάνει τις κατάλληλες συσχετίσεις. Εφιστούμε ιδιαίτερα την προσοχή σας στα λιγοστά στοιχεία που δίνονται για το ευρύτερο πλαίσιο που κινούνται οι τέσσερις χαρακτήρες (δυσλειτουργικές οικογένειες, φτώχια, ανεργία, μοναξιά), στην εικόνα του τίτλου, ένα κιτς κάδρο με πάπιες που πετούν, το οποίο κρέμεται στον τοίχο του σαλονιού κι όσο το κοιτούν, τόσο εντονότερα συμβολικές διαστάσεις προσλαμβάνει, καθώς και στα όσα συμβαίνουν στο τέλος, όπου πλέον ο ρυθμός επιταχύνεται. Η ταινία μπορεί άλλωστε να ειδωθεί και ως μια πραγματεία για το πέρασμα του χρόνου. Αξιόλογη δουλειά, που αξίζει την προσοχή σας.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 749)

10.11.06

NEIL YOUNG: HEART OF GOLD


Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Ντέμι
ΗΠΑ (2006). Διάρκεια: 103΄

Η συναυλία που έδωσε ο Νιλ Γιανγκ τον Αύγουστο του 2005 στο Νάσβιλ, παρουσιάζοντας το νέο του άλμπουμ Prairie Wind, σκηνοθετημένη από έναν σκηνοθέτη της κλάσης του Τζόναθαν Ντέμι

Θα μείνουμε για άλλη μια βδομάδα μακριά από τον μυθοπλαστικό κινηματογράφο, για να σας προτείνουμε σήμερα μια ταινία με μια φαινομενικά πολύ απλή αποστολή: Να καταγράψει μια μουσική συναυλία. Αποστολή την οποία κάνει να δείχνει ακόμα πιο απλή η σκηνοθετική προσέγγιση του Τζόναθαν Ντέμι. Μια σειρά από στρατηγικά τοποθετημένες ακίνητες κάμερες καταγράφουν τα επί σκηνής δρώμενα, δίχως περιστροφές, δίχως χειροκίνητες λήψεις, δίχως ζουμαρίσματα. Ο φακός παραμένει στραμμένος στη σκηνή. Κανένα πλάνο από το κοινό. Μόνο ο ήχος από τα χειροκροτήματα και τις σποραδικές ενθουσιώδεις ιαχές. Μοντάζ αργό, ρυθμικό, που επιστρέφει κάθε τόσο στο τυπικό γενικό πλάνο. Στοιχειώδη πράγματα, θά ’λεγε κανείς. Κι όμως. Ο Ντέμι καταφέρνει να αποδώσει μαεστρικά το κλίμα της συγκεκριμένης συναυλίας και των τραγουδιών που ακούγονται.

Για ποια τραγούδια μιλάμε όμως; Ο Νιλ Γιανγκ, ταλαιπωρημένος από ένα πρόβλημα υγείας, εξηντάχρονος που φαντάζει ακόμα γηραιότερος, επιστρέφει στη θρυλική Νάσβιλ του Τενεσί μαζί με όλους τους παλιόφιλους με τους οποίους συνεργάζεται εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, και στο Ryman Auditorium, ένα συναυλιακό χώρο πραγματικά εντυπωσιακής ακουστικής, παρουσιάζει ένα άλμπουμ-αναδρομή και απολογισμό ζωής, μια κατάδυση στις μουσικές και βιολογικές του ρίζες. Δε χρειάζεται να είναι κανείς οπαδός της κάντρι και της φολκ μουσικής για να νιώσει βαθιά μέσα του την αλήθεια, τη ζεστασιά και τη γνησιότητα του συγκεκριμένου έργου του Γιανγκ. Πρόκειται για μια συναυλία άψογα δουλεμένη, με ήχο πλήρως ακουστικό, και αρμονικότατα ακομπανιαμέντα, ένα άκουσμα απολαυστικό και εξαγνιστικό, που συνοδεύεται από λειτουργικότατα συρόμενα σκηνικά ταμπλό-βιβάν, τα οποία εναλλάσσονται, προσδίδοντας μια αυτοφυή κινηματογραφικότητα που παραπέμπει, σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Ντέμι, στα παλιά αθώα χρόνια του βωβού σινεμά.

Η ταινία μας έρχεται μαζί με όλα τα extras, φαινόμενο που δυστυχώς γίνεται όλο και σπανιότερο. Μη χάσετε το σπάνιο απόσπασμα από μια παλιά παρουσία του Γιανγκ στο Johnny Cash Show. Σας προτείνουμε τέλος να παρακολουθήσετε την ταινία επιλέγοντας υποτίτλους “English for the hearing impaired”, για να μπορείτε να διαβάζετε και τους στίχους των τραγουδιών, που έχουν πραγματικά πολύ ενδιαφέρον.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 748)

2.11.06

MY DATE WITH DREW


Σκηνοθεσία: Μπράιαν Χέρτσλινγκερ, Τζον Γκαν, Μπρετ Γουίν
ΗΠΑ (2003). Διάρκεια: 90΄

Ο Μπράιαν Χέρτσλινγκερ, νεαρός και άφραγκος επίδοξος σκηνοθέτης, νοικιάζει με δυο συμφοιτητές του απ’ τη σχολή κινηματογράφου μια ψηφιακή κάμερα και προσπαθεί να πραγματοποιήσει μέσα σ’ ένα μήνα το όνειρο του: Να βγει ραντεβού με την Ντρου Μπάριμορ.

Έχοντας αφομοιώσει δημιουργικά τις τεχνικές του Μάικλ Μουρ και του Μόργκαν Σπέρλοκ του Super Size Me, ο δαιμόνιος, νευρωτικός κι αλέγρος Χέρτσλινγκερ εκκινεί από ένα συνειδητά κενόδοξο εύρημα («30 μέρες. 1100 δολάρια. Ένα ραντεβού»), για να κλιμακώσει μεθοδικά την ταινία του σε μια διασκεδαστική, ανάλαφρη και ευρηματική φιλοσοφική ενατένιση του σύγχρονου «μιντιοκρατούμενου» κόσμου μας.

Φαινομενικά πρόκειται απλά για ένα διασκεδαστικό ντοκιμαντέρ (αν μπορεί να θεωρηθεί ντοκιμαντέρ μια ταινία η οποία προκαλεί τα γεγονότα τα οποία καλείται κατόπιν να καταγράψει). Ένας απλοϊκός νεαρός. Κάποιος ανάμεσά μας. Γεμάτος άγχη, φοβίες και μόνιμες αφραγκιές. Δεν γνωρίζει κανέναν στο Χόλιγουντ, έχει όμως ένα όνειρο: Να γνωρίσει τον παιδικό του έρωτα, την Ντρου Μπάριμορ. Οπλισμένος με μια νοικιασμένη βιντεοκάμερα και 1100 δολάρια που κέρδισε από τη συμμετοχή του σ’ ένα τηλεπαιχνίδι όπου η σωστή απάντηση ήταν «Ντρου Μπάριμορ», ο Χέρτσλινγκερ αποδύεται σ’ ένα κυνήγι φίλων και γνωστών, προσπαθώντας να ελέγξει την ορθότητα της αρχής των «έξι βαθμών διαχωρισμού». Ότι δηλαδή οποιοσδήποτε άνθρωπος στον πλανήτη μπορεί να γνωρίσει οποιονδήποτε άλλο, αν βρει έναν κοινό γνωστό ενός γνωστού ενός γνωστού ενός γνωστού επί έξι φορές. Ο κόσμος του Χόλιγουντ όμως αποδεικνύεται εξαιρετικά κλειστό σύστημα για τους κοινούς θνητούς. Η επιτυχία φαντάζει άκρως αμφίβολη.

Μπορεί κανείς να σταματήσει εδώ. Να αντιμετωπίσει δηλαδή την ταινία σαν μια διασκεδαστική αφήγηση της προσπάθειας ενός απλού ανθρώπου να κυνηγήσει το όνειρό του. Ο Χέρτσλινγκερ κι οι συνεργάτες του όμως, σίγουρα δεν είναι τόσο απλοϊκοί όσο θέλουν να δείχνουν… Παίζοντας με το σύνολο των συμβάσεων της χολιγουντιανής κινηματογραφικής αφήγησης, με ένα πλήθος αναφορών από τον σύγχρονο κόσμο των ΜΜΕ, καθώς και με μια σειρά από στερεότυπα πάνω στη διάκριση «κοινοί θνητοί – Αστέρες του Χόλιγουντ», η ταινία θίγει με διακριτικό τρόπο σημαντικά ζητήματα που έχουν ανακύψει με την εξάπλωση και κυριαρχία των ΜΜΕ και σχολιάζει με ένα κλείσιμο του ματιού την κουλτούρα της επιφανειακότητας που αυτά έχουν επιβάλλει. Συνολικά, μια εξαιρετική ταινία…

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη 747)