28.6.10

ΣΤΕΙΛΕ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ


MANDA BALA - SEND A BULLET

Σκηνοθεσία: Τζέισον Κον

ΗΠΑ/Βραζιλία 2007. Διάρκεια: 85΄


Αν αναλογιστούμε ότι αυτό που πάνω απ’ όλα επιδιώκει μια ταινία μυθοπλασίας είναι να πείσει τον θεατή για την, δυνητική έστω, αλήθεια της, να πετύχει δηλαδή αυτό που στο Χόλιγουντ αποκαλούν “suspension of disbelief” – ελληνιστί «άρση της δυσπιστίας» - θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά η απόλυτη ταινία μυθοπλασίας είναι το ντοκιμαντέρ. Γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς η ταινία που αντλεί εξ ολοκλήρου το υλικό της από την πραγματικότητα. Περιέργως όμως, όσο χρειάζεται η μυθοπλασία το ντοκιμαντέρ, δηλαδή την αλήθεια, άλλο τόσο χρειάζεται και το ντοκιμαντέρ την μυθοπλασία, δηλαδή το ψέμα, το «παραμύθιασμα», τη σκηνοθεσία. Η ωμή πραγματικότητα στερείται φόρμας, νοήματος, λογικού ειρμού. Είναι βαρετή, χύμα, άμορφη. Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ αναγκάζεται να καταφεύγει ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο ασύστολα, σε τεχνικές της μυθοπλαστικής σκηνοθεσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ που σας προτείνουμε σήμερα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στη Βραζιλία, το οποίο εστιάζει σε δυο επιμέρους ζητήματα, σύμβολα της ευρύτερης παθογένειας της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Το ένα είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο υπεξαίρεσης δημόσιων κονδυλίων από έναν επιφανή πολιτικό της Βόρειας Βραζιλίας ονόματι Ζάντερ Μπαρμπάλιο. Το άλλο είναι το πρόβλημα των απαγωγών πλουσίων με σκοπό την απόσπαση λύτρων το οποίο μαστίζει ιδιαίτερα το Σάο Πάολο. Παρότι τα ζητήματα αυτά ηχούν αρκούντως σοβαρά και σκοτεινά, η προσέγγιση εμφορείται από έναν ανάλαφρο χαρακτήρα. Έντονα χρώματα, γρήγορο μοντάζ, κεφάτη βραζιλιάνικη μουσική. Ταυτόχρονα παρατηρούμε μια έντονη τάση για προβολή εντυπωσιακών εικόνων. Ο Μπαρμπάλιο φέρεται να είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο εκτροφής βατράχων προκειμένου να ξεπλένει τα χρήματα που υπεξαιρούσε.
Πλάνα από το εκτροφείο αυτό, με τα χιλιάδες βατράχια να αλληλοκατασπαράσσονται και αργότερα να γδέρνονται από τους υπαλλήλους κρεμασμένα στην κορδέλα παραγωγής συνοδεύουν σχεδόν κάθε αναφορά της ταινίας στον Μπαρμπάλιο, δημιουργώντας μια δυνατή οπτική μεταφορά για την μοίρα του πολυπληθούς υποπρολεταριάτου των βραζιλιάνικων παραγκουπόλεων. Από την άλλη, στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ τίθεται ένας πλαστικός χειρούργος που ειδικεύεται στην επικόλληση αυτιών που οι απαγωγείς κόβουν από τα θύματά τους. Η κάμερα θεωρεί σκόπιμο να διεισδύσει ακόμα και στην αίθουσα του χειρουργείου, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά μια τέτοια ιατρική επιχείρηση. Εικόνες που μένουν στο μυαλό, που αποτροπιάζουν, που τρομοκρατούν. Φτηνός εντυπωσιασμός, από τη μια, έξυπνη αξιοποίηση του κινηματογραφικού μέσου από την άλλη. Έτερο άξιο αναφοράς χαρακτηριστικό είναι η «γιάνκικη», αμερικανοκεντρική προσέγγιση της ταινίας.
Σκηνοθετημένη από Αμερικανό, η ταινία εστιάζει μεταξύ άλλων σε έναν νεαρό εύπορο αμερικάνο επιχειρηματία που διαμένει στο Σάο Πάολο, ο οποίος πάσχει από την χαρακτηριστικά δυτική νεύρωση της ασφάλειας, και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει μια ενδεχόμενη απαγωγή. Η ταινία τον παρουσιάζει ουδέτερα, επιτρέποντας τόσο την ταύτιση μαζί του (αντίδραση πιθανότερη ίσως στις ΗΠΑ), όσο και την γελοιοποίησή του. Δύσκολα αποφεύγει κανείς έναν χαιρέκακο καγχασμό μπροστά στο «πρόβλημα» των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η θωράκιση μιας Πόρσε. Τέλος, το οξύμωρο είναι ότι ενώ φαινομενικά η ταινία καταδικάζει τη βία, μοιάζει ταυτόχρονα να συναρπάζεται από αυτήν.
Τα πλάνα πάσης φύσεως όπλων που έρχονται και επανέρχονται αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα μιας χαρακτηριστικά american νοοτροπίας και της κάπως ανεύθυνης υιοθέτησης μιας ταραντινικής αισθητικής, σύμφωνα με την οποία το Κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με τη χρήση μιας καρτουνίστικης βίας, με περίστροφα, καραμπίνες και μυδραλιοβόλα. Allright. Η ταινία όμως τελικά αξίζει οπωσδήποτε μια θέαση, είναι επιτήδεια φτιαγμένη, συναρπαστική, και θεωρώ ότι προβληματίζει γόνιμα, θέτοντάς μας κατάμουτρα σε μια κοινωνική κακοήθεια που μοιάζει να μας αφορά ολοένα και περισσότερο.

***

5.6.10

JAR CITY


Σκηνοθεσία: Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ
Παίζουν: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Άτλι Ραφ Σίγκουρντσον, Τόρστιν Γκούναρσον

Ισλανδία, 200
6. Διάρκεια: 94΄

Αστυνομικό θρίλερ σκληρό, νοσηρό, ατμοσφαιρικό, με μια πλοκή εύκολα προβλέψιμη, αλλά με αρκετή αφηγηματική επιτηδειότητα ώστε να το κρύβει εντέχνως, το Jar City μας ξανασυστήνει τον Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, τον σκηνοθέτη που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση του ισλανδικού κινηματογράφου. Με τα 101 Ρέικιαβικ, ο Κορμάκουρ μας παρουσίασε μια Ισλανδία γεμάτη νεανικό παλμό, θετική ενέργεια και δωρεάν θέρμανση από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει το απόμακρο αυτό νησί στην βορειοδυτική εσχατιά της Ευρώπης. Στο Jar City τα πράματα έχουν αλλάξει άρδην: Η Ισλανδία παρουσιάζεται τώρα σαν μια χώρα σκοτεινή και βλοσυρή, ένα τοπίο σεληνιακό, όπου οι ατμοί και τα αέρια που αναβλύζουν από την στέρφα γη δεν εκφράζουν πλέον το όνειρο μιας φτηνής ενεργειακής πηγής, αλλά τον εφιάλτη μιας κοινωνίας απόκοσμης, εσωστρεφούς, με καλά κρυμμένα μυστικά και ανθρώπους που στοιχειώνονται από μια ενέργεια δαιμονική.

Η ταινία βασίζεται στο γνωστό μοτίβο του αστυνομικού που ερευνά ένα φόνο. Ο Έρλαντουρ είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος, μισανθρωπικός ντετέκτιβ, που κρύβει πίσω από την εργασιομανία του και την επαγγελματική του ευσυνειδησία την πλήρη αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Καλείται να διερευνήσει τον φόνο ενός περιθωριακού ατόμου, που μοιάζει να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας απόκληρος της ζωής εθισμένος στην πορνογραφία. Εκκινώντας από τη φωτογραφία του μνήματος ενός παιδιού που εντοπίζει στο διαμέρισμά του, ο Έρλαντουρ θα επιχειρήσει να ξετυλίξει το νήμα του δράματος της ζωής αυτού του ανθρώπου, προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας του. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης και ο Ορν, ένας πονεμένος πατέρας που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάποια θεραπεία για την μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη θανατηφόρο ασθένεια. Στην πραγματικότητα, το θέμα του πονεμένου πατέρα, της αποτυχίας της οικογένειας και του κατατρεγμού από τους δαίμονες ενός αναπόδραστου παρελθόντος αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του έργου. Η Ισλανδία παρουσιάζεται σαν ένα περίκλειστο νησί-παγίδα, με λιγοστούς κατοίκους που αναπόφευκτα διαπλέκονται μεταξύ τους με νήματα που συχνά δεν θέλουν καθόλου να θυμούνται. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κανέναν και τίποτε, αργά ή γρήγορα η νέμεση έρχεται, και είναι σκληρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το δευτερεύον μοτίβο της έρευνας του γενετικού υλικού, μοτίβο που εμπνέεται μάλιστα από ένα υπαρκτό πρότζεκτ της ισλανδικής κυβέρνησης, το οποίο έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Jar City είναι μια τεράστια υπηρεσία στην οποία υποτίθεται πως φυλάσσεται το γενετικό υλικό όλων των κατοίκων της χώρας. Η πρόσβαση στο αρχείο αυτό, νόμιμη ή ίσως και παράνομη, μπορεί να δώσει ουκ ολίγες πληροφορίες σε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με την αληθινή ταυτότητα, την κατάσταση της υγείας και το γενεαλογικό δέντρο του οποιουδήποτε. Εδώ η Ισλανδία της εσωστρέφειας και της παράδοσης συναντά σε έναν μάλλον παρά φύση γάμο την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Το μόνο που λείπει από την ταινία είναι μια μικρή έστω νύξη στις οικονομικές δομές της χώρας. Μήπως τελικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εδράζεται το αληθινό «κακό» της ισλανδικής κοινωνίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά όμως τις προθέσεις και την εμβέλεια του καλοφτιαγμένου κατά τ’ άλλα θρίλερ του Κορμάκουρ.


***

3.5.10

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗ ΛΟΥΡΔΗ


LOURDES

Σκηνοθεσία: Τζέσικα Χάουσνερ

Παίζουν: Sylvie Testud, Bruno Todeschini, Elina Lowensohn, Lea Seydoux

Αυστρία/Γαλλία, 2009. Διάρκεια: 96΄


Μια μεγάλη τραπεζαρία, άδεια και ψυχρή. Πλάνο ακίνητο, κινηματογραφημένο από πλάγια και ψηλά. Αργά-αργά αρχίζει να εισέρχεται στο κάδρο, σαν υποκινούμενη από κάποια αόρατη ανώτερη δύναμη, μια πομπή από αλλόκοτες μορφές. Άνθρωποι με κινητικά και άλλα προβλήματα, μερικοί σε αναπηρικά καρότσια, παραπληγικοί, αλλά και κάποιοι άλλοι με παράξενη περιβολή. Καλόγριες (ή μήπως νοσοκόμες;) με ασπροκόκκινες στολές, άνδρες ντυμένοι σαν αξιωματικοί κάποιας εξωτικής βασιλικής φρουράς. Παρατάσσονται στις θέσεις τους σαν ηθοποιοί επί σκηνής, έτοιμοι για να ξεκινήσουν την παράσταση. Ακολουθεί προσευχή και σύντομη ομιλία της ηγουμένης. Το φαγητό σερβίρεται και το γεύμα αρχίζει. Όλ’ αυτά σε ένα έξοχα χορογραφημένο μονοπλάνο. Είναι η αρχή της ταινίας «Προσκύνημα στη Λούρδη», τρίτη δουλειά της αυστριακής σκηνοθέτιδας Τζέσικα Χάουσνερ, η οποία καθιστά αμέσως σαφές ότι έχει αφομοιώσει γόνιμα τα διδάγματα της αυστριακής σχολής που καθιέρωσαν σκηνοθέτες όπως ο Μίχαελ Χάνεκε και ο Ούλριχ Ζάιντλ. Στατικά, πολύ προσεκτικά στημένα πλάνα. Κάμερα ψυχρή και αποστασιοποιημένη. Λιτότητα εκφραστικών μέσων. Ματιά χειρουργική. Παρόλ’ αυτά η ανθρωπιά δεν λείπει από την ταινία της, καθώς η κάμερα σύντομα επικεντρώνεται στην Κριστίν, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, η οποία αδυνατεί να κουνήσει τόσο τα πόδια όσο και τα χέρια της. Τη συνοδεύει μια όμορφη νεαρά εθελόντρια, η οποία και την βοηθά να φάει. Μπροστά μας ξετυλίγεται αργά σαν ιεροτελεστία όλη η καθημερινότητα της Κριστίν. Πώς μεταφέρεται με το καρότσι της, πώς πρέπει να κουβαληθεί στα χέρια για να τοποθετηθεί στο κρεβάτι της για ύπνο και παρομοίως το πρωί για να σηκωθεί. Η Κριστίν συμμετέχει σε μια προσκυνηματική εκδρομή που οργανώνει ένα τάγμα μοναχών στη Λούρδη, την αντίστοιχη Παναγία της Τήνου των Καθολικών, κάπου στη νοτιοδυτική Γαλλία. Σε αντίθεση με τα άλλα μέλη του γκρουπ, η ίδια δεν μοιάζει να βασίζει και πολλές ελπίδες στη χάρη της Παναγίας της Λούρδης. Συμμετέχει κυρίως γιατί είναι μια από τις λίγες ευκαιρίες που της δίνονται να ταξιδέψει, να δει τον κόσμο, να γνωρίσει ανθρώπους. Σταδιακά, αυτό το τόσο διαφορετικό πλάσμα μάς γίνεται ολοένα και πιο οικείο. Η Κριστίν δεν είναι παρά ένας απλός, πρακτικός άνθρωπος, που μοιάζει να έχει ανοσία σε οτιδήποτε το μεταφυσικό. Η οποιαδήποτε απλή, καθημερινή χαρά μοιάζει να της αρκεί. Το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι η αποδοχή της κατάστασης, όπως της λέει κι ένας ιερέας, προφανώς ανήμπορος να προσφέρει τίποτα καλύτερο. Αυτό βέβαια καθόλου δεν εμποδίζει την άνθηση μιας γιγαντιαίας μπίζνας. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα με σουβενίρ παναγίτσες σε όλα τα μεγέθη και χρώματα, «ιαματικά» λουτρά, ναοί με το παγκάρι σε περίοπτη θέση, μέχρι και γραφείο πιστοποίησης θαυμάτων. Ένα σκηνικό που η Χάουσνερ καταγράφει με τη συνήθη αποστασιοποίησή της, αλλά και μια δόση ειρωνείας που θυμίζει Μπουνιουέλ. Η ταινία της, ισορροπώντας πάντα επιδέξια σε μια λεπτή αμφίσημη γραμμή, καταφέρνει να είναι ταυτοχρόνως τρία τουλάχιστον πράγματα: κινηματογραφικό δοκίμιο για την θρησκευτική πίστη και την μεταφυσική ελπίδα στο θαύμα, ανθρωποκεντρική ντοκιμαντεριστική προσέγγιση στο ζήτημα της αναπηρίας, που καταφέρνει να μας φέρει κοντά και να μας εξοικειώσει με τις ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά και τις δεξιότητες ενός παραπληγικού ατόμου, και τέλος οξυδερκές κοινωνικό σχόλιο για τις συγκαταβατικές, υποκριτικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες της υλικής ευμάρειας και της πλήρους αποπνευματοποίησης. Κι όλ’ αυτά δοσμένα μ’ ένα τρόπο αφαιρετικό και υπόγειο, μια αφήγηση βραδυφλεγή και λιτή, που σταδιακά και ανεπαίσθητα δημιουργεί μια σωρευτική αγωνία στο θεατή, με όλη αυτή την τελετουργία του τίποτα που καταγράφει, μια τελετουργία που δείχνει όμως να κρύβει πολλά. Σιγά-σιγά η κάθε λεπτομέρεια αρχίζει να παίρνει διαστάσεις σημαντικές, αρχίζει να αποκτά νόημα, να σημαίνει, όχι απαραιτήτως το ίδιο για τον κάθε θεατή – και αυτή η πολυσημία είναι ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της ταινίας – αλλά πάντως να σημαίνει. Για να φτάσουμε τελικά στο συγκλονιστικό φινάλε, όπου βέβαια όλα μένουν ανοιχτά - ήταν θαύμα; Δεν ήταν; - κι οι θεατές απομένουν με μια σειρά από απορίες κι αποχωρούν από την αίθουσα δυσανασχετώντας ίσως που δεν τους δόθηκε μια σαφής απάντηση, όμως τις απαντήσεις τελικά δεν τις δίνουν οι ταινίες, τις δίνουν οι άνθρωποι, ο καθένας για τον εαυτό του. Οι ταινίες κρατούν απλώς έναν καθρέφτη όπου κοιταζόμαστε. Και ο καθρέφτης της Χάουσνερ είναι διαυγής και αμείλικτος.


****


1.5.10

ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ


LEONERA

Σκηνοθεσία: Πάμπλο Τραπέρο
Παίζουν: Μαρτίνα Γκούσμαν, Έλι Μεδέιρος, Λάουρα Γκαρθία

Αργεντινή, 2008. Διάρκεια: 113΄


Ο συνήθης συνειρμός όταν ακούει κανείς για ταινία σε γυναικείες φυλακές είναι το ελαφρύ πορνό, και μάλιστα με έντονα λεσβιακό χαρακτήρα και σαδομαζό αποχρώσεις. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στον κινηματογράφο οι κρατούμενες είναι εύκολα θύματα για εκμετάλλευση. Προσφέρονται για ερεθιστικό θέαμα. Κι αν τυχόν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να εκτεθεί πολύ, μπορεί να το γυρίσει σε σκληρή περιπέτεια. Ή σε κραυγαλέο μελόδραμα. Ακόμα όμως και με έντονη την επίφαση του «κοινωνικού προβληματισμού», ή της καταγγελίας (ωραίο άλλοθι κι αυτό), ο exploitative, εκμεταλλευτικός χαρακτήρας παραμένει. Ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι που λείπει από την εξαιρετική ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Παρότι πρόκειται για μια ακραία ιστορία με έντονα συναισθήματα, την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που παρασύρεται σε μια υπόθεση δολοφονίας, γεννά μέσα στη φυλακή και αργότερα αγωνίζεται να κρατήσει την κηδεμονία του παιδιού της, ο σκηνοθέτης δεν αποσκοπεί ούτε στην εύκολη συγκίνηση του θεατή, ούτε πολύ περισσότερο στον ερεθισμό του. Τα πράγματα παρουσιάζονται με απλότητα και φυσικότητα. Οι κρατούμενοι, ακόμα κι οι δολοφόνοι, είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ίδιες ανάγκες έχουμε όλοι. Και πιθανότατα όλοι θα μπορούσαμε, κάτω φυσικά από τις κατάλληλες συνθήκες, να βρεθούμε στη θέση τους. Και βέβαια, μια μάνα είναι πάντα μια μάνα. Είτε είναι ένοχη δολοφονίας είτε όχι. Είτε βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, είτε έξω απ’ αυτή, περιορισμένη πάντως από τις εκάστοτε συμβάσεις της κοινωνίας. Η κάμερα απλώς καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με προσοχή και προσήλωση, όχι όμως και ψυχρότητα. Αφουγκράζεται με ευαισθησία. Και αφήνει τα συμπεράσματα στον θεατή. Κι αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη μεγάλη αρετή της. Δεν επεξηγεί, δεν δραματοποιεί, δεν εκβιάζει σκέψεις ή συναισθήματα. Όταν δείχνει για παράδειγμα ένα χάδι, δεν πλησιάζει την κάμερα υπερβολικά για να δούμε πόσο τρυφερό ή όμορφο είναι. Όλοι ξέρουμε ότι τα χάδια είναι τρυφερά και όμορφα. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ούτε προσθέτει από πίσω μελιστάλαχτη μουσική για να μας κάνει να νιώσουμε τρυφερότητα σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ. Μας αφήνει ελεύθερους να νιώσουμε ό,τι θέλουμε. Ούτε έχει πολλά λόγια και επεξηγηματικούς διαλόγους. Όποιος έχει μάτια βλέπει. Κι όποιος έχει φαντασία φαντάζεται. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρωπιστικό σ’ αυτή τη στάση, κάτι που αφορά στην αντιμετώπιση από τους δημιουργούς της ταινίας τόσο των ηρώων της, και κυρίως της γοητευτικής και περήφανης κεντρικής ηρωίδας-μάνας, όσο και των θεατών της. Η ταινία σέβεται και τους μεν και τους δε. Προσεγγίζει τις πρωταγωνίστριές της με ενδιαφέρον και κατανόηση, χωρίς όμως διάθεση ούτε να τις ηρωοποιήσει, ούτε να εκμεταλλευτεί τα πάθη ή τα προβλήματά τους. Από την άλλη, αντιμετωπίζει τους θεατές ως νοήμονες ανθρώπους, ικανούς να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματά τους. Δεν τους τα υπαγορεύει. Ασκεί την υψηλή τέχνη του υπονοούμενου, της αφηγηματικής έλλειψης, του κενού που εμείς καλούμαστε να συμπληρώσουμε. Σεβασμός στον άνθρωπο, σεβασμός στον θεατή. Μεγάλη υπόθεση.

****

24.3.10

ΑΟΡΑΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ



THE GHOST WRITER

Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Πιρς Μπρόσναν, Ολίβια Ουίλιαμς
Βρετανία/Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 128΄


Ρυθμική, γρήγορη, στακάτη. Η τελευταία ταινία του γερο-Πολάνσκι θυμίζει μετρονόμο. Δε χάνει ποτέ το τέμπο της. Σ’ αρπάζει απ’ το μανίκι από το πρώτο της πλάνο και δεν σ’ αφήνει, παρά στο τελευταίο καρέ. Προαπαιτούμενο βεβαίως ένα στιβαρό, κλασικό σενάριο, που μας επαναφέρει στο κλίμα του πολιτικού θρίλερ των ρομαντικών 70’s, με την απαραίτητη δοσολογία παρανοϊκής συνωμοσιολογίας των 00’s. Εξίσου απαραίτητο και το σίγουρο χέρι ενός μετρ της σκηνοθεσίας. Που μπορεί να γέρασε, μπορεί να βασανίζεται από ποινικές υποθέσεις του μακρινού, πολυτάραχου παρελθόντος του, την τέχνη του όμως δεν εξέχασε. Ξέρει καλά ότι ο κινηματογράφος, για να πείσει τον θεατή και να επιδράσει εντονότερα πάνω του, χρειάζεται αφήγηση ευλογοφανή, χωρίς τα κενά και τα άλματα που έχουν γίνει της μοδός τα τελευταία χρόνια. Ξέρει επίσης ότι στην τελική ο κινηματογράφος δεν είναι παρά ένα παραμύθι. Θέλει στυλιζάρισμα, έστω και διακριτικό. Θέλει τοπία αρχέγονα (συμπτωματικά παρόμοια με του Νησιού των καταραμένων, του έτερου μεγάλου σύγχρονου παραμυθά), υποκριτικούς κώδικες ελαφρά τονισμένους, που παραπέμπουν σε ιστορία του Κάρολου Ντίκενς, θέλει μουσική διακριτική και παιχνιδιάρικη, χωρίς τις βαρύγδουπες συμφωνικές τονικότητες που πιθανόν θα επέλεγε ένας σκηνοθέτης απλός διεκπεραιωτής του Χόλιγουντ. Χρειάζεται τέλος έναν πρωταγωνιστή κενό, χωρίς έντονα χαρακτηριστικά, ελάχιστα ανώτερο από τον μέσο θεατή, με τον οποίο αυτός θα ταυτιστεί εύκολα, ένα «άδειο σακί» με εμβρόντητο βλέμμα, πρόθυμο να βυθιστεί μαζί με μας στον μαγικό κόσμο των αποκαλύψεων της ταινίας. Με την πρόοδο της αφήγησης το «άδειο σακί» θα γεμίσει, η συνειδητοποίηση της διαφθοράς του πολιτικού μας κόσμου θα επέλθει, κι ο θεατής θα βγει ευχαριστημένος από την αίθουσα, έμπλεος της πεποίθησης ότι κάτι έμαθε και σήμερα. Καθώς όμως τα φώτα ανάβουν, από μια γωνιά ο παμπόνηρος Πολάνσκι μας κλείνει το μάτι: το σινεμά είναι ένα μεγάλο παραμύθι, η δε πραγματικότητα δεν είναι ποτέ τόσο απλή και μονοσήμαντη…

****

1.3.10

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ


1 JOURNÉE


Σκηνοθεσία: Τζέικομπ Μπέργκερ

Παίζουν: Νατάσα Ρενιέρ, Μπρούνο Τοντεσινί, Νοεμί Κοσέρ

Ελβετία, 2007. Διάρκεια: 98΄


Ένας από τους γνωστότερους συνειρμούς που σχετίζονται με την Ελβετία είναι η έκφραση «ελβετικό ρολόι». Η Ελβετία αποτελεί τη χώρα-σύμβολο ακρίβειας στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μας. Ακρίβεια που προϋποθέτει βεβαίως προγραμματισμό και οργάνωση και συνεπάγεται προβλεψιμότητα. Όλα πάνε σαν ελβετικό ρολόι σημαίνει ότι όλα εξελίσσονται κατά τα προβλεπόμενα. Αυτήν ακριβώς την προβλεψιμότητα επιχειρεί να ξηλώσει τραβώντας λίγο-λίγο τις ραφές σαν χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια μας ο βρετανικής καταγωγής ελβετός σκηνοθέτης Τζέικομπ Μπέργκερ. Εκκινώντας από το καταστατικό τρίγωνο της «ιεράς οικογένειας» μπαμπάς-μαμά-παιδί παρουσιάζει μια μέρα από τη ζωή των τριών τους παγιδεύοντας το θεατή μέσα σε έναν χρονικά επαναλαμβανόμενο βρόχο που παραπέμπει ταυτόχρονα και στη ρουτίνα και στην αναίρεσή της. Και οι τρεις ήρωες προσπαθούν απεγνωσμένα να δουν τη συγκεκριμένη μέρα σαν μια μέρα όπου έχει συμβεί κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή τους. Ο πατέρας χτυπάει κάποιον πεζό με το αυτοκίνητό του. Ή μήπως είναι ιδέα του; Η μητέρα διαπιστώνει ότι ο άνδρας της την απατά. Ή μήπως είναι κάτι που το ήξερε ήδη καλά; Όπως λέει η ίδια κάποια στιγμή «δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Είμαι σαν πεθαμένη». Ο σύγχρονος, πολιτισμένος κόσμος σαν ένας κόσμος απουσίας νοήματος, όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν υπνωτισμένα ζόμπι. Είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ζωής τους με κάτι το έκτακτο, το μη προβλέψιμο, με κάτι που θα τους ταρακουνήσει από τη ρουτίνα και την ασφάλειά τους; Με τη βοήθεια σταθερών και στιλπνών πλάνων ελβετικού αστικού τοπίου που έρχονται και επανέρχονται σε ένα μοντάζ που ακολουθεί πιστά τους ρυθμούς της εξαιρετικής υπνωτικής ηλεκτρονικής μουσικής του Σιρίλ Μορέν (Samsara), ο Μπέργκερ καταφέρνει να διανοίξει ρωγμές στον ήρεμο σύγχρονο αστικό βίο και στο κύτταρό του, το θεσμό της οικογένειας, και κλείνοντας το μάτι στον ερωτισμό που ελλοχεύει βαθιά μέσα μας σαν ένα κουτί της Πανδώρας που απειλεί μονίμως να ανοίξει, δημιουργεί μια ταινία αισθητικά πρωτότυπη και νοηματικά επαρκώς αινιγματική αλλά και ερεθιστική, ώστε να καταλύσει γόνιμους προβληματισμούς και συναισθήματα στον σινεφίλ θεατή.

***

16.2.10

ΕΝΑΣ ΣΟΒΑΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



A SERIOUS MAN


Σκηνοθεσία: Τζόελ και Ίθαν Κοέν

Παίζουν: Μάικλ Στούλμπαργκ, Σάρι Λένικ, Φρεντ Μέλαμεντ, Ρίτσαρντ Κάιντ


Προεκτείνοντας και εμπλουτίζοντας τον πάγιο προβληματισμό τους σχετικά με τις διαδικασίες νοηματοδότησης του βιώματος και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης (έμβλημα του οποίου μπορούμε να θεωρήσουμε το μυστηριώδες κουτί στο “Barton Fink”) προς το οικείο σε αυτούς πεδίο της εβραϊκής ταυτότητας και παράδοσης, οι αδελφοί Κοέν, μεγαλωμένοι και οι ίδιοι σε εβραϊκό προάστιο της Μινεσότα των ’60s, μας παραδίδουν μια έξυπνη, ευχάριστη κοινωνική σάτιρα με μεταφυσικές αποχρώσεις, λεπτοδουλεμένη μέχρι σχολαστικότητας, σεμνή στις φιλοδοξίες της, με πλούσιο όμως υπόβαθρο για όσους έχουν την διάθεση να κάνουν τους συσχετισμούς. Ήδη η ασπρόμαυρη εισαγωγή, μια σχεδόν αυτόνομη κι όμως ποικιλοτρόπως συνδεόμενη με το κυρίως σώμα της ταινίας παραδοσιακή ιστορία για ένα ζευγάρι Εβραίων στην Ευρώπη πριν δυο αιώνες, το οποίο φοβάται πως έχει πέσει θύμα της κατάρας ενός σεβάσμιου γέροντα, θέτει το πλαίσιο: Πάνω από τη φαινομενικά ήρεμη κι ανέμελη ζωή μας επικρέμεται σαν μαύρο σύννεφο η απειλή μιας προαιώνιας και αναπόφευκτης κατάρας. Τα βάσανα του Ιώβ τα οποία περνάει η ανθρωπότητα (γιατί ως μετωνυμία για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος θα πρέπει να νοηθεί η εβραϊκή κοινότητα της ταινίας) την οδηγεί σε μια επίμονη και αγωνιώδη αναζήτηση ερμηνείας και νοήματος. Τα αδυσώπητα «γιατί» παραδοσιακά καλείται να απαντήσει η θρησκεία, η οποία όμως αποκαλύπτεται ένα πουκάμισο αδειανό, ίσως όχι με δική της ευθύνη. Και οι τρεις συναντήσεις με ραβίνους του μονίμως εμβρόντητου ήρωα, που δέχεται με τη στωικότητα ενός Μπάστερ Κίτον όλα τα κακά της μοίρας του και διόλου τυχαία επαγγέλεται καθηγητής θεωρητικής φυσικής, είναι αρκούντως δεικτικές, αλλά και απολαυστικές. Ίσως τελικά ο ρόλος του Θεού στη ζωή μας να μην διαφέρει και πολύ από το ρόλο των αδελφών Κοέν στον κινηματογράφο: Αυτοί βάζουν τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Το νόημα θα πρέπει να το συμπληρώσουμε μόνοι μας…

***