25.10.07

ΟΡΓΙΣΜΕΝΗ ΕΦΗΒΕΙΑ


TURNING GREEN

Σκηνοθεσία: Μάικλ Έιμετ, Τζον Χόφμαν
Παίζουν: Ντόναλ Γκάλερι, Τίμοθι Χάτον, Κολμ Μίνεϊ
ΗΠΑ / Ιρλανδία, 2005. Διάρκεια: 85΄
Διανομή:
AudioVisual

Υπόθεση: Ιρλανδία, τέλη δεκαετίας του ’70. Μετά το θάνατο της μητέρας τους, ο πατέρας του δεκαεξάχρονου Τζέιμς και του ενδεκάχρονου Πιτ στέλνει τα δύο αδέλφια από την Αμερική να ζήσουν με τις τρεις ιδιόρρυθμες θείες τους σε μια επαρχιακή κωμόπολη της πατρογονικής Ιρλανδίας. Εκεί ο Τζέιμς περνάει τα γνωστά εφηβικά συμπτώματα: Μοναξιά, σχέδια για φυγή στην αμερικανική γη των ονείρων και άπειρες ώρες στην τουαλέτα, κάτι που οι θείες του ερμηνεύουν σαν σημάδι δυσκοιλιότητας…

Με μια ματιά: Ειρωνική και πνευματώδης ταινία με θέμα την εφηβεία, η οποία στην πραγματικότητα δεν παρουσιάζεται και τόσο οργισμένη όσο μας λέει ο (ελληνικός) τίτλος, αλλά περισσότερο αποστασιοποιημένη, παραιτημένη και καυστική, βασίζεται σε μια σειρά από πανέξυπνα γραμμένες σκηνές, που όμως δεν συναθροίζονται και σε ένα εξίσου ολοκληρωμένο σενάριο. Σκηνοθετική γραμμή από το πρωτοεμφανιζόμενο δίδυμο Έιμετ-Χόφμαν με πολλές φρέσκιες ιδέες, που αξίζουν μία θέαση.

Για τους φαν αυτής της αλλόκοτης περιόδου της ανθρώπινης ζωής που λέγεται εφηβεία, η ταινία είναι must. Το ίδιο και για τους φαν της Ιρλανδίας. Αυτός ο 16χρονος Τζέιμς αναδεικνύεται σε σύμβολο του larger than life εφήβου, που έχει έτοιμο κι από ένα καυστικό σχόλιο για κάθε περίσταση. Και πάνω απ’ όλα για την Ιρλανδία και τον πολιτισμό της, για την οποία αναδεικνύεται σε πραγματικό κόλαφο. Από συλλεκτικές σκηνές άλλο τίποτα. Τι να πρωτοαναφέρουμε; Το οικογενειακό τραπέζι με τις τρεις θείες και τον παπά τον οποίο ο Τζέιμς αποκαλεί με το μικρό του όνομα και τον προειδοποιεί ότι εκπροσωπεί μία νεκρή θρησκεία και ότι σύντομα θα μείνει άνεργος; Τον μικρό αδελφό που δεν μπορεί να προφέρει το σίγμα και βρίσκει από μία υποκατάστατη λέξη για κάθε μία που περιέχει το γράμμα αυτό; Τη σκηνή που η θεία τον «πιάνει στα πράσα»; Τις εξομολογήσεις του; («Δεκαοχτώ φορές, πάτερ». «Δεκατέσσερις φορές, πάτερ». «Από την προηγούμενη φορά, τέκνο μου;» «Όχι, πάτερ. Από την Παρασκευή»). Και βέβαια, σαν καλός Αμερικάνος, ανακαλύπτει το επικερδέστερο εμπόριο: Διακινεί πορνογραφικά περιοδικά στην πουριτανική ιρλανδική επαρχία και πιάνει την καλή. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι η ιστορία με τα παράνομα στοιχήματα και τους τοπικούς γκάνγκστερ δεν επαρκεί για να κρατήσει το ενδιαφέρον, και στο τέλος ο θεατής απομένει λίγο μετέωρος. Είναι σύντομη ταινία πάντως, και αν λάβουμε υπόψη και τα πρωτότυπα αφηγηματικά ευρήματα - κάνουν διάφορους πειραματισμούς οι σκηνοθέτες, ακόμα και με υποτίτλους που γράφουν άλλα απ’ αυτά που λένε οι ήρωες – μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν μια καλή πρόταση κατ’ οίκον ψυχαγωγίας.

Αξιολόγηση: ***

24.10.07

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΗΛΑ


IN THE VALLEY OF ELAH

Σκηνοθεσία: Πολ Χάγκις
Παίζουν: Τόμι Λι Τζόουνς, Σαρλίζ Θερόν, Τζέισον Πάτρικ, Σούζαν Σαράντον


Πολύ πρωτότυπο μήνυμα μας κομίζει τούτη η ταινία . Ο πόλεμος, μας λέει, είναι ένα κακό πράγμα, που κάνει κακό στους ανθρώπους. Ναι, καλά διαβάσατε. Ο πόλεμος είναι κακός! Ευτυχώς που υπάρχει και ο Πολ Χάγκις να μας το πει, γιατί δεν το ξέραμε. Τι να υποθέσει κανείς; Ότι η ταινία απευθύνεται σε σκληροπυρηνικούς ρεπουμπλικάνους τυφλωμένους από τον άκρατο μιλιταρισμό; Πιθανόν. Εμάς πάντως δεν μας αφορά. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη σκέψη. Ότι πίσω από τα εμφανή «αντιπολεμικά» της μηνύματα, κρύβονται κάποια άλλα, λιγότερο εμφανή, που περνιούνται υπογείως. Αξίζει να διερευνήσουμε λίγο αυτή την εκδοχή: Ο ήρωας με τον οποίο η ταινία μας καλεί να ταυτιστούμε είναι ένας απόστρατος στρατόκαβλος στρατονόμος, τον οποίο ενσαρκώνει όχι μόνο με απόλυτη πειθώ, αλλά και με αδιόρατη συμπάθεια ένας εξαίρετος Τόμι Λι Τζόουνς. Από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινίας ο ήρωας αυτός παραμένει άκαμπτος. Οι μιλιταριστικές του αξίες δεν κλονίζονται ποτέ. Η «αποκάλυψη» στην οποία προβαίνει είναι ότι ο αμερικανικός στρατός στο Ιράκ, με την απάνθρωπη συμπεριφορά του, αποκτηνώνει τα ίδια του τα μέλη. Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι, πρώτον, ο πόλεμος αυτός δεν παίζεται με τους σωστούς όρους (λες και θα μπορούσε ποτέ να γίνει ένας τέτοιος πόλεμος με «ανθρωπιστικούς» όρους) και, δεύτερον, ότι καταστρέφονται ψυχικά τα ίδια τα παιδιά «μας», δηλαδή τα παιδιά των αμερικανών στρατοκρατών με τους οποίους καλούμαστε να ταυτιστούμε. Αν επομένως δεν συνέβαινε ούτε αυτό, τότε θα ήταν όλα μέλι-γάλα. Για τους Ιρακινούς ποιος νοιάζεται. Άρα λοιπόν, φούμαρα τα σοβαροφανή αντιπολεμικά μηνύματα. Η ουσία δεν είναι παρά μια συγκεκαλυμμένη απολογία του μιλιταρισμού. Ταμάμ για Όσκαρ, δηλαδή …

*

18.10.07

ΜΟΝΟΣ ΜΑΖΙ ΤΗΣ


ALONE WITH HER

Σκηνοθεσία: Έρικ Νίκολας
Παίζουν: Κόλιν Χανκς, Άνα Κλόντια Ταλανκόν, Τζορντάνα Σπάιρο
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 78΄
Διανομή:
Odeon

Υπόθεση: Νεαρός που έχει εμμονή με τις παρακολουθήσεις και την ηδονοβλεψία εντοπίζει σ’ ένα πάρκο το νέο του στόχο, μια νεαρή και όμορφη λατινοαμερικάνα, και αποφασίζει να διαρρήξει το σπίτι της για να τοποθετήσει και εκεί κρυφές κάμερες και μικρόφωνα. Στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος τις πληροφορίες που αποσπά, επιχειρεί να διεισδύσει στη ζωή της και να την κάνει να τον ερωτευτεί…

Με μια ματιά: Μικρή και φτηνή ταινία, στοιχειώδης όχι μόνο τεχνικά, αλλά και αισθητικά, χρησιμοποιεί κυρίως ως υλικό ό,τι υποτίθεται ότι τραβούν οι κρυφές κάμερες, για να κατασκευάσει ένα θρίλερ σχετικά με τους κινδύνους των νέων τεχνολογιών παρακολούθησης.

Την προηγούμενη βδομάδα σας παρουσιάσαμε μια ταινία η οποία αντλούσε το υλικό της από τις κασέτες της προσωπικής βιντεοκάμερας του πρωταγωνιστή της. Αυτή τη φορά περνάμε σε μια άλλη παραλλαγή: το υλικό της ταινίας προέρχεται – υποτιθέμενα – από όσα κατέγραψαν οι κρυφές κάμερες που τοποθέτησε ο πρωταγωνιστής. Και στις δύο περιπτώσεις μία από τις πρώτες συνέπειες είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός πολύ καλού άλλοθι για απεμπόληση οποιασδήποτε κινηματογραφικής αισθητικής προς όφελος του ωμού, άτεχνου και ακαλαίσθητου χαρακτήρα του πρωτογενούς αυτού «γνήσιου» υλικού. Μια δεύτερη συνέπεια είναι ένας τονισμός, μία υπογράμμιση του στοιχείου της ηδονοβλεψίας, της παρακολούθησης της προσωπικής ζωής ενός άλλου ανθρώπου. Το βάρος μετατίθεται από την αφηγούμενη ιστορία και τον αναστοχασμό επί των δρώμενων στην πράξη της θέασης καθαυτό. Ο κινηματογράφος ως κλειδαρότρυπα και άλλοθι για να βγάλουμε τον ηδονοβλεψία που κρύβουμε μέσα μας. Τρίτο παρεπόμενο είναι ότι την αισθητική της ωμότητα η ταινία την αποζημιώνει με μια φορμαλιστική προβληματική σχετικά με τις νέες οπτικές δυνατότητες αφήγησης: Αν και σαν πλοκή το «Μόνος μαζί της» δεν αποτελεί παρά το πλέον στοιχειώδες θρίλερ, είναι ακριβώς ο τρόπος αφήγησης αυτός που το κάνει να διεκδικεί το ενδιαφέρον μας ως ένας καινοτόμος ανανεωτής του είδους του θρίλερ. Το αποτέλεσμα το κατατάσσει σίγουρα στα ενδιαφέροντα και αξιοθέατα πειράματα, σκηνοθετικά όμως δεν εκμεταλλεύεται όσο κι όπως θα ’πρεπε το εύρημά του, οι δε χειρισμοί του είναι αρκετά επιπόλαιοι και επιδερμικοί, για παράδειγμα δεν εκμεταλλεύεται επαρκώς ούτε τη διάσταση «μπανιστηριού» μέσα στο διαμέρισμα της ηρωίδας (αρκεί να θυμηθούμε σκηνοθετικούς χειρισμούς μεγάλων δημιουργών σε παρόμοιες καταστάσεις, π.χ. το "Μπλε Βελούδο" του Ντέιβιντ Λιντς), ούτε το γεγονός ότι η ταυτότητα και κυρίως η εμφάνιση του ήρωα μάς είναι κατ’ αρχήν άγνωστη (οπότε και πάλι υπάρχει χώρος για πολλά σκηνοθετικά παιχνίδια χιτσκοκικού τύπου).

Αξιολόγηση: **

11.10.07

TV JUNKIE


Σκηνοθεσία: Μάικλ Κέιν, Ματ Ραντέτσκι
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 89΄.
Διανομή:
Artfree

Υπόθεση: Ο Ρικ Κίρκχαμ έδειξε από μικρή ηλικία την κλίση του προς τον λαμπερό κόσμο των μίντια. Ήδη στα δώδεκα χρόνια του εμφανίστηκε με επιτυχία σε τηλεοπτικό χορευτικό σόου, ενώ λίγο μετά την ενηλικίωσή του τού προτάθηκε καριέρα τηλεοπτικού ρεπόρτερ και παρουσιαστή. Ο Ρικ όμως διέθετε το ίδιο πάθος για επίδειξη μπροστά στην κάμερα και στην προσωπική του ζωή. Με μια μικρή βιντεοκάμερα κατέγραψε πάνω από τρεις χιλιάδες ώρες όχι μόνο επαγγελματικών, αλλά και άκρως προσωπικών και οικογενειακών στιγμών. Από αυτή την πληθώρα υλικού προέκυψε η ταινία “TV Junkie”, η οποία καταγράφει την μετεωρική άνοδο του Ρικ Κίρκχαμ στον τηλεοπτικό χώρο, την πετυχημένη οικογένεια που δημιούργησε, αλλά και τα όσα δυσάρεστα επακολούθησαν λόγω της εξάρτησής του από την κοκαΐνη.

Με μια ματιά: Ντοκιμαντέρ, ψευδοντοκιμαντέρ ή οικοτεχνικό βίντεο-ημερολόγιο, το “TV Junkie” ακολουθεί επίμονα και εγωλατρικά τον πρωταγωνιστή του σε ένα ταξίδι που περιλαμβάνει λίγο από το γυαλιστερό κόσμο της τηλεόρασης, αρκετές οικογενειακές στιγμές κυμαινόμενου ενδιαφέροντος, και πολύ από την αγωνία ενός ανθρώπου που βλέπει να βυθίζεται στη χρήση σκληρών ναρκωτικών, ανίκανος να κρατηθεί μακριά και αναζητά τη λύτρωση στην απαθανάτιση του μαρτυρίου του στο βίντεο.

Αν υπάρχει ένας λόγος που σας προτείνουμε αυτή την άκρως αντισυμβατική και μάλλον δύσκολη στη θέασή της ταινία, που συχνά μοιάζει με οικιακό βίντεο τραβηγμένο με web-camera, δεν είναι τόσο η μάλλον επιφανειακή καταγραφή της κατάδυσης στη χρήση της κοκαϊνης-κρακ και στον αγώνα της απεξάρτησης από αυτήν, όσο η προβληματική αλήθειας και αναπαράστασης. Ο Ρικ Κίρκχαμ είναι όντως υπαρκτό πρόσωπο, όπως επίσης και η τηλεοπτική του καριέρα. Από κει και πέρα, η ταινία συχνά μοιάζει περισσότερο με αναπαράσταση, με απομίμηση, παρά με καταγραφή αληθινών συμβάντων. Πώς όμως θα ορίζαμε ένα «αληθινό» συμβάν; Θα μπορούσαμε ίσως να θυμηθούμε έναν παλιό ορισμό του ντοκιμαντέρ ως το κινηματογραφικό είδος που καταγράφει γεγονότα τα οποία θα συνέβαιναν ακόμα κι αν η κάμερα δεν ήταν παρούσα για να τα καταγράψει. Αληθινά γεγονότα είναι λοιπόν αυτά που θα συνέβαιναν κατά τον τρόπο που συνέβησαν ακόμη κι αν δεν υπήρχε η βιντεοκάμερα. Συμβαίνει όμως αυτό στην περίπτωση του Κίρκχαμ; Δύσκολο να το πούμε. Η συμπεριφορά του, η ψυχρή του αποστασιοποίηση από τα δρώμενα, η εμμονή του να χειρίζεται την κάμερα και να φροντίζει για την κατάλληλη γωνία λήψης ακόμα κι όταν τα πράγματα μοιάζουν να βρίσκονται εκτός ελέγχου, δημιουργούν υπόνοιες ότι κατασκευάζει την ίδια τη ζωή του ως ένα κοινό δημόσιο θέαμα και φέρνουν μια αύρα ανατριχίλας στο όλο έργο. Μήπως αντιλαμβάνεται την οικογενειακή του ζωή σαν ένα είδος σαπουνόπερας προς λαϊκή κατανάλωση; Θα ενεργούσε άραγε κατά τον ίδιο τρόπο αν δεν κρατούσε την κάμερα; Και οι τελευταίες αμφιβολίες ως προς αυτό διαλύονται όταν πλέον εμφανιστούν και τα δυο γλυκύτατα παιδάκια του να κλαίνε γοερά μπροστά στο θέαμα των δύο γονιών τους που αλληλοσπαράσσονται χωρίς να τους δίνουν την παραμικρή σημασία: Φαίνεται πως υπάρχει κάτι στον Κίρκχαμ ακόμα πιο νοσηρό και από τη χρήση του κρακ, και δεν είναι άλλο από το πάθος του για δημοσιότητα. Εξού και ο τίτλος της ταινίας: Δεν μιλάμε για “junky”, αλλά για “TV Junky”, για ένα γνήσιο δημιούργημα της εποχής του φαίνεσθαι και της πλήρους σύγχυσής του με το είναι, με την οποιαδήποτε βαθύτερη αλήθεια υπάρχει ίσως στη ζωή μας και μπορεί να μας κρατήσει, αν και εφόσον την ανακαλύψουμε, μακριά από κακοτοπιές όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών...

Αξιολόγηση: **

7.10.07

ΑΓΓΕΛΟΙ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΕΣ



LES ANGES EXTERMINATEURS / THE EXTERMINATING ANGELS

Σκηνοθεσία: Ζαν-Κλοντ Μπρισό
Παίζουν: Frederic Van Den Driessche, Maroussia Dubreuil, Lise Bellynck, Marie Allan

Γαλλία, 2006. Διάρκεια: 98΄
Διανομή:
Odeon

Υπόθεση: Μεσήλιξ σκηνοθέτης αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία με θέμα τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τη σχέση του οργασμού με τα ταμπού και τις απαγορεύσεις. Αρχίζει λοιπόν τα δοκιμαστικά γυρίσματα, αναζητώντας νεαρές ηθοποιούς, πρόθυμες να υλοποιήσουν μπροστά στον φακό τα σεξουαλικά τους απωθημένα…

Με μια ματιά: Ακολουθώντας τη στέρεα γαλλική παράδοση ελευθεριότητας του Ντε Σαντ, του Μπατάιγ, του Μπουνιουέλ και του Κοκτό, ο Μπρισό φτιάχνει μια προκλητική, τολμηρή ταινία, αρκετά γριφώδη, αν και λίγο αμήχανη, που τελικά, μάλλον με την ανδρική, παρά με τη γυναικεία σεξουαλικότητα ασχολείται.

Αν και ο φακός του Μπρισό, όπως και η φορητή κάμερα του πρωταγωνιστή-άλτερ έγκο του, εστιάζουν επίμονα στη γυναίκα και την υπαρξιακού τύπου, θα έλεγε κανείς, ανάγκη της να εμπλακεί σε σεξουαλικές αναζητήσεις και περιπέτειες που υπερβαίνουν τις κοινωνικές συμβάσεις, είναι η ματιά του άντρα αυτή μέσα από την οποία φιλτράρονται τα πάντα. Πρόκειται για ένα βλέμμα χαρακτηριστικά έμφυλο, που δεν περιορίζεται απλά στην ηδονοβλεψία, αλλά προχωρά βαθύτερα στην έκφραση μιας ιδιαζόντως ανδρικής ανάγκης για άσκηση ελέγχου και εξουσίας. Η ανάγκη αυτή, συγκαλυμμένη άλλοτε πίσω από το πάθος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και άλλοτε πίσω από μια επιστημονικοφανή περιέργεια, αποτελεί και την κινητήριο δύναμη της δράσης. Η όλη ιστορία μπορεί τελικά να ιδωθεί σαν μια αλληγορία ψυχαναλυτικού τύπου:

Ο άντρας-ήρωας της ταινίας παραμένει καθηλωμένος στην επικράτεια του βλέμματος, στην Τάξη του Φανταστικού, σύμφωνα με την ορολογία του Λακάν, αρνούμενος να μεγαλώσει, να ωριμάσει, να ενταχθεί δηλαδή στον κόσμο της δράσης, του νόμου και της ενεργού σεξουαλικότητας. Παρότι προσφέρει ως υποκατάστατο το καλλιτεχνικό του έργο, η φυσική του απουσία νομοτελειακά πολλαπλασιάζει τη γυναικεία επιθυμία, η οποία ορίζεται ακριβώς ως απουσία του φαλλού. Τελικά, η μη ανάληψη του ρόλου του και των ευθυνών του τον οδηγεί στην τιμωρία από τον Νόμο, δηλαδή την κοινωνία, την λακανική Τάξη του Συμβολικού, στην οποία ο ήρωας αρνήθηκε να ενταχθεί. Παραπέμπουμε ιδιαίτερα στη σκηνή με τον μοναδικό άντρα που εμφανίζεται στην ταινία πέρα από τον ήρωα, και ο οποίος αποδεικνύεται αστυνομικός, καθώς και στην δαιμονιοπληξία που καταλαμβάνει την μία από τις ηθοποιούς, σύμπτωμα του ασυνείδητου τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει ο ήρωας τη γυναικεία σεξουαλικότητα και των βαθύτερων αιτιών της αποχής του. Τελικά, η γνώση αποκλειστικά και μόνο διά της παρατήρησης αποδεικνύεται αδύνατη, όπως άλλωστε και η καλλιτεχνική έκφραση δίχως ρίσκο. Χωρίς να σπάσεις αυγά ομελέτα δεν γίνεται…

Αξιολόγηση: ***