13.12.07

ΛΕΟΝΤΕΣ ΑΝΤΙ ΑΜΝΩΝ


LIONS FOR LAMBS

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ρέντφορντ
Παίζουν
: Τομ Κρουζ, Μέριλ Στριπ, Ρόμπερτ Ρέντφορντ


Μπορείς να κάνεις μια κακή ταινία με ένα καλό μήνυμα; Φυσικά και μπορείς. Απόδειξη ετούτη εδώ η ταινία του προοδευτικού Ρόμπερτ Ρέντφορντ, με τις αγαθές, δημοκρατικές και φιλειρηνικές προθέσεις, ο οποίος όμως μας παραδίδει ένα εξάμβλωμα. Από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς; Από την στατικότητα που κυριαρχεί από την αρχή μέχρι το τέλος, ξεπερνώντας ακόμη και τις σαπουνόπερες της τηλεόρασης, καθώς όλη η ταινία αποτελείται ουσιαστικά από κεφάλια που μιλάνε, χωρίς καθόλου δράση, χωρίς τίποτα να κινείται, να εξελίσσεται, να προχωρά; Από τους αφελέστατους διαλόγους, ή μάλλον μονολόγους, τόσο του Τομ Κρουζ, ο οποίος υποδύεται έναν Ρεπουμπλικάνο Γερουσιαστή, όσο και του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος υποδύεται έναν προοδευτικό καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης; Λουζόμαστε έναν μονόλογο του Κρουζ τετριμμένο ως εκεί που δεν πάει άλλο, και σαν να μην έφτανε αυτό, έχουμε να υπομείνουμε και τα reaction shots, τα πλάνα αντίδρασης, της Μέριλ Στριπ, η οποία υποδύεται μια επιφανή δημοσιογράφο που του παίρνει συνέντευξη και το μόνο που κάνει διαρκώς είναι να γέρνει το κεφάλι της έμπλεη ενδιαφέροντος. Κι ύστερα επιστρέφει στα γραφεία της εφημερίδας κι επακολουθεί ένας διάλογος με τον αρχισυντάκτη της, που ούτε πρωτοετείς φοιτητές Δημοσιογραφίας δεν θα κάνανε. Αμ ο Ρέντφορντ, που έχει βάλει κάτω έναν φοιτητάκο, πραγματικά το μόνο πιστευτό και συμπαθές πλάσμα όλης της ταινίας, και προσπαθεί να τον «αφυπνίσει» με ένα κοινότοπο λογίδριο που καταλήγει σε εκβιασμό («δραστηριοποιήσου στο αντιπολεμικό κίνημα αν θες καλό βαθμό» – μα την αλήθεια, πολύ προοδευτική πρακτική); Όσο για τις ερμηνείες, ο Τομ Κρουζ αναμασάει για νιοστή φορά την ίδια μανιέρα του φουσκωμένου διάνου, η Μέριλ Στριπ σπαταλιέται στα στοιχειώδη, κι ο Ρέντφορντ μάλλον βαριέται, αλλά σίγουρα δεν είναι ο μόνος, αφού, στο κάτω-κάτω, από την ταινία απουσιάζουν παντελώς οι αιχμές. Το όποιο αντιπολεμικό μήνυμα προκύπτει μόνον εμμέσως και συγκεκαλυμμένα, μην τυχόν και στενοχωρήσουμε κανέναν Ρεπουμπλικάνο και χάσουμε εισιτήρια. Κρατηθείτε μακριά!

6.12.07

SUGARTOWN: ΟΙ ΓΑΜΠΡΟΙ


Σκηνοθεσία: Κίμων Τσακίρης
Ελλάδα, 2006. Διάρκεια: 82΄


Υπόθεση: Ζαχάρω Ηλείας, λίγα χρόνια πριν τις καταστροφικές πυρκαγιές. Η κωμόπολη ξανααπασχολεί τα ΜΜΕ, αυτή τη φορά χάρη σε μια πρωτότυπη ιδέα του γνωστού δημάρχου της, Πανταζή Χρονόπουλου. Προκειμένου να εξασφαλίσει την επανεκλογή του, ο δήμαρχος προτείνει μια ριζοσπαστική λύση στο πρόβλημα των ανδρών της Ζαχάρως, οι οποίοι δεν βρίσκουν γυναίκες να παντρευτούν, καθώς οι νεαρές ντόπιες προτιμούν να μεταναστεύουν στις πόλεις. Τους υπόσχεται ένα ταξίδι σε χώρα της τέως Σοβιετικής Ένωσης προς ανεύρεση… νυφών. Στην ταινία παρακολουθούμε τις προετοιμασίες, το ταξίδι, το οποίο πραγματοποιήθηκε όντως τον Αύγουστο του 2005, τελικά προς την πόλη Κλιν της Ρωσίας, καθώς και τα επακόλουθά του…


Με μια ματιά: Εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Κίμωνα Τσακίρη, βραβευμένο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ξεφεύγει από τη συνήθη σοβαροφάνεια, το διδακτισμό και τη δημοσιογραφική λογική των ταινιών τεκμηρίωσης και, εκκινώντας από ένα «πιασάρικο» θέμα, τολμά μια βαθιά, ψύχραιμη, μα συνάμα και ευαίσθητη τομή στη χαίνουσα πληγή της ελληνικής επαρχίας, χωρίς μάλιστα σε καμία στιγμή να χάσει το χιούμορ του.


Παρόλο το «αβανταδόρικο» θέμα, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα για τον νεαρό Τσακίρη, κάτοχο διδακτορικού στις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις από το Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ. Έπρεπε να αποφύγει μια σειρά από παγίδες: Πρώτα απ’ όλα να μην προκαλέσει γέλιο εις βάρος των ηρώων του. Ύστερα, να μην σχηματοποιήσει ή απλοποιήσει το πρόβλημά τους. Να προσπαθήσει αντίθετα να αναδείξει όσο γίνεται περισσότερες από τις πτυχές του. Να αποφύγει τέλος το διδακτισμό, τον καταγγελτικό τόνο, αλλά και, σημαντικότερο ίσως όλων, τη βαρεμάρα. Κι όλ’ αυτά προσπαθώντας παράλληλα να υιοθετήσει μια μοντέρνα κινηματογραφική γλώσσα, έξω από τα κλισέ και τις γνώριμες φόρμες των συμβατικών ντοκιμαντέρ. Ε, λοιπόν, τα κατάφερε σε όλα!


Ο Τσακίρης, μετά από σκληρή προετοιμασία χρόνων, κατά την οποία παρέμεινε επί μακρόν στη Ζαχάρω, ζώντας από πρώτο χέρι τα προβλήματα των κατοίκων της και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, μας παρουσίασε ένα «διαμαντάκι», μια ταινία γεμάτη χιούμορ, ανθρωπιά και πολύ βαθιά αντίληψη του τι πραγματικά συμβαίνει στην ελληνική επαρχία. Είναι μια ταινία ευχάριστη, με παιχνιδιάρικο τόνο, παίζει με τις συμβάσεις του γουέστερν, καθώς εκκινεί από το εύρημα μιας Ζαχάρως-"Sugartown" της Άγριας Δύσης, της οποίας οι κάτοικοι, με μπροστάρη τον δήμαρχο-σερίφη, εκκινούν για μια αποστολή στην άγνωστη Ανατολή. Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, ακριβώς γιατί ο Τσακίρης κατάφερε να αποκτήσει άμεση πρόσβαση στις ψυχές των ηρώων του, ενώ κορυφώνεται με τις συνέπειες του ταξιδιού, το οποίο από κωμωδία μετατρέπεται σε δράμα, ίσως μάλιστα και σε τραγωδία, καθώς αναγκάζει τους ήρωές του να αντικρίσουν ορισμένες αλήθειες. Αλήθειες δυσάρεστες για όλους μας, κι ίσως αυτός να είναι κι ένας από τους λόγους που η ταινία δεν κατάφερε να κόψει και πολλά εισιτήρια στις αίθουσες. Η κυκλοφορία της όμως σε dvd είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για όλους μας να την απολαύσουμε.


Αξιολόγηση: ****

4.12.07

ΠΡΙΝ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΟΤΙ ΠΕΘΑΝΕΣ


BEFORE THE DEVIL KNOWS YOU ’RE DEAD


Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Λουμέτ

Παίζουν: Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ίθαν Χοκ, Άλμπερτ Φίνεϊ, Μαρίσα Τομέι


Αστυνομική περιπέτεια, αλλά και οικογενειακό μελόδραμα, η τελευταία δημιουργία του 84χρονου Λουμέτ, ο οποίος συμπληρώνει αισίως 50 χρόνια στο «κουρμπέτι» του Χόλιγουντ, είναι μια καλή ταινία, που καταλήγει όμως να προκαλεί περισσότερο πάταγο απ’ όσο της αρμόζει, επιδιδόμενη σε μια εντυπωσιοθηρία βολική μεν για όσους αναζητούν μια ταινία που θα τους καθηλώσει για δυο ώρες, παραπλανητική δε για όσους πρόσκαιρα πιστέψουν ότι βρίσκονται ενώπιον ενός αριστουργήματος. Όσο για τον Λουμέτ, χαρά στο κουράγιο του, που παρά το Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του το 2005, ξαναβρίσκει την όρεξη και το κίνητρο να τσιτώσει έτσι το γκάζι, προκειμένου να μας δώσει ένα δράμα τραβηγμένο στη νιοστή του δύναμη. Με μια αφήγηση μη γραμμική, που επιστρέφει και ξαναεπιστρέφει στις ίδιες σκηνές για να φωτίσει από διαφορετική οπτική γωνία δράση και χαρακτήρες, με διαλόγους έντονα φορτισμένους, που συχνά κραυγάζουν αυτό που έτσι κι αλλιώς υπονοείται, και με ερμηνείες τονισμένες μέχρι υπερβολής, ο Λουμέτ μετέρχεται κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο (εξαίρετα τα γυμνά περιφερόμενα στήθη της Μαρίσα Τομέι) προκειμένου να θέλξει τον θεατή του και να τον παρασύρει στον ίλιγγο της περιδίνησης των ηρώων του στην άβυσσο του τυφλού πάθους για το χρήμα, των ενοχών και των φόβων τους. Είναι ένα στιλ που ίσως ενοχλήσει τους πιο εκλεπτυσμένους, σίγουρα όμως εγγυάται ένα δράμα δυνατό, που ακολουθεί τον θεατή για αρκετές ώρες μετά το τέλος της προβολής.