5.5.09

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΞΑΝΘΙΑΣ



LEGALLY BLONDE

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ ΛούκατιτςΠαίζουν: Ρις Γουίδερσπουν, Λουκ Γουίλσον, Σέλμα Μπλερ

Αν και δεν δρέπει δάφνες καλλιτεχνικής ποιότητας, πρωτότυπης σκηνοθεσίας, ή ιδιαίτερα πειστικής δραματουργίας, Η εκδίκηση της ξανθιάς διεκδικεί την ένταξή της στη λίστα με τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς. Χωρίς να είναι τίποτα παραπάνω από μια ευχάριστη χολιγουντιανή κωμωδιούλα, το θέμα της, καθώς και ο τρόπος που το χειρίζεται, την εντάσσουν στις ταινίες εκείνες που ανιχνεύουν νέες κοινωνικές τάσεις, βοηθούν στην ανάδειξη νέων κοινωνικών αξιών και προβάλλουν σήμερα, έστω και σαν αστείο, αυτό που αύριο θα είναι σοβαρό. Το αστείο, το οποίο η ταινία εκμεταλλεύεται σαν οξύμωρο, είναι να βλέπεις μια ξανθιά με εμφάνιση και συμπεριφορά τηλεοπτικής γλάστρας να αριστεύει στο Χάρβαρντ και να κάνει πετυχημένη καριέρα δικηγόρου. Το σοβαρό, που σήμερα είναι κρυμμένο πίσω από το αστείο, αύριο όμως θα γίνει, χάρη και σε ταινίες σαν κι αυτή, φανερό, είναι ότι η αρχικά γραφική αυτή «φυλή» γυναικών, η οποία ξημεροβραδιάζεται στα γυμναστήρια και τα ινστιτούτα αισθητικής, λατρεύει το shopping και χαμογελά με κάθε αφορμή, αυξάνεται διαρκώς, καλλιεργεί και το πνεύμα της, και παρουσιάζει τάσεις να κυριαρχήσει σαν κοινωνικό πρότυπο.
Η εκδίκηση της ξανθιάς είναι η εκδίκηση της γυναίκας η οποία μπορεί πλέον όχι μόνο να εκδηλώνει ελεύθερα όλες τις πλευρές της σεξουαλικότητάς της, αλλά και να διεκδικεί τα πρωτεία σε όλους τους κοινωνικούς στίβους δίχως να χρειάζεται να απαρνηθεί πρώτα καμία πτυχή της θηλυκότητάς της.

***

4.5.09

GHOST TOWN


Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κέπ
Παίζουν: Ρίκι Τζέρβε, Γκρεγκ Κινίαρ, Τέα Λεόνι
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 102΄

Παρουσιάζοντας πριν από λίγες εβδομάδες τον Δρόμο της επιστροφής στο Videodrome, ο Δημήτρης Δρένος έγραφε ότι ζούμε σε κοινωνίες εξειδίκευσης. «Κάπου, κάποιοι πεθαίνουν της πείνας, κάπου, κάποιοι σκοτώνονται, δεν μας αγγίζει, οι υπόλοιποι συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες δουλειές που πρέπει να γίνουν»… Ποιες δουλειές είναι άραγε αυτές; Μερικοί εδώ στις ευημερούσες κοινωνίες της Δύσης έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται. Η ευμάρεια προκαλεί τελικά υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά και τύψεις. Στο Visitor, το οποίο σχολιάζαμε πριν μια βδομάδα, ένας πανεπιστημιακός καθηγητής συνειδητοποιεί ότι δεν προσφέρει και δεν παράγει παντελώς τίποτα και αποφασίζει να βοηθήσει ένα ζευγάρι λαθρομεταναστών και να εντρυφήσει στη γοητεία του τζέμπε, του αφρικανικού τύμπανου. Στην σημερινή ταινία ήρωας είναι ο Δρ. Πίνκους, ένας οδοντίατρος στο Μανχάταν, ο οποίος, παρότι – ή μήπως θα έπρεπε να πούμε ακριβώς εξαιτίας; - ζει σε ένα τεράστιο, υπερπολυτελές διαμέρισμα, είναι ένα μισανθρωπικό μονήρες ανθρωπάκι που διαθέτει από ένα δηλητηριώδες σχόλιο για όλους και για όλα. Ο Δρ. Πίνκους όμως δεν πρόκειται να διέλθει μέσα από κάποια προσωπική υπαρξιακή κρίση. Εδώ βρισκόμαστε στο πεδίο της κομεντί, με τις αναφορές της στον Κάπρα και τον Σπίλμπεργκ. Είναι ακριβώς η άγνοια της κατάστασής του που δημιουργεί το κωμικό αποτέλεσμα. Η δυστυχία του δεν είναι η μοναξιά του, αλλά το γεγονός ακριβώς ότι δεν μπορεί να αποφύγει τους άλλους. «Το πρόβλημά μου δεν είναι τα πλήθη, είναι τα άτομα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό», αποφαίνεται σε μια κωμική αποστροφή του. Ο Δρ. Πίνκους δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν νεκροζώντανο, έναν ακόμη άνθρωπο που νομίζει ότι η έννοια της ζωής ταυτίζεται με μια απλή βιολογική λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η κατάστασή του αυτή συσχετίζεται στην ταινία με το θάνατο: Μετά από ένα «ατυχηματάκι» στην αναισθησία μιας απλής ιατρικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκε, ο Δρ. Πίνκους θα αρχίσει να βλέπει νεκρούς. Μετά από πολλές περιπέτειες θα συνειδητοποιήσει ότι οι νεκροί αυτοί ζητούν απ’ αυτόν να μεσιτεύσει για να διευθετήσουν τις συναισθηματικές εκκρεμότητες που άφησαν στη Γη. Μέσα από την επαφή του με τον κόσμο των νεκρών, ο Δρ. Πίνκους θα γίνει επιτέλους πιο ανθρώπινος… Η ταινία είναι το πρώτο «όχημα» για τη διείσδυση του βρετανού κωμικού του The Office Ρίκι Τζέρβε στο Χόλιγουντ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν δεν πρόκειται για καθαρόαιμη κωμωδία. Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για κομεντί, για μια δραματική ταινία με κωμικό υπόβαθρο και ρομαντικές πτυχές. Λειτουργεί ανάλαφρα, λίγο γέλιο, λίγη συγκίνηση, λίγος προβληματισμός, και ξεχνιέται γρήγορα. Αυτή όμως η μεταφορά του Μανχάταν ως ενός χώρου που κατοικείται από νεκρούς κι από έναν οδοντίατρο τόσο μισάνθρωπο που να σχετίζεται περισσότερο μ’ αυτούς, παρά με ζωντανούς, μας φάνηκε κάτι περισσότερο από πετυχημένη…

**