28.6.10

ΣΤΕΙΛΕ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ


MANDA BALA - SEND A BULLET

Σκηνοθεσία: Τζέισον Κον

ΗΠΑ/Βραζιλία 2007. Διάρκεια: 85΄


Αν αναλογιστούμε ότι αυτό που πάνω απ’ όλα επιδιώκει μια ταινία μυθοπλασίας είναι να πείσει τον θεατή για την, δυνητική έστω, αλήθεια της, να πετύχει δηλαδή αυτό που στο Χόλιγουντ αποκαλούν “suspension of disbelief” – ελληνιστί «άρση της δυσπιστίας» - θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά η απόλυτη ταινία μυθοπλασίας είναι το ντοκιμαντέρ. Γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς η ταινία που αντλεί εξ ολοκλήρου το υλικό της από την πραγματικότητα. Περιέργως όμως, όσο χρειάζεται η μυθοπλασία το ντοκιμαντέρ, δηλαδή την αλήθεια, άλλο τόσο χρειάζεται και το ντοκιμαντέρ την μυθοπλασία, δηλαδή το ψέμα, το «παραμύθιασμα», τη σκηνοθεσία. Η ωμή πραγματικότητα στερείται φόρμας, νοήματος, λογικού ειρμού. Είναι βαρετή, χύμα, άμορφη. Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ αναγκάζεται να καταφεύγει ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο ασύστολα, σε τεχνικές της μυθοπλαστικής σκηνοθεσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ που σας προτείνουμε σήμερα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στη Βραζιλία, το οποίο εστιάζει σε δυο επιμέρους ζητήματα, σύμβολα της ευρύτερης παθογένειας της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Το ένα είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο υπεξαίρεσης δημόσιων κονδυλίων από έναν επιφανή πολιτικό της Βόρειας Βραζιλίας ονόματι Ζάντερ Μπαρμπάλιο. Το άλλο είναι το πρόβλημα των απαγωγών πλουσίων με σκοπό την απόσπαση λύτρων το οποίο μαστίζει ιδιαίτερα το Σάο Πάολο. Παρότι τα ζητήματα αυτά ηχούν αρκούντως σοβαρά και σκοτεινά, η προσέγγιση εμφορείται από έναν ανάλαφρο χαρακτήρα. Έντονα χρώματα, γρήγορο μοντάζ, κεφάτη βραζιλιάνικη μουσική. Ταυτόχρονα παρατηρούμε μια έντονη τάση για προβολή εντυπωσιακών εικόνων. Ο Μπαρμπάλιο φέρεται να είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο εκτροφής βατράχων προκειμένου να ξεπλένει τα χρήματα που υπεξαιρούσε.
Πλάνα από το εκτροφείο αυτό, με τα χιλιάδες βατράχια να αλληλοκατασπαράσσονται και αργότερα να γδέρνονται από τους υπαλλήλους κρεμασμένα στην κορδέλα παραγωγής συνοδεύουν σχεδόν κάθε αναφορά της ταινίας στον Μπαρμπάλιο, δημιουργώντας μια δυνατή οπτική μεταφορά για την μοίρα του πολυπληθούς υποπρολεταριάτου των βραζιλιάνικων παραγκουπόλεων. Από την άλλη, στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ τίθεται ένας πλαστικός χειρούργος που ειδικεύεται στην επικόλληση αυτιών που οι απαγωγείς κόβουν από τα θύματά τους. Η κάμερα θεωρεί σκόπιμο να διεισδύσει ακόμα και στην αίθουσα του χειρουργείου, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά μια τέτοια ιατρική επιχείρηση. Εικόνες που μένουν στο μυαλό, που αποτροπιάζουν, που τρομοκρατούν. Φτηνός εντυπωσιασμός, από τη μια, έξυπνη αξιοποίηση του κινηματογραφικού μέσου από την άλλη. Έτερο άξιο αναφοράς χαρακτηριστικό είναι η «γιάνκικη», αμερικανοκεντρική προσέγγιση της ταινίας.
Σκηνοθετημένη από Αμερικανό, η ταινία εστιάζει μεταξύ άλλων σε έναν νεαρό εύπορο αμερικάνο επιχειρηματία που διαμένει στο Σάο Πάολο, ο οποίος πάσχει από την χαρακτηριστικά δυτική νεύρωση της ασφάλειας, και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει μια ενδεχόμενη απαγωγή. Η ταινία τον παρουσιάζει ουδέτερα, επιτρέποντας τόσο την ταύτιση μαζί του (αντίδραση πιθανότερη ίσως στις ΗΠΑ), όσο και την γελοιοποίησή του. Δύσκολα αποφεύγει κανείς έναν χαιρέκακο καγχασμό μπροστά στο «πρόβλημα» των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η θωράκιση μιας Πόρσε. Τέλος, το οξύμωρο είναι ότι ενώ φαινομενικά η ταινία καταδικάζει τη βία, μοιάζει ταυτόχρονα να συναρπάζεται από αυτήν.
Τα πλάνα πάσης φύσεως όπλων που έρχονται και επανέρχονται αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα μιας χαρακτηριστικά american νοοτροπίας και της κάπως ανεύθυνης υιοθέτησης μιας ταραντινικής αισθητικής, σύμφωνα με την οποία το Κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με τη χρήση μιας καρτουνίστικης βίας, με περίστροφα, καραμπίνες και μυδραλιοβόλα. Allright. Η ταινία όμως τελικά αξίζει οπωσδήποτε μια θέαση, είναι επιτήδεια φτιαγμένη, συναρπαστική, και θεωρώ ότι προβληματίζει γόνιμα, θέτοντάς μας κατάμουτρα σε μια κοινωνική κακοήθεια που μοιάζει να μας αφορά ολοένα και περισσότερο.

***

5.6.10

JAR CITY


Σκηνοθεσία: Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ
Παίζουν: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Άτλι Ραφ Σίγκουρντσον, Τόρστιν Γκούναρσον

Ισλανδία, 200
6. Διάρκεια: 94΄

Αστυνομικό θρίλερ σκληρό, νοσηρό, ατμοσφαιρικό, με μια πλοκή εύκολα προβλέψιμη, αλλά με αρκετή αφηγηματική επιτηδειότητα ώστε να το κρύβει εντέχνως, το Jar City μας ξανασυστήνει τον Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, τον σκηνοθέτη που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση του ισλανδικού κινηματογράφου. Με τα 101 Ρέικιαβικ, ο Κορμάκουρ μας παρουσίασε μια Ισλανδία γεμάτη νεανικό παλμό, θετική ενέργεια και δωρεάν θέρμανση από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει το απόμακρο αυτό νησί στην βορειοδυτική εσχατιά της Ευρώπης. Στο Jar City τα πράματα έχουν αλλάξει άρδην: Η Ισλανδία παρουσιάζεται τώρα σαν μια χώρα σκοτεινή και βλοσυρή, ένα τοπίο σεληνιακό, όπου οι ατμοί και τα αέρια που αναβλύζουν από την στέρφα γη δεν εκφράζουν πλέον το όνειρο μιας φτηνής ενεργειακής πηγής, αλλά τον εφιάλτη μιας κοινωνίας απόκοσμης, εσωστρεφούς, με καλά κρυμμένα μυστικά και ανθρώπους που στοιχειώνονται από μια ενέργεια δαιμονική.

Η ταινία βασίζεται στο γνωστό μοτίβο του αστυνομικού που ερευνά ένα φόνο. Ο Έρλαντουρ είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος, μισανθρωπικός ντετέκτιβ, που κρύβει πίσω από την εργασιομανία του και την επαγγελματική του ευσυνειδησία την πλήρη αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Καλείται να διερευνήσει τον φόνο ενός περιθωριακού ατόμου, που μοιάζει να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας απόκληρος της ζωής εθισμένος στην πορνογραφία. Εκκινώντας από τη φωτογραφία του μνήματος ενός παιδιού που εντοπίζει στο διαμέρισμά του, ο Έρλαντουρ θα επιχειρήσει να ξετυλίξει το νήμα του δράματος της ζωής αυτού του ανθρώπου, προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας του. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης και ο Ορν, ένας πονεμένος πατέρας που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάποια θεραπεία για την μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη θανατηφόρο ασθένεια. Στην πραγματικότητα, το θέμα του πονεμένου πατέρα, της αποτυχίας της οικογένειας και του κατατρεγμού από τους δαίμονες ενός αναπόδραστου παρελθόντος αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του έργου. Η Ισλανδία παρουσιάζεται σαν ένα περίκλειστο νησί-παγίδα, με λιγοστούς κατοίκους που αναπόφευκτα διαπλέκονται μεταξύ τους με νήματα που συχνά δεν θέλουν καθόλου να θυμούνται. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κανέναν και τίποτε, αργά ή γρήγορα η νέμεση έρχεται, και είναι σκληρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το δευτερεύον μοτίβο της έρευνας του γενετικού υλικού, μοτίβο που εμπνέεται μάλιστα από ένα υπαρκτό πρότζεκτ της ισλανδικής κυβέρνησης, το οποίο έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Jar City είναι μια τεράστια υπηρεσία στην οποία υποτίθεται πως φυλάσσεται το γενετικό υλικό όλων των κατοίκων της χώρας. Η πρόσβαση στο αρχείο αυτό, νόμιμη ή ίσως και παράνομη, μπορεί να δώσει ουκ ολίγες πληροφορίες σε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με την αληθινή ταυτότητα, την κατάσταση της υγείας και το γενεαλογικό δέντρο του οποιουδήποτε. Εδώ η Ισλανδία της εσωστρέφειας και της παράδοσης συναντά σε έναν μάλλον παρά φύση γάμο την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Το μόνο που λείπει από την ταινία είναι μια μικρή έστω νύξη στις οικονομικές δομές της χώρας. Μήπως τελικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εδράζεται το αληθινό «κακό» της ισλανδικής κοινωνίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά όμως τις προθέσεις και την εμβέλεια του καλοφτιαγμένου κατά τ’ άλλα θρίλερ του Κορμάκουρ.


***

3.5.10

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗ ΛΟΥΡΔΗ


LOURDES

Σκηνοθεσία: Τζέσικα Χάουσνερ

Παίζουν: Sylvie Testud, Bruno Todeschini, Elina Lowensohn, Lea Seydoux

Αυστρία/Γαλλία, 2009. Διάρκεια: 96΄


Μια μεγάλη τραπεζαρία, άδεια και ψυχρή. Πλάνο ακίνητο, κινηματογραφημένο από πλάγια και ψηλά. Αργά-αργά αρχίζει να εισέρχεται στο κάδρο, σαν υποκινούμενη από κάποια αόρατη ανώτερη δύναμη, μια πομπή από αλλόκοτες μορφές. Άνθρωποι με κινητικά και άλλα προβλήματα, μερικοί σε αναπηρικά καρότσια, παραπληγικοί, αλλά και κάποιοι άλλοι με παράξενη περιβολή. Καλόγριες (ή μήπως νοσοκόμες;) με ασπροκόκκινες στολές, άνδρες ντυμένοι σαν αξιωματικοί κάποιας εξωτικής βασιλικής φρουράς. Παρατάσσονται στις θέσεις τους σαν ηθοποιοί επί σκηνής, έτοιμοι για να ξεκινήσουν την παράσταση. Ακολουθεί προσευχή και σύντομη ομιλία της ηγουμένης. Το φαγητό σερβίρεται και το γεύμα αρχίζει. Όλ’ αυτά σε ένα έξοχα χορογραφημένο μονοπλάνο. Είναι η αρχή της ταινίας «Προσκύνημα στη Λούρδη», τρίτη δουλειά της αυστριακής σκηνοθέτιδας Τζέσικα Χάουσνερ, η οποία καθιστά αμέσως σαφές ότι έχει αφομοιώσει γόνιμα τα διδάγματα της αυστριακής σχολής που καθιέρωσαν σκηνοθέτες όπως ο Μίχαελ Χάνεκε και ο Ούλριχ Ζάιντλ. Στατικά, πολύ προσεκτικά στημένα πλάνα. Κάμερα ψυχρή και αποστασιοποιημένη. Λιτότητα εκφραστικών μέσων. Ματιά χειρουργική. Παρόλ’ αυτά η ανθρωπιά δεν λείπει από την ταινία της, καθώς η κάμερα σύντομα επικεντρώνεται στην Κριστίν, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, η οποία αδυνατεί να κουνήσει τόσο τα πόδια όσο και τα χέρια της. Τη συνοδεύει μια όμορφη νεαρά εθελόντρια, η οποία και την βοηθά να φάει. Μπροστά μας ξετυλίγεται αργά σαν ιεροτελεστία όλη η καθημερινότητα της Κριστίν. Πώς μεταφέρεται με το καρότσι της, πώς πρέπει να κουβαληθεί στα χέρια για να τοποθετηθεί στο κρεβάτι της για ύπνο και παρομοίως το πρωί για να σηκωθεί. Η Κριστίν συμμετέχει σε μια προσκυνηματική εκδρομή που οργανώνει ένα τάγμα μοναχών στη Λούρδη, την αντίστοιχη Παναγία της Τήνου των Καθολικών, κάπου στη νοτιοδυτική Γαλλία. Σε αντίθεση με τα άλλα μέλη του γκρουπ, η ίδια δεν μοιάζει να βασίζει και πολλές ελπίδες στη χάρη της Παναγίας της Λούρδης. Συμμετέχει κυρίως γιατί είναι μια από τις λίγες ευκαιρίες που της δίνονται να ταξιδέψει, να δει τον κόσμο, να γνωρίσει ανθρώπους. Σταδιακά, αυτό το τόσο διαφορετικό πλάσμα μάς γίνεται ολοένα και πιο οικείο. Η Κριστίν δεν είναι παρά ένας απλός, πρακτικός άνθρωπος, που μοιάζει να έχει ανοσία σε οτιδήποτε το μεταφυσικό. Η οποιαδήποτε απλή, καθημερινή χαρά μοιάζει να της αρκεί. Το μεγαλύτερο επίτευγμα είναι η αποδοχή της κατάστασης, όπως της λέει κι ένας ιερέας, προφανώς ανήμπορος να προσφέρει τίποτα καλύτερο. Αυτό βέβαια καθόλου δεν εμποδίζει την άνθηση μιας γιγαντιαίας μπίζνας. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα με σουβενίρ παναγίτσες σε όλα τα μεγέθη και χρώματα, «ιαματικά» λουτρά, ναοί με το παγκάρι σε περίοπτη θέση, μέχρι και γραφείο πιστοποίησης θαυμάτων. Ένα σκηνικό που η Χάουσνερ καταγράφει με τη συνήθη αποστασιοποίησή της, αλλά και μια δόση ειρωνείας που θυμίζει Μπουνιουέλ. Η ταινία της, ισορροπώντας πάντα επιδέξια σε μια λεπτή αμφίσημη γραμμή, καταφέρνει να είναι ταυτοχρόνως τρία τουλάχιστον πράγματα: κινηματογραφικό δοκίμιο για την θρησκευτική πίστη και την μεταφυσική ελπίδα στο θαύμα, ανθρωποκεντρική ντοκιμαντεριστική προσέγγιση στο ζήτημα της αναπηρίας, που καταφέρνει να μας φέρει κοντά και να μας εξοικειώσει με τις ιδιαίτερες δυσκολίες αλλά και τις δεξιότητες ενός παραπληγικού ατόμου, και τέλος οξυδερκές κοινωνικό σχόλιο για τις συγκαταβατικές, υποκριτικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες της υλικής ευμάρειας και της πλήρους αποπνευματοποίησης. Κι όλ’ αυτά δοσμένα μ’ ένα τρόπο αφαιρετικό και υπόγειο, μια αφήγηση βραδυφλεγή και λιτή, που σταδιακά και ανεπαίσθητα δημιουργεί μια σωρευτική αγωνία στο θεατή, με όλη αυτή την τελετουργία του τίποτα που καταγράφει, μια τελετουργία που δείχνει όμως να κρύβει πολλά. Σιγά-σιγά η κάθε λεπτομέρεια αρχίζει να παίρνει διαστάσεις σημαντικές, αρχίζει να αποκτά νόημα, να σημαίνει, όχι απαραιτήτως το ίδιο για τον κάθε θεατή – και αυτή η πολυσημία είναι ένα από τα πιο γοητευτικά στοιχεία της ταινίας – αλλά πάντως να σημαίνει. Για να φτάσουμε τελικά στο συγκλονιστικό φινάλε, όπου βέβαια όλα μένουν ανοιχτά - ήταν θαύμα; Δεν ήταν; - κι οι θεατές απομένουν με μια σειρά από απορίες κι αποχωρούν από την αίθουσα δυσανασχετώντας ίσως που δεν τους δόθηκε μια σαφής απάντηση, όμως τις απαντήσεις τελικά δεν τις δίνουν οι ταινίες, τις δίνουν οι άνθρωποι, ο καθένας για τον εαυτό του. Οι ταινίες κρατούν απλώς έναν καθρέφτη όπου κοιταζόμαστε. Και ο καθρέφτης της Χάουσνερ είναι διαυγής και αμείλικτος.


****


1.5.10

ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΛΙΟΝΤΑΡΙΟΥ


LEONERA

Σκηνοθεσία: Πάμπλο Τραπέρο
Παίζουν: Μαρτίνα Γκούσμαν, Έλι Μεδέιρος, Λάουρα Γκαρθία

Αργεντινή, 2008. Διάρκεια: 113΄


Ο συνήθης συνειρμός όταν ακούει κανείς για ταινία σε γυναικείες φυλακές είναι το ελαφρύ πορνό, και μάλιστα με έντονα λεσβιακό χαρακτήρα και σαδομαζό αποχρώσεις. Όπως στην πραγματική ζωή, έτσι και στον κινηματογράφο οι κρατούμενες είναι εύκολα θύματα για εκμετάλλευση. Προσφέρονται για ερεθιστικό θέαμα. Κι αν τυχόν ο σκηνοθέτης δεν θέλει να εκτεθεί πολύ, μπορεί να το γυρίσει σε σκληρή περιπέτεια. Ή σε κραυγαλέο μελόδραμα. Ακόμα όμως και με έντονη την επίφαση του «κοινωνικού προβληματισμού», ή της καταγγελίας (ωραίο άλλοθι κι αυτό), ο exploitative, εκμεταλλευτικός χαρακτήρας παραμένει. Ακριβώς αυτό το στοιχείο είναι που λείπει από την εξαιρετική ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα. Παρότι πρόκειται για μια ακραία ιστορία με έντονα συναισθήματα, την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που παρασύρεται σε μια υπόθεση δολοφονίας, γεννά μέσα στη φυλακή και αργότερα αγωνίζεται να κρατήσει την κηδεμονία του παιδιού της, ο σκηνοθέτης δεν αποσκοπεί ούτε στην εύκολη συγκίνηση του θεατή, ούτε πολύ περισσότερο στον ερεθισμό του. Τα πράγματα παρουσιάζονται με απλότητα και φυσικότητα. Οι κρατούμενοι, ακόμα κι οι δολοφόνοι, είναι άνθρωποι σαν κι εμάς. Ίδιες ανάγκες έχουμε όλοι. Και πιθανότατα όλοι θα μπορούσαμε, κάτω φυσικά από τις κατάλληλες συνθήκες, να βρεθούμε στη θέση τους. Και βέβαια, μια μάνα είναι πάντα μια μάνα. Είτε είναι ένοχη δολοφονίας είτε όχι. Είτε βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, είτε έξω απ’ αυτή, περιορισμένη πάντως από τις εκάστοτε συμβάσεις της κοινωνίας. Η κάμερα απλώς καταγράφει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με προσοχή και προσήλωση, όχι όμως και ψυχρότητα. Αφουγκράζεται με ευαισθησία. Και αφήνει τα συμπεράσματα στον θεατή. Κι αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη μεγάλη αρετή της. Δεν επεξηγεί, δεν δραματοποιεί, δεν εκβιάζει σκέψεις ή συναισθήματα. Όταν δείχνει για παράδειγμα ένα χάδι, δεν πλησιάζει την κάμερα υπερβολικά για να δούμε πόσο τρυφερό ή όμορφο είναι. Όλοι ξέρουμε ότι τα χάδια είναι τρυφερά και όμορφα. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ούτε προσθέτει από πίσω μελιστάλαχτη μουσική για να μας κάνει να νιώσουμε τρυφερότητα σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ. Μας αφήνει ελεύθερους να νιώσουμε ό,τι θέλουμε. Ούτε έχει πολλά λόγια και επεξηγηματικούς διαλόγους. Όποιος έχει μάτια βλέπει. Κι όποιος έχει φαντασία φαντάζεται. Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρωπιστικό σ’ αυτή τη στάση, κάτι που αφορά στην αντιμετώπιση από τους δημιουργούς της ταινίας τόσο των ηρώων της, και κυρίως της γοητευτικής και περήφανης κεντρικής ηρωίδας-μάνας, όσο και των θεατών της. Η ταινία σέβεται και τους μεν και τους δε. Προσεγγίζει τις πρωταγωνίστριές της με ενδιαφέρον και κατανόηση, χωρίς όμως διάθεση ούτε να τις ηρωοποιήσει, ούτε να εκμεταλλευτεί τα πάθη ή τα προβλήματά τους. Από την άλλη, αντιμετωπίζει τους θεατές ως νοήμονες ανθρώπους, ικανούς να βγάλουν μόνοι τους τα συμπεράσματά τους. Δεν τους τα υπαγορεύει. Ασκεί την υψηλή τέχνη του υπονοούμενου, της αφηγηματικής έλλειψης, του κενού που εμείς καλούμαστε να συμπληρώσουμε. Σεβασμός στον άνθρωπο, σεβασμός στον θεατή. Μεγάλη υπόθεση.

****

24.3.10

ΑΟΡΑΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ



THE GHOST WRITER

Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Πιρς Μπρόσναν, Ολίβια Ουίλιαμς
Βρετανία/Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 128΄


Ρυθμική, γρήγορη, στακάτη. Η τελευταία ταινία του γερο-Πολάνσκι θυμίζει μετρονόμο. Δε χάνει ποτέ το τέμπο της. Σ’ αρπάζει απ’ το μανίκι από το πρώτο της πλάνο και δεν σ’ αφήνει, παρά στο τελευταίο καρέ. Προαπαιτούμενο βεβαίως ένα στιβαρό, κλασικό σενάριο, που μας επαναφέρει στο κλίμα του πολιτικού θρίλερ των ρομαντικών 70’s, με την απαραίτητη δοσολογία παρανοϊκής συνωμοσιολογίας των 00’s. Εξίσου απαραίτητο και το σίγουρο χέρι ενός μετρ της σκηνοθεσίας. Που μπορεί να γέρασε, μπορεί να βασανίζεται από ποινικές υποθέσεις του μακρινού, πολυτάραχου παρελθόντος του, την τέχνη του όμως δεν εξέχασε. Ξέρει καλά ότι ο κινηματογράφος, για να πείσει τον θεατή και να επιδράσει εντονότερα πάνω του, χρειάζεται αφήγηση ευλογοφανή, χωρίς τα κενά και τα άλματα που έχουν γίνει της μοδός τα τελευταία χρόνια. Ξέρει επίσης ότι στην τελική ο κινηματογράφος δεν είναι παρά ένα παραμύθι. Θέλει στυλιζάρισμα, έστω και διακριτικό. Θέλει τοπία αρχέγονα (συμπτωματικά παρόμοια με του Νησιού των καταραμένων, του έτερου μεγάλου σύγχρονου παραμυθά), υποκριτικούς κώδικες ελαφρά τονισμένους, που παραπέμπουν σε ιστορία του Κάρολου Ντίκενς, θέλει μουσική διακριτική και παιχνιδιάρικη, χωρίς τις βαρύγδουπες συμφωνικές τονικότητες που πιθανόν θα επέλεγε ένας σκηνοθέτης απλός διεκπεραιωτής του Χόλιγουντ. Χρειάζεται τέλος έναν πρωταγωνιστή κενό, χωρίς έντονα χαρακτηριστικά, ελάχιστα ανώτερο από τον μέσο θεατή, με τον οποίο αυτός θα ταυτιστεί εύκολα, ένα «άδειο σακί» με εμβρόντητο βλέμμα, πρόθυμο να βυθιστεί μαζί με μας στον μαγικό κόσμο των αποκαλύψεων της ταινίας. Με την πρόοδο της αφήγησης το «άδειο σακί» θα γεμίσει, η συνειδητοποίηση της διαφθοράς του πολιτικού μας κόσμου θα επέλθει, κι ο θεατής θα βγει ευχαριστημένος από την αίθουσα, έμπλεος της πεποίθησης ότι κάτι έμαθε και σήμερα. Καθώς όμως τα φώτα ανάβουν, από μια γωνιά ο παμπόνηρος Πολάνσκι μας κλείνει το μάτι: το σινεμά είναι ένα μεγάλο παραμύθι, η δε πραγματικότητα δεν είναι ποτέ τόσο απλή και μονοσήμαντη…

****

1.3.10

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ


1 JOURNÉE


Σκηνοθεσία: Τζέικομπ Μπέργκερ

Παίζουν: Νατάσα Ρενιέρ, Μπρούνο Τοντεσινί, Νοεμί Κοσέρ

Ελβετία, 2007. Διάρκεια: 98΄


Ένας από τους γνωστότερους συνειρμούς που σχετίζονται με την Ελβετία είναι η έκφραση «ελβετικό ρολόι». Η Ελβετία αποτελεί τη χώρα-σύμβολο ακρίβειας στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό μας. Ακρίβεια που προϋποθέτει βεβαίως προγραμματισμό και οργάνωση και συνεπάγεται προβλεψιμότητα. Όλα πάνε σαν ελβετικό ρολόι σημαίνει ότι όλα εξελίσσονται κατά τα προβλεπόμενα. Αυτήν ακριβώς την προβλεψιμότητα επιχειρεί να ξηλώσει τραβώντας λίγο-λίγο τις ραφές σαν χαλί που τραβιέται κάτω από τα πόδια μας ο βρετανικής καταγωγής ελβετός σκηνοθέτης Τζέικομπ Μπέργκερ. Εκκινώντας από το καταστατικό τρίγωνο της «ιεράς οικογένειας» μπαμπάς-μαμά-παιδί παρουσιάζει μια μέρα από τη ζωή των τριών τους παγιδεύοντας το θεατή μέσα σε έναν χρονικά επαναλαμβανόμενο βρόχο που παραπέμπει ταυτόχρονα και στη ρουτίνα και στην αναίρεσή της. Και οι τρεις ήρωες προσπαθούν απεγνωσμένα να δουν τη συγκεκριμένη μέρα σαν μια μέρα όπου έχει συμβεί κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα αλλάξει τη ζωή τους. Ο πατέρας χτυπάει κάποιον πεζό με το αυτοκίνητό του. Ή μήπως είναι ιδέα του; Η μητέρα διαπιστώνει ότι ο άνδρας της την απατά. Ή μήπως είναι κάτι που το ήξερε ήδη καλά; Όπως λέει η ίδια κάποια στιγμή «δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Είμαι σαν πεθαμένη». Ο σύγχρονος, πολιτισμένος κόσμος σαν ένας κόσμος απουσίας νοήματος, όπου οι άνθρωποι περιφέρονται σαν υπνωτισμένα ζόμπι. Είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ζωής τους με κάτι το έκτακτο, το μη προβλέψιμο, με κάτι που θα τους ταρακουνήσει από τη ρουτίνα και την ασφάλειά τους; Με τη βοήθεια σταθερών και στιλπνών πλάνων ελβετικού αστικού τοπίου που έρχονται και επανέρχονται σε ένα μοντάζ που ακολουθεί πιστά τους ρυθμούς της εξαιρετικής υπνωτικής ηλεκτρονικής μουσικής του Σιρίλ Μορέν (Samsara), ο Μπέργκερ καταφέρνει να διανοίξει ρωγμές στον ήρεμο σύγχρονο αστικό βίο και στο κύτταρό του, το θεσμό της οικογένειας, και κλείνοντας το μάτι στον ερωτισμό που ελλοχεύει βαθιά μέσα μας σαν ένα κουτί της Πανδώρας που απειλεί μονίμως να ανοίξει, δημιουργεί μια ταινία αισθητικά πρωτότυπη και νοηματικά επαρκώς αινιγματική αλλά και ερεθιστική, ώστε να καταλύσει γόνιμους προβληματισμούς και συναισθήματα στον σινεφίλ θεατή.

***

16.2.10

ΕΝΑΣ ΣΟΒΑΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ



A SERIOUS MAN


Σκηνοθεσία: Τζόελ και Ίθαν Κοέν

Παίζουν: Μάικλ Στούλμπαργκ, Σάρι Λένικ, Φρεντ Μέλαμεντ, Ρίτσαρντ Κάιντ


Προεκτείνοντας και εμπλουτίζοντας τον πάγιο προβληματισμό τους σχετικά με τις διαδικασίες νοηματοδότησης του βιώματος και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης (έμβλημα του οποίου μπορούμε να θεωρήσουμε το μυστηριώδες κουτί στο “Barton Fink”) προς το οικείο σε αυτούς πεδίο της εβραϊκής ταυτότητας και παράδοσης, οι αδελφοί Κοέν, μεγαλωμένοι και οι ίδιοι σε εβραϊκό προάστιο της Μινεσότα των ’60s, μας παραδίδουν μια έξυπνη, ευχάριστη κοινωνική σάτιρα με μεταφυσικές αποχρώσεις, λεπτοδουλεμένη μέχρι σχολαστικότητας, σεμνή στις φιλοδοξίες της, με πλούσιο όμως υπόβαθρο για όσους έχουν την διάθεση να κάνουν τους συσχετισμούς. Ήδη η ασπρόμαυρη εισαγωγή, μια σχεδόν αυτόνομη κι όμως ποικιλοτρόπως συνδεόμενη με το κυρίως σώμα της ταινίας παραδοσιακή ιστορία για ένα ζευγάρι Εβραίων στην Ευρώπη πριν δυο αιώνες, το οποίο φοβάται πως έχει πέσει θύμα της κατάρας ενός σεβάσμιου γέροντα, θέτει το πλαίσιο: Πάνω από τη φαινομενικά ήρεμη κι ανέμελη ζωή μας επικρέμεται σαν μαύρο σύννεφο η απειλή μιας προαιώνιας και αναπόφευκτης κατάρας. Τα βάσανα του Ιώβ τα οποία περνάει η ανθρωπότητα (γιατί ως μετωνυμία για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος θα πρέπει να νοηθεί η εβραϊκή κοινότητα της ταινίας) την οδηγεί σε μια επίμονη και αγωνιώδη αναζήτηση ερμηνείας και νοήματος. Τα αδυσώπητα «γιατί» παραδοσιακά καλείται να απαντήσει η θρησκεία, η οποία όμως αποκαλύπτεται ένα πουκάμισο αδειανό, ίσως όχι με δική της ευθύνη. Και οι τρεις συναντήσεις με ραβίνους του μονίμως εμβρόντητου ήρωα, που δέχεται με τη στωικότητα ενός Μπάστερ Κίτον όλα τα κακά της μοίρας του και διόλου τυχαία επαγγέλεται καθηγητής θεωρητικής φυσικής, είναι αρκούντως δεικτικές, αλλά και απολαυστικές. Ίσως τελικά ο ρόλος του Θεού στη ζωή μας να μην διαφέρει και πολύ από το ρόλο των αδελφών Κοέν στον κινηματογράφο: Αυτοί βάζουν τη σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Το νόημα θα πρέπει να το συμπληρώσουμε μόνοι μας…

***

9.12.09

ΜΠΡΟΥΝΟ


BRÜNO

Σκηνοθεσία: Λάρι Τσαρλς

Παίζουν: Σάσα Μπάρον Κοέν, Γκούσταφ Χάμαρστεν


Συνηθίζουμε να παρουσιάζουμε ταινίες σε dvd οι οποίες δεν είχαν την ευκαιρία να προβληθούν στη μεγάλη οθόνη, όμως νομίζουμε ότι για τον Μπρούνο, την τελευταία εξτραβαγκάντσα του Σάσα Μπάρον Κοέν, αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια εξαίρεση. Η ταινία προβλήθηκε κατακαλόκαιρο στην πόλη μας, με αποτέλεσμα να μην τύχει της προσοχής που της άξιζε. Μετά τον Μπόρατ, λοιπόν, ο σπουδαίος άγγλος κωμικός ενσαρκώνει με την γνωστή του ολοκληρωτική αφοσίωση μια άλλη περσόνα, τον γκέι αυστριακό ρεπόρτερ μόδας Μπρούνο. Ο Μπρούνο, fashion victim, λυσσάρα και ψωνάρα, αγωνίζεται με κάθε τρόπο να γίνει διάσημος. Προσπαθεί να πάρει συνεντεύξεις από διάσημους (καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Πόλα Αμπντούλ), να γίνει ηθοποιός στο Χόλιγουντ (φτάνει μέχρι τηλεοπτικός κομπάρσος), να λύσει το Μεσανατολικό (καταφέρνει να κάνει έναν Εβραίο και έναν Παλαιστίνιο να συμφωνήσουν ότι το χούμους είναι υγιεινό), να παγιδεύσει έναν πολιτικό σε μια βιντεοκασέτα που να περιέχει τις ερωτικές τους περιπτύξεις (τρώει χυλόπιτα). Όλ’ αυτά βέβαια με βαθύτερο σκοπό να φέρει σε δύσκολη θέση, να εκθέσει και να κάνει να ντραπούν όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Και μαζί μ’ αυτούς κι εμάς. Η μέθοδός του, βγαλμένη από την τηλεόραση, θυμίζει φάρσες και τεχνικές κρυφής κάμερας. Το είδος του είναι η παρωδία του ντοκιμαντέρ, το mockumentary. Παριστάνοντας τον Μπρούνο προβοκάρει τους εκάστοτε συνομιλητές του, οι οποίοι δεν γνωρίζουν (ή μήπως παριστάνουν ότι δεν γνωρίζουν;) ότι στην πραγματικότητα έχουν να κάνουν με τον Σάσα Μπάρον Κοέν. Ώρες-ώρες καταφέρνει να αποκαλύψει έτσι πόσο κομφορμιστές μπορούμε να γίνουμε εμείς οι άνθρωποι, πόσο άκριτα αποδεχόμαστε την πραγματικότητα χωρίς να την υποβάλουμε κατ’ ελάχιστο σε κρίση. Η Πόλα Αμπντούλ π.χ. δέχεται αδιαμαρτύρητα να κάτσει στην… πλάτη ενός κομπάρσου πεσμένου στα τέσσερα ο οποίος παριστάνει την πολυθρόνα. Από τη θέση αυτή μιλά για το πόσο σημαντική είναι η… ανθρωπιστική της δράση. Σε ένα άλλο επεισόδιο (γιατί επεισοδιακής μορφής είναι η ταινία), ο Μπρούνο οργανώνει μια φωτογράφηση με μωρά, και οι γονείς τους, προκειμένου να πάρουν τη δουλειά, αποδέχονται ενυπόγραφα ότι τα παιδιά τους μπορούν να εκτεθούν στη θέα νεκρών ζώων, να τσιμπηθούν από μέλισσες, ή να τους γίνει… λιποαναρρόφηση. Τελικά όμως κύριος σκοπός αυτού του τύπου κωμωδίας δεν είναι οποιοδήποτε ηθικοπλαστικό μήνυμα, αλλά το ακριβώς αντίθετο, το γκρέμισμα κάθε τι ιερού και όσιου, σεβαστού ή αποδεκτού. Μια άνευ όρων επίθεση στην πολιτική ορθότητα, στην ηθική, στην λογική. Όσοι επομένως περιμένουν μηνύματα κατά της ομοφοβίας μάλλον θα απογοητευτούν. Ο Μπρούνο απλώς δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Από την άποψη αυτή ιδιαίτερα αποτυχημένο είναι νομίζουμε το τέλος της ταινίας, όπου ο Μπρούνο γυρίζει ένα βίντεο-κλιπ με την συμμετοχή διασημοτήτων όπως ο Μπόνο, ο Στινγκ και ο Σνουπ Ντογκ. Μ’ αυτούς ο Μπρούνο αποφεύγει οποιοδήποτε προβοκάρισμα, δείχνοντας έτσι ότι στα δύσκολα κωλώνει. Γιατί έναν ευαγγελιστή κήρυκα που ειδικεύεται στη μεταστροφή γκέι ανδρών σε στρέιτ με συμβουλές του τύπου «να μην ακούτε Village People και να σκέφτεστε το Χριστό» είναι πανεύκολο να τον γελοιοποιήσεις, η μαγκιά σου θα φανεί με τον Μπόνο. Από την άλλη, θα ήμασταν άδικοι αν δεν αναγνωρίζαμε θάρρος στον Σάσα Μπάρον Κοέν. Υποδύεται το ρόλο του με απόλυτη αυταπάρνηση, μέχρι και αποτρίχωση στον πρωκτό τον βλέπουμε να κάνει, ενώ το να περιφέρεσαι στην Ιερουσαλήμ με αμφίεση ραβίνου από τη μέση και πάνω και από κάτω… ζαρτιέρες δεν είναι ό,τι πιο ασφαλές για τη σωματική σου ακεραιότητα, όπως και να το κάνουμε…

***

17.10.09

Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


EDEN LAKE

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γουότκινς
Παίζουν: Κέλυ Ράιλι, Μάικλ Φασμπέντερ, Τζακ Ο’ Κόνελ

Βρετανία, 2008. Διάρκεια: 91΄


Πριν μερικές εβδομάδες, αναφερόμενοι στο εξαιρετικό γαλλικό σπλάτερ «Μάρτυρες», γράφαμε για την κραυγαλέα απουσία της κοινωνίας από την ταινία και την παραπομπή κάθε βιώματος πόνου στο πεδίο της μεταφυσικής. Στρεφόμαστε σήμερα σε ένα θρίλερ που καταφέρνει να τρομάξει ακολουθώντας μια ακριβώς αντίστροφη διαδρομή: Εντοπίζει ολόκληρο τον τρόμο και τον πόνο καθαρά μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων. Η «Συμμορία της λίμνης» ξεκινά σαν μια κλασική ταινία τρόμου του τύπου «κάμπινγκ-στη-φύση-μετατρέπεται-σε εφιάλτη», εκμεταλλεύεται επιτυχώς όλα τα κλισέ του είδους προκειμένου να εγκαθιδρύσει ένα έντονο κλίμα φόβου και επικείμενης απειλής, για να εμπλουτιστεί σταδιακά και με άλλα στοιχεία, εμπνευσμένα από ταινίες όπως το θρυλικό Deliverance («Όταν ξέσπασε η βία»), το Funny Games του Χάνεκε, αλλά και από την πλούσια παράδοση του αγγλικού κοινωνικού ρεαλισμού. Η ταινία παράγει νοήματα βασισμένη πάνω σε μια σειρά από αντιθέσεις, από την κλασική «φύση vs. πολιτισμός», στις πιο σύγχρονες «αστική vs. εργατική τάξη» και «εξουσιαστής vs. εξουσιαζόμενος» και τέλος στην πλέον πρόσφατη «τριαντάρηδες vs. δεκαπεντάρηδες». Το ερωτευμένο ζευγάρι των τριαντάρηδων αστών που πάει για κάμπινγκ στην ερημική ειδυλλιακή λίμνη δεν βρίσκεται αντιμέτωπο ούτε με κάποιον παρανοϊκό δολοφόνο, ούτε με κάποιο υπερφυσικό στοιχειό. Η αρχικά απλώς ενοχλητική συνάντησή του με μια παρέα παραβατικών ανήλικων με ποδήλατα ΒΜΧ θα μετατραπεί σε εφιάλτη, με την ταινία να εκμεταλλεύεται επιτήδεια μια σειρά από ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα, για να παίξει με τις ανησυχίες μας και να δημιουργήσει αισθήματα τρόμου που πηγάζουν καθαρά από υπαρκτά κοινωνικά προβλήματα. Τέτοια είναι το ολοένα αυξανόμενο χάσμα γενεών (δεκαπέντε χρόνια διαφοράς αποτελεί ήδη ένα δυσθεώρητο ηλικιακό χάσμα, που καθιστά αδύνατη κάθε συνεννόηση), η εμφάνιση μιας νέας γενιάς κατά τα φαινόμενα χωρίς αρχές και ιδανικά, ατιθάσευτη, απάνθρωπη και με έντονη κλίση στην βίαια συμπεριφορά, καθώς και το πρόβλημα της ανατροφής των παιδιών από γονείς οι οποίοι γίνονται ολοένα πιο αδιάφοροι για τα παιδιά τους, ενώ παράλληλα δεν παύουν να τα υπερασπίζονται ακόμα και όταν αυτά έχουν καταφανώς άδικο. Η ταινία θίγει επίσης κάποια επιμέρους ζητήματα, όπως η χρήση της κάμερας του κινητού ως μέσου εκβιασμού και ταπείνωσης, αλλά και ως κίνητρου και δικαιολόγησης βίαιων ενεργειών (φαινόμενο γνωστό και στη ελληνική κοινωνία, μπορούμε λ.χ. να θυμηθούμε το περιστατικό του βιασμού μαθήτριας στην Εύβοια), ή η ολοένα διευρυνόμενη ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου και η κατασκευή γκέτο για τους πλούσιους, οι οποίοι θα κρύβονται σε αυτά παραιτημένοι από την κοινωνική τους ευθύνη και από οποιαδήποτε προσπάθεια ταξικής συνεννόησης. Όπως έχουμε ξανατονίσει, ο κινηματογράφος δεν αποτελεί βέβαια μέσο κατάλληλο για πολιτικοκοινωνικές αναλύσεις, εκφέρει έναν λόγο μεταφορικό, στοχεύει περισσότερο στην ανακίνηση συναισθημάτων που λανθάνουν στο ασυνείδητο του θεατή, σίγουρα όμως η «Συμμορία της λίμνης» ανήκει στα θρίλερ εκείνα που όχι μόνο τρομάζουν (ενίοτε και αηδιάζουν με την έντονη αναπαράσταση της βίας), αλλά και καταλύουν με έξυπνο τρόπο και παίζοντας με τα κλισέ μια σειρά από γόνιμους προβληματισμούς, γι’ αυτό και σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα.

****

30.9.09

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ


L’ EMPREINTE DE L’ ANGE

Σκηνοθεσία: Σαφί Νεμπού
Παίζουν: Κατρίν Φροτ, Σαντρίν Μπονέρ
Γαλλία, 2008. Διάρκεια: 95΄

Κάτι μεταξύ ψυχολογικού θρίλερ α λα Χίτσκοκ, μητρικού μελοδράματος και τηλεοπτικής κοινωνικής ταινίας για προβληματισμό, αυτή η γαλλική ταινία, η οποία βασίζει πολλά στη χημεία και την αλληλεπίδραση των δυο σπουδαίων πρωταγωνιστριών της, δεν είναι τυχαίο ότι αρχίζει σε ένα εμπορικό κέντρο. Η ηρωίδα της, η σαρανταπεντάρα υπάλληλος φαρμακείου Έλσα, διαζευγμένη με ένα δεκάχρονο γιο, περιδιαβάζει σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό σύμβολο του καπιταλισμού. Αργότερα, σε κάποιο πάρτι όπου συνοδεύει το γιο της, θα δει ένα επτάχρονο κοριτσάκι που, για κάποιον άγνωστο σε μας λόγο, θα την εντυπωσιάσει και θα μιλήσει κατά κάποιο μυστήριο τρόπο στην ψυχή της. Σύντομα θα αναπτύξει μια παράξενη εμμονή γι’ αυτό. Κάτι σαν το «Θάνατο στη Βενετία» στην γυναικεία εκδοχή του. Αφού μάθει από το γιο της το όνομά της, θα επιχειρήσει να γνωρίσει την οικογένειά της, και με πρόσχημα τα παιχνίδια του γιου της με τον αδελφό του κοριτσιού, θα προσπαθήσει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί της. Σύντομα, η Κλερ, η μητέρα του κοριτσιού, θα αντιληφθεί ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει…
Η ταινία θα χάσει πάρα πολύ από τη δύναμή της αν αποκαλύψουμε οτιδήποτε περισσότερο, πρόκειται πάντως για μια ιδιαίτερα βραδύκαυστη ταινία, που οικοδομεί αργά-αργά ένα κλίμα έντασης, μυστηρίου και επικείμενης απειλής, ποντάροντας αρκετά πάνω στο οικείο μοτίβο της «παραβίασης της οικογενειακής ειρήνης». Η Έλσα παλινδρομεί μεταξύ μητρικής αγάπης, έρωτα, κτητικότητας και τρέλας, σταδιακά όμως συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι ο μόνος αμφιλεγόμενος χαρακτήρας κι ότι κάτι ίσως κρύβεται πίσω από τη φαινομενική ευτυχία και ισορροπία και της Κλερ. Κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό. Οι χιτσκοκικές τεχνικές δημιουργίας σασπένς έχουν την τιμητική τους, συχνά όμως παραμένοντας στο επίπεδο της φορμαλιστικής άσκησης, αφού δεν καταφέρνουν να φορτίσουν «το τετράγωνο της οθόνης με συγκίνηση», για να παραθέσουμε τα λόγια του ίδιου του μετρ του σασπένς. Όπως χαρακτηριστικά γράφει και ο cheaplog στο Movies for the Masses, όταν η τεχνική απομένει κενή περιεχομένου, γίνονται… «Όλα μέρος ενός μοτίβου που μπορεί να πάρει το μυστήριο της αποτρίχωσης πατουσών και να το βγάλει στις αίθουσες». Αυτό που τελικά ανταμείβει το θεατή είναι το ανατρεπτικό φινάλε, που τοποθετεί το ζήτημα της κηδεμονίας των παιδιών πάνω στο μοναδικό ίσως άξονα που αναγνωρίζει ο καπιταλισμός: τον άξονα της ιδιοκτησίας…

**


14.9.09

ΜΑΡΤΥΡΕΣ


MARTYRS

Σκηνοθεσία: Πασκάλ Λοζιέ
Παίζουν: Μιλέν Ζαμπανοΐ, Μορζανά Αλαουΐ
Γαλλία/Καναδάς, 2008. Διάρκεια: 99΄

Εδώ έχουμε ένα θρίλερ σίγουρα ακατάλληλο για το γενικό, «ανυποψίαστο» κοινό, που απαιτεί γερό στομάχι για την παρακολούθησή του. Πρόκειται για ένα σπλάτερ «στιβαρό», και όταν λέμε «στιβαρό» εννοούμε ότι δεν φτιάχτηκε μόνο για να προκαλεί εφηβικά γέλια, ούτε με αυτοσκοπό του την προβολή αηδιαστικών σκηνών ωμής βίας. Όπως κάθε θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του, καταφέρνει μέσω της ατμόσφαιρας και της θεματολογίας του να κατασκευάσει έναν λόγο μεταφορικό, ένα ξεχωριστό σύμπαν, που να συσχετίζεται όμως με τρόπο παραγωγικό και ενδιαφέροντα με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε. Απαραίτητη προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε τις συσχετίσεις. Αλλιώς και η καλύτερη ταινία απομένει κενή φορμαλιστική άσκηση. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται η έννοια του βασανιστηρίου, την οποία συσχετίζει με την έννοια του μαρτυρίου. Πρωταγωνιστούν δυο φίλες, η Λούσι και η Άννα. Η Λούσι, όταν ήταν παιδί, έπεσε θύμα μιας σπείρας βασανιστών, από τους οποίους κατάφερε τελικά να ξεφύγει, για να βρει στη συνέχεια θαλπωρή σε ένα ίδρυμα για κακοποιημένα παιδιά, όπου γνωρίστηκε με την Άννα. Η Λούσι κατατρέχεται από ψυχωσικές κρίσεις στις οποίες βλέπει ένα ανθρωπόμορφο βασανισμένο πλάσμα, το οποίο ήταν επίσης φυλακισμένο μαζί της, να την κυνηγά και να της ζητά το λόγο γιατί δεν το ελευθέρωσε κι αυτό. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Λούσι, με τη βοήθεια της αδελφικής της φίλης Άννας, θα ψάξει να βρει τους βασανιστές της, αναζητώντας εκδίκηση και λύτρωση. Η συνέχεια όμως θα είναι πολύ φρικιαστικότερη απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί… Πρόκειται για μια ταινία πραγματικά πολύ τρομακτική, που κατάφερε να προκαλέσει ανατριχίλες σε όλο το μήκος του κορμιού μου αρκετές φορές. Ο κριτικός των καθωσπρέπει Times του Λονδίνου έγραψε ότι ένα τέτοιο «σκουπίδι» αποδεικνύει ότι «κάτι είναι σάπιο στην Γαλλία». Προφανώς ο άνθρωπος αγνοεί ότι ταινίες με υπερβολικά μεγάλες δόσεις τρόμου και βίας είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς σε ολόκληρο τον κόσμο, παράγονται δε κατά κόρον και στο Χόλιγουντ. Μάλλον επομένως «κάτι είναι σάπιο» σε ολόκληρο τον πολιτισμό μας εν γένει. Κάποιοι χαρακτήρισαν την ταινία «πορνό τρόμου», προφανώς αγνοώντας ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κατά πολύ την ταινία. Όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο «Βασανιστήρια και εξουσία» του Κυριάκου Σιμόπουλου ή στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Αμνηστίας για του λόγου το αληθές. Η ταινία βέβαια εκφέρει, όπως προαναφέραμε, λόγο μεταφορικό. Η κοινωνία και η πολιτική είναι τόσο κραυγαλέα απούσες από την ταινία, που αναρωτιέται κανείς τι μπορεί τελικά να σημαίνει αυτή η απουσία. Το τελικό τμήμα της, που είναι και το λιγότερο πειστικό, παραπέμπει ευθέως στη μεταφυσική. Το βασανιστήριο μετατρέπεται σε μαρτύριο. Η βασανιζόμενη παίρνει τη μορφή της Ζαν ντ’ Αρκ (σαφής η παραπομπή στο αριστούργημα του Ντράγερ), γίνεται μια ηρωικά θυσιαζόμενη μορφή, της οποίας όμως το μαρτύριο απομένει άνευ λόγου και αιτίας. Ίσως αυτό ακριβώς το αξιακό κενό να αποτελεί και το βαθύτερο νόημα της ταινίας. Η κουστωδία των κοστουμαρισμένων γηραιών κυρίων που κάνει την εμφάνισή της στο τέλος παραπέμπει ίσως στην άρχουσα τάξη του κόσμου μας. Μια ομάδα ανθρώπων αποστεγνωμένων από κάθε συναίσθημα, παραδομένων – ελλείψει ιδανικών και αξιών που να δίνει κάποιο νόημα στη ζωή τους – στο φόβο του θανάτου. Για όποιον θέλει να το ψάξει προς την κατεύθυνση αυτή, παραπέμπω στο μυθιστόρημα του Γιώργου Μανιώτη «Το άχρηστο βιβλίο».

****

5.5.09

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΞΑΝΘΙΑΣ



LEGALLY BLONDE

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ ΛούκατιτςΠαίζουν: Ρις Γουίδερσπουν, Λουκ Γουίλσον, Σέλμα Μπλερ

Αν και δεν δρέπει δάφνες καλλιτεχνικής ποιότητας, πρωτότυπης σκηνοθεσίας, ή ιδιαίτερα πειστικής δραματουργίας, Η εκδίκηση της ξανθιάς διεκδικεί την ένταξή της στη λίστα με τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς. Χωρίς να είναι τίποτα παραπάνω από μια ευχάριστη χολιγουντιανή κωμωδιούλα, το θέμα της, καθώς και ο τρόπος που το χειρίζεται, την εντάσσουν στις ταινίες εκείνες που ανιχνεύουν νέες κοινωνικές τάσεις, βοηθούν στην ανάδειξη νέων κοινωνικών αξιών και προβάλλουν σήμερα, έστω και σαν αστείο, αυτό που αύριο θα είναι σοβαρό. Το αστείο, το οποίο η ταινία εκμεταλλεύεται σαν οξύμωρο, είναι να βλέπεις μια ξανθιά με εμφάνιση και συμπεριφορά τηλεοπτικής γλάστρας να αριστεύει στο Χάρβαρντ και να κάνει πετυχημένη καριέρα δικηγόρου. Το σοβαρό, που σήμερα είναι κρυμμένο πίσω από το αστείο, αύριο όμως θα γίνει, χάρη και σε ταινίες σαν κι αυτή, φανερό, είναι ότι η αρχικά γραφική αυτή «φυλή» γυναικών, η οποία ξημεροβραδιάζεται στα γυμναστήρια και τα ινστιτούτα αισθητικής, λατρεύει το shopping και χαμογελά με κάθε αφορμή, αυξάνεται διαρκώς, καλλιεργεί και το πνεύμα της, και παρουσιάζει τάσεις να κυριαρχήσει σαν κοινωνικό πρότυπο.
Η εκδίκηση της ξανθιάς είναι η εκδίκηση της γυναίκας η οποία μπορεί πλέον όχι μόνο να εκδηλώνει ελεύθερα όλες τις πλευρές της σεξουαλικότητάς της, αλλά και να διεκδικεί τα πρωτεία σε όλους τους κοινωνικούς στίβους δίχως να χρειάζεται να απαρνηθεί πρώτα καμία πτυχή της θηλυκότητάς της.

***

4.5.09

GHOST TOWN


Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Κέπ
Παίζουν: Ρίκι Τζέρβε, Γκρεγκ Κινίαρ, Τέα Λεόνι
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 102΄

Παρουσιάζοντας πριν από λίγες εβδομάδες τον Δρόμο της επιστροφής στο Videodrome, ο Δημήτρης Δρένος έγραφε ότι ζούμε σε κοινωνίες εξειδίκευσης. «Κάπου, κάποιοι πεθαίνουν της πείνας, κάπου, κάποιοι σκοτώνονται, δεν μας αγγίζει, οι υπόλοιποι συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες δουλειές που πρέπει να γίνουν»… Ποιες δουλειές είναι άραγε αυτές; Μερικοί εδώ στις ευημερούσες κοινωνίες της Δύσης έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται. Η ευμάρεια προκαλεί τελικά υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά και τύψεις. Στο Visitor, το οποίο σχολιάζαμε πριν μια βδομάδα, ένας πανεπιστημιακός καθηγητής συνειδητοποιεί ότι δεν προσφέρει και δεν παράγει παντελώς τίποτα και αποφασίζει να βοηθήσει ένα ζευγάρι λαθρομεταναστών και να εντρυφήσει στη γοητεία του τζέμπε, του αφρικανικού τύμπανου. Στην σημερινή ταινία ήρωας είναι ο Δρ. Πίνκους, ένας οδοντίατρος στο Μανχάταν, ο οποίος, παρότι – ή μήπως θα έπρεπε να πούμε ακριβώς εξαιτίας; - ζει σε ένα τεράστιο, υπερπολυτελές διαμέρισμα, είναι ένα μισανθρωπικό μονήρες ανθρωπάκι που διαθέτει από ένα δηλητηριώδες σχόλιο για όλους και για όλα. Ο Δρ. Πίνκους όμως δεν πρόκειται να διέλθει μέσα από κάποια προσωπική υπαρξιακή κρίση. Εδώ βρισκόμαστε στο πεδίο της κομεντί, με τις αναφορές της στον Κάπρα και τον Σπίλμπεργκ. Είναι ακριβώς η άγνοια της κατάστασής του που δημιουργεί το κωμικό αποτέλεσμα. Η δυστυχία του δεν είναι η μοναξιά του, αλλά το γεγονός ακριβώς ότι δεν μπορεί να αποφύγει τους άλλους. «Το πρόβλημά μου δεν είναι τα πλήθη, είναι τα άτομα που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό», αποφαίνεται σε μια κωμική αποστροφή του. Ο Δρ. Πίνκους δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν νεκροζώντανο, έναν ακόμη άνθρωπο που νομίζει ότι η έννοια της ζωής ταυτίζεται με μια απλή βιολογική λειτουργία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η κατάστασή του αυτή συσχετίζεται στην ταινία με το θάνατο: Μετά από ένα «ατυχηματάκι» στην αναισθησία μιας απλής ιατρικής εξέτασης στην οποία υποβλήθηκε, ο Δρ. Πίνκους θα αρχίσει να βλέπει νεκρούς. Μετά από πολλές περιπέτειες θα συνειδητοποιήσει ότι οι νεκροί αυτοί ζητούν απ’ αυτόν να μεσιτεύσει για να διευθετήσουν τις συναισθηματικές εκκρεμότητες που άφησαν στη Γη. Μέσα από την επαφή του με τον κόσμο των νεκρών, ο Δρ. Πίνκους θα γίνει επιτέλους πιο ανθρώπινος… Η ταινία είναι το πρώτο «όχημα» για τη διείσδυση του βρετανού κωμικού του The Office Ρίκι Τζέρβε στο Χόλιγουντ, αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν δεν πρόκειται για καθαρόαιμη κωμωδία. Πρόκειται, όπως προαναφέραμε, για κομεντί, για μια δραματική ταινία με κωμικό υπόβαθρο και ρομαντικές πτυχές. Λειτουργεί ανάλαφρα, λίγο γέλιο, λίγη συγκίνηση, λίγος προβληματισμός, και ξεχνιέται γρήγορα. Αυτή όμως η μεταφορά του Μανχάταν ως ενός χώρου που κατοικείται από νεκρούς κι από έναν οδοντίατρο τόσο μισάνθρωπο που να σχετίζεται περισσότερο μ’ αυτούς, παρά με ζωντανούς, μας φάνηκε κάτι περισσότερο από πετυχημένη…

**

24.4.09

Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ


THE VISITOR

Σκηνοθεσία: Τοντ ΜακΚάρθι
Παίζουν
: Ρίτσαρντ Τζένκινς, Χαάζ Σλεϊμάν, Χιάμ Αμπάς

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 105΄

Ο Γουόλτερ, ο χήρος εξηντάρης καθηγητής Οικονομικών που πρωταγωνιστεί στην ταινία, παραπέμπει στον εμβληματικό κάτοικο της Δύσης: δεν παράγει τίποτα υλικό, είναι «εργάτης του πνεύματος», στην πραγματικότητα όμως δεν προσφέρει το παραμικρό, δεν είναι παρά ένα ακόμη απρόσωπο γρανάζι στην αχανή γραφειοκρατική μηχανή των «χαρτογιακάδων» (στελέχη επιχειρήσεων, διοικητικοί υπάλληλοι, καθηγητές, δικηγόροι κλπ.) που εκμεταλλεύονται τον παραγωγικό μόχθο όλης της υπόλοιπης ανθρωπότητας. Βαθιά αλλοτριωμένος, στραμμένος αποκλειστικά στον εαυτό του, αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τους υλικούς πόρους που βρίσκονται αφειδώς, και μάλιστα σε προκλητικό βαθμό, στη διάθεσή του, ενώ εξίσου άχρηστη αποδεικνύεται γι’ αυτόν και η πνευματική του καλλιέργεια. Μια μέρα θα ανακαλύψει μέσα στο διαμέρισμα που διατηρεί στη Νέα Υόρκη ένα νεαρό ζευγάρι λαθρομεταναστών, τον Ταρέκ από τη Συρία και τη Ζεϊνάμπ από τη Σενεγάλη. Από διάθεση περισσότερο να γεμίσει το κενό του, δέχεται να τους φιλοξενήσει. Σε αντάλλαγμα, ο προσηνής Ταρέκ θα τον μυήσει στα μυστικά του τζέμπε, του αφρικανικού τύμπανου. Το τζέμπε συμβολίζει όλα αυτά που η Δύση έχασε: την απλότητα, τον ανορθολογισμό, το κοινοτικό πνεύμα. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, ο Γουόλτερ πηγαίνει με τον Ταρέκ στο πάρκο όπου μαζεύονται όλοι οι αλλοδαποί παίκτες τζέμπε και παίζει μαζί τους μέχρις ότου η υπαίθρια συναυλία μετατραπεί σε ένα αυτοσχέδιο πάρτι χορού, ατομικής έκφρασης και μέθεξης. Μια μέρα όμως ο Ταρέκ θα συλληφθεί και ο Γουόλτερ θα βρεθεί αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο της κρατικής εξουσίας… Έξυπνη κι ευαίσθητη ταινία, με κομψά και λιτά εκφραστικά μέσα, συγκινητική αλλά όχι μελό, διαποτισμένη με ένα υπόγειο χιούμορ, ασκεί αποτελεσματική κριτική στην υποκρισία, τον καθωσπρεπισμό, την ηθική χρεοκοπία και τον συγκεκαλυμμένο αλλά έντονο αυταρχισμό του πολιτισμού μας.

****

20.3.09

GRAN TORINO


Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ

Παίζουν: Κλιντ Ίστγουντ, Μπι Βανγκ, Όνεϊ Χερ, Κρίστοφερ Κάρλεϊ

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 116΄


Ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη έντονα διακειμενική, ποτέ δεν ξεκινά από το μηδέν, πάντα αντλεί και εμπλουτίζεται από κάτι προηγούμενο. Κι αυτό δεν υπάρχει κανείς που να το γνωρίζει καλύτερα από τον Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο Gran Torino παραπέμποντας ευθέως σε ολόκληρη την προσωπική του μυθολογία του Βρώμικου Χάρυ και των λοιπών σκληροτράχηλων ηρώων. Αυτή τη μυθική περσόνα του άγγελου-εκδικητή δοκιμάζει να θέσει αντιμέτωπη ο Ίστγουντ με τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της πολυπολιτισμικότητας και της νεανικής παραβατικότητας, αλλά και με τον προσωπικό δαίμονα των γερατειών και του θανάτου. Αποτέλεσμα μια ταινία-ύμνος στα γερατειά, των οποίων δε θυμόμαστε να έχουμε δει θετικότερη αναπαράσταση, καθώς ο Γουόλτ Κοβάλσκι, ο ήρωας που ενσαρκώνει ο Ίστγουντ, διατηρεί όλη του τη γοητεία και το μαγνητισμό στα 78 του χρόνια και παρά την ασθένεια που τον ταλαιπωρεί. Παράλληλα, μια ταινία-τομή στην κοινωνική κρίση των δυτικών κοινωνιών, η οποία αρθρώνει λόγο που αφορά και εμάς εδώ στην Ελλάδα. Ο Ίστγουντ αντιπαραθέτει μια Αμερική αποπροσανατολισμένη, δίχως αξίες και συναισθήματα, την Αμερική που εκπροσωπούν τα παιδιά του Κοβάλσκι, με την ζωντανή κι αναπτυσσόμενη κοινωνία των μεταναστών, που ήρθαν στην Αμερική για να προκόψουν. Γι’ αυτό και ο Κοβάλσκι, εκκινεί από ρατσιστής, για να συνειδητοποιήσει τελικά ότι έχει περισσότερα κοινά με τους «σχιστομάτηδες» γείτονές του, παρά με τα ίδια του τα παιδιά. Η ταινία λέει επίσης ότι αυτά τα παιδιά που τα σπάνε, τα παιδιά των συμμοριών με την αντικοινωνική συμπεριφορά, έχουν ανάγκη από ένα ισχυρό πρότυπο κι από μια ανώτερη εξουσία για να τα βάλει στη θέση τους. Και το «λέει» όχι με τον τρόπο του κοινωνιολογικού δοκιμίου ή της πολιτικής μπροσούρας, αλλά με τρόπο καλλιτεχνικό, έμμεσο, συγκεκαλυμμένο. Ο λόγος που αρθρώνει είναι προϊόν όχι διάνοιας, αλλά ευαισθησίας. Γι’ αυτό και το μήνυμα νόμου και τάξης που κομίζει δεν μπορεί να κριθεί με το μυαλό, αλλά με την ψυχή.


*****

ANOTHER GAY MOVIE


Σκηνοθεσία: Todd Stephens
Παίζουν: Michael Carbonaro, Jonathan Chase, Jonah Blechman, Mitch Morris

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 89΄

Οι περισσότεροι από μας έχουμε την τάση να θεωρούμε τις κωμωδίες με τα χοντροκομμένα αστεία τους σαν κάτι που δεν θα πρέπει να παίρνουμε και πολύ στα σοβαρά. Στην πραγματικότητα όμως, μόνο μέσα από το χιούμορ και την ασυλία που μπορεί να προσφέρει το φαινομενικά ασόβαρο μπορούν κάποια πολύ σοβαρά πράγματα να βρουν μια πρώτη διέξοδο σαν συμβολικές μορφές στην κοινωνία. Επί του προκειμένου, αυτό που έχουμε εδώ είναι μια κωμωδία στο στιλ του American Pie, εξίσου αθυρόστομη και ελευθεριάζουσα, μόνο που αυτή τη φορά οι τέσσερις έφηβοι που ανυπομονούν να ξεπαρθενιαστούν είναι γκέι. Και μάλιστα, γκέι δίχως ούτε αμφιβολίες για τη σεξουαλικότητά τους, ούτε τύψεις. Είναι γκέι, το γνωρίζουν και το αποδέχονται. Το μόνο που τους ανησυχεί είναι απλά το πότε θα πηδηχτούν. Η αποενοχοποίηση της γκέι ταυτότητας συνεχίζεται όταν η μητέρα ενός από τους τέσσερις, ακούγοντας τον γιόκα της να της εξομολογείται συνεσταλμένα ότι είναι γκέι, αναφωνεί: «Επιτέλους, γιατί άργησες τόσο πολύ να μου το πεις;», ενώ ο πατέρας ενός άλλου καθησυχάζει τη σύζυγό του η οποία ανακαλύπτει κάτω από τις κουβέρτες του γιου της τα… αγγουράκια της ντυμένα με προφυλακτικά λέγοντάς της «έτσι είναι η ζωή όταν ο γιος σου είναι γκέι». Όταν στο τέλος αποκαλύπτεται ότι και ο ίδιος ο πατέρας είναι γκέι, και μάλιστα παρά λίγο να «ψωνιστεί» με τον ίδιο του το γιο στα δημόσια ουρητήρια, αυτό που εκλύεται είναι ένα απελευθερωτικό συναίσθημα, καθώς διαπιστώνουμε ότι ούτε ο ανδρισμός, ούτε η ικανότητα ενός ανθρώπου να είναι καλός γονέας εξαρτώνται τελικά από τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Μέσα από τον μανδύα της φαιδρότητας η ταινία είναι έτσι ικανή να μετατρέπει δράματα σε κωμωδίες, γιορτάζοντας την ανθρώπινη σεξουαλικότητα σαν ένα σαγηνευτικό ουράνιο τόξο του οποίου όλα τα χρώματα είναι εξίσου όμορφα και φυσιολογικά. Απαραίτητο φυσικά είναι το τρικ της υπερβολής: Η στοργική εξομολογητική κουβέντα πατέρα-γιου διακόπτεται απότομα όταν ο πατέρας αφήνει σύξυλο τον γιο για να κυνηγήσει έναν ωραίο γκόμενο που μπαίνει στις τουαλέτες, ενώ σε κάποια άλλη σκηνή, δυο πενηντάρηδες σε ένα γκέι μπαρ θεωρούν τελείως αυτονόητο ότι ο δεκαεπτάχρονος ήρωας είναι ήδη πολύ μεγάλος γι’ αυτούς. Τελικά, αν και η ταινία δεν παραλείπει να προσελκύσει το γκέι κοινό με κάποιες καλογυρισμένες γκέι ερωτικές σκηνές, είναι ίσως το ετεροφυλόφιλο κοινό αυτό στο οποίο απευθύνεται περισσότερο. Γιατί οι γκέι το γνωρίζουν ότι είναι άνθρωποι σαν όλους τους άλλους με μόνη διαφορά ότι προσελκύονται σεξουαλικά από άτομα του ίδιου φύλου, το θέμα είναι να το καταλάβουμε επιτέλους κι εμείς οι υπόλοιποι.

****

16.2.09

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ


DOUBT

Σκηνοθεσία: John Patrick Shanley
Παίζουν:
Meryl Streep, Philip Seymour Hoffman, Amy Adams, Viola Davis
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 104΄

Να σας πω ότι η Αμφιβολία δεν είναι καλή ταινία, θα είναι ψέμα. Απλά είναι μια ταινία με υπερβολικά πολλά ράσα και υπερβολικά πολλές καλόγριες. Με οπισθοδρομικά θρησκευτικά γυμνάσια σε μια εποχή που θα πίστευε κανείς ότι θα ανήκαν πλέον οριστικά στο παρελθόν. Με προβληματισμούς περί εκσυγχρονισμού της εκκλησίας που επίσης φαντάζουν ξεπερασμένοι. Με σημαντικές σκηνές να αποτελούνται από το κήρυγμα ενός ιερέα από άμβωνος. Προσθέστε σε όλα αυτά και μια σκηνοθετική γραμμή ανάλογων... κλασικιστικών αρχών, με στιβαρές ερμηνείες του παλιού, καλού θεατρικού καιρού και συμβολισμούς που κραυγάζουν, και καταλαβαίνετε εύκολα ότι δεν έχουμε να κάνουμε ακριβώς με την ταινία που μπορεί να συνεπάρει ένα νεανικό κοινό. Από την άλλη, αν επιτρέψει κανείς στην ταινία να ρίξει τα δίχτυα της και να υφάνει τον ιστό της, δύσκολα της ξεφεύγει. Καταφέρνει κι αναπτύσσει το κεντρικό θέμα της, την αμφιβολία, με τόση επιδεξιότητα, που, κι όσοι ακόμα βγουν από την αίθουσα απολύτως πεπεισμένοι για την ενοχή ή την αθωότητα του παπά της σχολής (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) ο οποίος κατηγορείται από την καλόγρια-διευθύντρια (Μέριλ Στριπ) για "ανάρμοστες" σχέσεις με μαθητές, θα εκπλαγούν όταν διαπιστώσουν σε πόσο διαφορετικά συμπεράσματα κατέληξαν άλλοι θεατές. Και τα ερωτήματα βεβαίως πάνε και πιο βαθιά από την απλή διχοτομία αθώος/ένοχος. Μέχρι ποιου σημείου μπορούμε να κατηγορήσουμε κάποιον απλώς και μόνον για τις προτιμήσεις του, ή τις μύχιες σκέψεις του, όταν η συμπεριφορά του είναι εντός των αποδεκτών ορίων; Μέχρι ποιου σημείου έχουμε δικαίωμα να διεισδύουμε στην ιδιωτική ζωή ενός υπόπτου; Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Μήπως είναι σωστότερο πολύ απλά να αποδεχόμαστε τους ανθρώπους όπως μας αυτοσυστήνονται και να μην προσπαθούμε να "ξεσκεπάσουμε" τις κρυφές τους πλευρές; Ερωτήματα που θίγονται με έξυπνο τρόπο στην ταινία, η οποία αναπτύσσει με κομψή θεατρικότητα τα επιχειρήματά της, προσφέροντάς μας μπόλικο υλικό για μια συζήτηση με ένα ποτό στο χέρι μετά το τέλος της προβολής. Αρκεί μόνο να μην ξεχάσαμε να συζητάμε...

***

5.2.09

ΟΛΟΙ ΠΟΘΟΥΝ ΤΗΝ ΜΑΝΤΙ ΛΕΪΝ



ALL THE BOYS LOVE MANDY LANE


Σκηνοθεσία: Τζόναθαν Λέβιν

Παίζουν: Άμπερ Χερντ, Άνσον Μάουντ, Μάικλ Γουέλτς

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 88΄


Ως γνωστόν, βασικό θέμα των θρίλερ, και ιδιαίτερα των teen slasher, είναι η σεξουαλικότητα. Γιατί τόσο τα θρίλερ όσο και η σεξουαλικότητα, και ιδιαίτερα η αφύπνισή της, τρομάζουν… Γι’ αυτό και πάμπολλες ταινίες παράγονται με θέμα μια ομάδα εφήβων που απομονώνονται σε ένα δάσος ή σε ένα απόμακρο σπίτι για να κάνουν πάρτι και καταλήγουν στα νύχια κάποιου παρανοϊκού δολοφόνου. Η ανάγκη διαχείρισης της σεξουαλικότητας γεννά τρόμο. Η πιθανότητα απόρριψης. Η πιθανότητα να μην έχεις καλή επίδοση. Η πιθανότητα να μείνεις μόνη ή μόνος. Όλα αυτά τα συναισθήματα διοχετεύονται μέσα από έναν γκροτέσκο μηχανισμό στην ανάγκη να δεις το ανθρώπινο σώμα κακοποιημένο, παραμορφωμένο, πασαλειμμένο με αίμα, διαμελισμένο. Κατά προτίμηση το σώμα της γκόμενας που σε απέρριψε για κάποιον άλλον, ή του γκόμενου που έχει μάτια μόνο για την κολλητή σου. Στη συγκεκριμένη ταινία τα ψυχολογικά στοιχεία είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Αν σε κάτι αριστεύει ο σκηνοθέτης Τζόναθαν Λέβιν είναι η απόδοση όλου του κλίματος αναζήτησης ταυτότητας και ταυτόχρονης διεγερμένης λίμπιντο που κυριαρχεί στην εφηβεία. Δεν είναι τυχαίο ότι επόμενη ταινία του ήταν το «Χυμαδιό». Χρησιμοποιώντας κορεσμένα χρώματα και κοντινές λήψεις που στριμώχνουν δυο πρόσωπα στο ίδιο πλάνο, καταφέρνει να αποσπάσει τον μέγιστο μαγνητισμό, μια παράξενη ζωική έλξη από τα περισσότερα ζεύγη ηρώων της ιστορίας του. Ο ερωτισμός, άλλοτε σε μορφή οικεία κι αναμενόμενη και άλλοτε παρεκκλίνουσα κι ανεπιθύμητη, ξεχειλίζει. Ο τρόμος από την άλλη, δεν είναι εξίσου πειστικός. Ίσως σε κάποιους αμάθητους να επιδράσει, αλλά οι φανατικοί φίλοι του είδους δεν έχουν να περιμένουν και πολλά, εκτός ίσως από μια ωραία μαχαιριά στα μάτια. Από την άλλη, αυτό λειτουργεί και υπέρ της ταινίας. Γιατί έτσι ο τρόμος δεν μοιάζει να είναι υπερφυσικός, ή υπερβολικός, παρά σαν κάτι που βγαίνει μέσα από την ίδια την παρέα, μια βία που αποτελεί μέρος της ίδιας της τής φύσης. Η ταινία κρατά κι έναν άσο στο μανίκι της για το φινάλε. Μια ανατροπή. Κάποιοι την είδαν σαν μια ρηχή απόπειρα να ικανοποιηθούν οι συμβάσεις του είδους. Εμένα πάλι μου φάνηκε εξαιρετικά πετυχημένη, δεδομένης της έμφασης στην ερωτική ψυχολογία που κυριαρχούσε γενικά στην ταινία. Αξίζει να την δείτε και να κρίνετε από μόνοι σας.


***

30.1.09

ΙΔΙΟΦΥΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ


SMART PEOPLE

Σκηνοθεσία: Νόαμ Μούρο

Παίζουν: Ντένις Κουέιντ, Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, Έλεν Πέιτζ, Τόμας Χέιντεν Τσερτς

ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 91΄


Υπερβολικά σπουδαγμένοι, μορφωμένοι μέχρι παραμόρφωσης, φαν της λογοτεχνίας, των επιστημών και των τεχνών αλλά όχι της ζωής, έχετε τώρα όλοι την ευκαιρία να ικανοποιήσετε εκείνη την καλά θαμμένη φαντασίωσή σας με την Σάρα Τζέσικα Πάρκερ παρακολουθώντας αυτή την αμερικάνικη κομεντί-διασταύρωση του Juno με το Wonder Boys. Πρωταγωνιστεί ο Ντένις Κουέιντ στο ρόλο μισάνθρωπου αλαζόνα πανεπιστημιακού καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος βρίσκει τον έρωτα και τη χαμένη ανθρωπιά του στο πρόσωπο της κυρίας Sex and the City. Σύμφωνα με την λανθάνουσα λογική της ταινίας πρόκειται για το τέλειο ζευγάρι: Αν η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ νόμιζε μέχρι τώρα ότι αυτό που ήθελε ήταν ένας αρρενωπός άνδρας με καλοσχηματισμένο κορμί και έφεση στα… υδραυλικά, έκανε λάθος. Στην πραγματικότητα αυτό που της ταιριάζει είναι ένας ώριμος κουλτουριάρης με IQ τόσο υψηλό, που να έχει ξεχάσει παντελώς πώς να συμπεριφέρεται σε απλές, καθημερινές καταστάσεις, ούτως ώστε από τη μια να τον θαυμάζει (αυτή η νοητικώς κατώτερη – κι ας είναι και γιατρός στην ταινία), κι από την άλλη να πρέπει να τον νταντεύει, διότι, ως γνωστόν, κάθε άνδρας είναι κατά βάθος ένα παιδί, και κάθε παιδί αποζητά μια μαμά. Ακούγεται σχηματικό, και πράγματι στην ταινία δεν βγαίνει και πολύ πειστικά – υπάρχει μια εξαιρετική σχετική συζήτηση στο message board του imdb – αλλά αναρωτιέμαι τελικά μήπως είναι αλήθεια. Από την άλλη μεριά, λογικά θα περίμενε κανείς ότι ένας τέτοιος άνδρας θα γοητευόταν από μια γυναίκα αναλόγων προσόντων, κάποια ακαδημαϊκό, ποιήτρια, ή κάτι ανάλογο, αλλά φευ. Τελικά αυτό που ψάχνει είναι μια χαζογκόμενα που να κάθεται και να ακούει τις ατέλειωτες αγορεύσεις του περί μεταμοντερνισμού με το στόμα ανοιχτό. Αυτό κι αν ακούγεται βγαλμένο από τη ζωή. Στην ταινία εμπλέκεται ακόμα η έφηβη κόρη του καθηγητή, με την Έλεν Πέιτζ να συνεχίζει τον ρόλο της Τζούνο από εκεί ακριβώς που τον είχε αφήσει λες και βρίσκεται στην ίδια ταινία, καθώς και ο αδελφός του - υιοθετημένος αδελφός, όπως δεν χάνει ευκαιρία να διευκρινίζει ο κύριος καθηγητής – ο οποίος μοιάζει να είναι το μοναδικό λογικό και ισορροπημένο άτομο στην ταινία, πάντα έτοιμος για συναισθηματική επικοινωνία, αλλά και για ένα καλό πάρτι, εξού και είναι ένας αποτυχημένος, χωρίς δουλειά και φράγκα. Αυτό κι αν είναι κλισέ. Αν υποπτευθώ όμως ότι είναι κι αυτό αληθινό, ε, τότε θα πω ότι αυτή είναι μια καλή ταινία…


***

22.1.09

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ


REVOLUTIONARY ROAD


Σκηνοθεσία: Σαμ Μέντες

Παίζουν: Λεονάρντο ντι Κάπριο, Κέιτ Γουίνσλετ, Κάθι Μπέιτς, Μάικλ Σάνον
ΗΠΑ, 2008. Διάρκεια: 119΄


Ο δρόμος της επανάστασης στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορεί να είναι τίποτε παραπάνω από το όνομα μιας οδού. «Οδός Επαναστάσεως». Κάποιοι όμως το πήραν στα σοβαρά, και θα το πληρώσουν ακριβά. Είναι ο Φρανκ και η Έιπριλ, το νεαρό ζευγάρι της ταινίας, εξαιρετικά ενσαρκωμένο από τον Λιονάρντο Ντι Κάπριο και την Κέιτ Γουίνσλετ, που είναι δυο νέοι με διαφορετικά όνειρα στην ευημερούσα Αμερική των ’50s. Δεν συμβιβάζονται με το κενόδοξο Αμερικάνικο Όνειρο της δουλειάς από τις 9 ως τις 5, της φιλήσυχης οικογενειακής ζωής στα προάστια, με τα δυο παιδιά, τον σκύλο και την αυλή με γκαζόν. Ονειρεύονται μια άλλη ζωή. Δεν ξέρουν ποια, αλλά θέλουν τουλάχιστον να ψάξουν να τη βρουν. Όμως εδώ δεν βρισκόμαστε σε κάποια ευρωπαϊκή πολιτική ταινία. Ο Φρανκ και η Έιπριλ ονειρεύονται το «άλλο», το διαφορετικό, αλλά όχι τους άλλους. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε, αφού είναι μόνοι τους, αποκομμένοι από την κοινωνία, η οποία δεν αποτελεί παρά ένα ασφυκτικό, περίκλειστο σύμπαν γεμάτο συμβατικότητες, ψεύτικα χαμόγελα και καλολαδωμένες χωρίστρες. Δεν υπάρχει διαφυγή. Εδώ είμαστε παγιδευμένοι στο πεδίο του αμερικάνικου μελοδράματος με τη σκιά του Ντάγκλας Σερκ να πέφτει βαριά πάνω στα κομψά έπιπλα των ’50s. Η ψυχική ενέργεια, ιδιαίτερα η γυναικεία, δεν μετουσιώνεται σε πολιτική δράση, αλλά ανακυκλώνεται εγκλωβισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής οικίας, διαταράσσοντας συθέμελα τις σχέσεις. Ο έρωτας διαβρώνεται, το όνειρο καταρρέει, η μόνη θέση για το «άλλο», το διαφορετικό δεν βρίσκεται παρά στο ψυχιατρείο, σε μια ειρωνική, εφιαλτικά αδιόρατη αντιστροφή του σταλινικού συστήματος στην αμερικάνικη εκδοχή του. Εξαιρετική ταινία, από τον σκηνοθέτη του American Beauty, βασισμένη στο εξαιρετικό ομότιτλο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Γέιτς.


****