23.11.07

4 ΜΗΝΕΣ, 3 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΚΑΙ 2 ΜΕΡΕΣ


4 MONTHS, 3 WEEKS AND 2 DAYS


Σκηνοθεσία: Κριστιάν Μουνγκίου

Παίζουν: Αναμαρία Μαρίνκα, Λάουρα Βασιλίου, Βλαντ Ιβάνοφ


Δεν ξέρω κατά πόσο αυτή η ταινία προσφέρεται για δύο ώρες «ευχάριστης» ψυχαγωγίας. Πόσο ευχάριστη μπορεί να είναι άλλωστε η ιστορία μιας παράνομης έκτρωσης στην απολυταρχική Ρουμανία του ’80; Δεν ξέρω επίσης αν έχει κάποιο «μήνυμα» να μας αφήσει. Ίσως κάτι για την αλληλεγγύη των ανθρώπων στους δύσκολους καιρούς, και ιδιαίτερα των γυναικών. Υπάρχει όμως και πολύ παλιανθρωπιά στην ταινία, όπως και πολύ αδιαφορία. Βέβαια, θα μου πείτε, τι άλλο να περίμενε κανείς να συναντήσει στα χρόνια του τύραννου Τσαουσέσκου; Η κοινωνία πλάθει τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος την κοινωνία. Ίσως αυτή να είναι κι η σοφία της ταινίας. Αναπλάθει με τόση ακρίβεια και φυσικότητα την εποχή, που νιώθεις σαν να έχεις ζήσει εκεί τουλάχιστον δέκα χρόνια, έστω κι αν δεν έχεις ξαναπατήσει ποτέ σου στη Ρουμανία, ούτε την κομμουνιστική, ούτε τη μεταγενέστερη. Κατόπιν αυτού δεν αντιμετωπίζεις ιδιαίτερες δυσκολίες να αντιληφθείς τα κίνητρα των ηρώων. Η ανθρώπινη κατάσταση φανερώνεται κρύσταλλο μπροστά στα μάτια σου. Ίσως αυτή η αμεσότητα να αποτελεί το κύριο επίτευγμα της ταινίας. Μέσα από έναν απατηλά απλό τρόπο αφήγησης, μέσα από έναν κατά τα φαινόμενα ωμό, ξερό νατουραλισμό, ανανεώνει ριζικά τις εκφραστικές δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου. Ας δώσω ένα–δυο παραδείγματα. Στη σκηνή στο σαλόνι του φίλου της ηρωίδας μένουμε για ώρα παγιδευμένοι σ’ ένα ασυνήθιστο πλάνο τεσσάρων ατόμων. Μια ολόκληρη οικογένεια στριμώχνεται σε ένα κάδρο επί μακρόν, εκφράζοντας έτσι με τον γλαφυρότερο τρόπο το αίσθημα καταπίεσης που αναδύεται από παντού. Αργότερα, καθώς η ηρωίδα μπαίνει στο ξενοδοχείο, ο φακός πιάνει φευγαλέα ένα ασθενοφόρο παρκαρισμένο εκεί έξω. Η εικόνα μόλις που προλαβαίνει να καταγραφεί στον εγκέφαλό μας, είναι όμως περισσότερο από επαρκής για να δημιουργήσει αισθήματα σασπένς και αγωνίας που κι ο ίδιος ο Χίτσκοκ θα χρειαζόταν μια ολόκληρη σκηνή για να οικοδομήσει. Ακρίβεια, οικονομία, απόλυτη ευστοχία. Ο Κριστιάν Μουνγκίου ανανέωσε την πίστη μας στις δυνατότητες του μέσου. Μια ταινία για να διδάσκεται στις κινηματογραφικές σχολές.


*****

19.11.07

ΤΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ


BUG


Σκηνοθεσία: Ουίλιαμ Φρίντκιν
Παίζουν: Άσλι Τζαντ, Μαίκλ Σάνον, Χάρι Κόνικ Τζ.
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 107΄


Υπόθεση: Η Άγκνες, που ζει σ’ ένα φτηνό μοτέλ στη μέση του πουθενά κι εργάζεται σερβιτόρα σε παρακμιακό μπαρ, γνωρίζεται με τον μοναχικό, γοητευτικά αινιγματικό Πίτερ, βετεράνο του πολέμου του Κόλπου, που μοιάζει να κατατρύχεται από κάποιες έμμονες ιδέες. Οι δυο τους θα ερωτευτούν παράφορα και θα βουλιάξουν μαζί στο κλειστοφοβικό, συνωμοσιολογικό σύμπαν του Πίτερ…


Με μια ματιά: Παράξενο, δύσκολο να ταξινομηθεί θρίλερ, που φέρει την υπογραφή του βετεράνου δημιουργού του «Εξορκιστή» Ουίλιαμ Φρίντκιν, θα απογοητεύσει ίσως τους εθισμένους στην ωμή βία των πρόσφατων αιματοβαμμένων ταινιών τρόμου, μα μπορεί να ενθουσιάσει όσους είναι πρόθυμοι να κάνουν τις αναγωγές στη σημερινή κοινωνική, και μάλιστα ελληνική, πραγματικότητα.


Η ταινία χωρίζεται σε δύο ευκρινώς διακριτά μέρη – κάτι μάλιστα που δεν συμβάλλει στην έτσι κι αλλιώς επισφαλή ομοιογένειά της. Το πρώτο μέρος αποτελεί ένα έξοχο μεταφορικό, ατμοσφαιρικό σχόλιο για τη σημερινή «κατάσταση των πραγμάτων»: μοναξιά, απομόνωση, φτώχεια, απελπισία και μιζέρια. Οι όποιες ευτυχισμένες στιγμές ανήκουν οριστικά στο παρελθόν και δεν αποτελούν παρά μια οδυνηρή ανάμνηση. Για την Άγκνες, η απώλεια του παιδιού της, που χάθηκε μυστηριωδώς μέσα σ’ ένα σούπερ-μάρκετ πριν από μερικά χρόνια, αποτελεί ουσιαστικά και το τέλος της ζωής της. Περιφέρεται πλέον σαν το φάντασμα, μια ζωντανή-νεκρή, δίχως πνοή, δίχως ελπίδα, δίχως στήριγμα. Ο άντρας της, άτομο με εγκληματική συμπεριφορά, την έχει εγκαταλείψει και την επισκέπτεται μόνο για να την τρομοκρατήσει.


Το δεύτερο μέρος αποτελεί ένα αμιγώς ψυχολογικό σχόλιο πάνω στην παράνοια της συνωμοσιολογικής εμμονής. Η Άγκνες και ο Πίτερ, δυο απελπισμένα άτομα που αρπάζονται το ένα απ’ το άλλο, βυθίζονται μαζί σ’ ένα αυτόνομο σύμπαν, όπου τα πάντα, από την τυχαία διέλευση ενός ελικοπτέρου μέχρι το χτύπημα του τηλεφώνου, ερμηνεύονται με βάση έναν αυτοεκπληρούμενο κώδικα ανατροφοδοτούμενης λογικής ως σημάδια της γενικής συνωμοσίας των πάντων εναντίον τους. Θεωρούμε πως πρόκειται για ένα θέμα εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς ο συνωμοσιολογικός τρόπος σκέψης ρίχνει στις μέρες μας βαριά τη σκιά του πάνω από την ελληνική κοινωνία, και βέβαια δύσκολα καταρρίπτεται, εφόσον αποτελεί κλειστό σύστημα φτιαγμένο έτσι ώστε με διαρκείς κυκλικές κινήσεις να αποδεικνύει τον εαυτό του. Δείτε την ταινία και θα καταλάβετε.


Τέλος, η ταινία μπορεί να ειδωθεί και σαν ένα σχόλιο πάνω στην αναγκαιότητα, αλλά και το ανέφικτο της ανθρώπινης επικοινωνίας. Η Άγκνες και ο Πίτερ, δυο άτομα λαβωμένα από την έλλειψη επικοινωνίας και ανθρώπινης επαφής, με το αντάμωμά τους θα επιχειρήσουν να κατακτήσουν αυτό που τόσο στερήθηκαν, η κατάληξη όμως θα είναι τραγική. Η επικοινωνία θα ματαιωθεί λόγω της έλλειψης επαφής με την (σκληρή) πραγματικότητα, για ν’ απομείνει μοναχά ο σπασμός της τρέλας. Εξαιρετικά δυνατή ταινία, θεωρούμε πως ο Φρίντκιν άφησε σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτο το δυναμικό της, αποτελεί όμως θαυμάσια πρόταση για κατ’ οίκον θέαση.


Αξιολόγηση: ***

8.11.07

PAPRIKA


Σκηνοθεσία: Σατόσι Κον
Ιαπωνία, 2006. Διάρκεια: 90΄
Διανομή:
Sony


Με μια ματιά: Γιαπωνέζικο manga (ταινία κινουμένων σχεδίων), αυστηρά για ενήλικες, όχι λόγω του «τολμηρού» περιεχομένου του, κάθε άλλο, αλλά εξαιτίας του πολυσύνθετου χαρακτήρα του, της αφηγηματικής του πολυπλοκότητας και της φιλόδοξης προσπάθειάς του να προσεγγίσει τον κόσμο του υποσυνειδήτου.


Υπόθεση: Γιαπωνέζοι επιστήμονες έχουν εφεύρει μια συσκευή, το DC-Mini, με την οποία μπορούν να διεισδύουν και να καταγράφουν τα όνειρα ασθενών με ψυχικές διαταραχές. Κάποια στιγμή το DC-Mini θα πέσει στα χέρια αγνώστων τρομοκρατών, που θα το χρησιμοποιήσουν για να επηρεάσουν τα όνειρα των ανθρώπων και να τους οδηγήσουν σε μια μαζική υστερία. Η σοβαρή και συγκροτημένη ψυχίατρος Δρ. Ατσούκο Τσίμπα, η οποία στον κόσμο των ονείρων παίρνει τη μορφή του alter-ego της, τής κεφάτης και άκρως ερωτεύσιμης Πάπρικα, και ο νεαρός υπέρβαρος μεγαλοφυής εφευρέτης Τοκίτα αναλαμβάνουν να λύσουν το μυστήριο.


Ο Φρόιντ συνήθιζε να λέει ότι το όνειρο είναι «η βασιλική οδός για το ασυνείδητο». Αυτήν ακριβώς την οδό επιχειρεί να διανοίξει η «Πάπρικα», εγχείρημα περίπλοκο και πολυσχιδές, που στέφεται όμως από απόλυτη επιτυχία. Μεταπηδώντας διαρκώς ανάμεσα σε διάφορα επίπεδα πραγματικότητας, ανακαλύπτοντας ολοένα κι από έναν άλλο κόσμο που κρυβόταν μέσα στον προηγούμενο, ακριβώς όπως οι ρωσικές κούκλες, μπερδεύοντας πραγματικότητα και φαντασία, πραγματικότητα και όνειρο, η «Πάπρικα» διαβρώνει επίμονα κάθε τοίχο, κάθε φράγμα που υψώνουμε μπροστά στα όνειρά μας, μπροστά στις υποσυνείδητες επιθυμίες και φοβίες μας, καταδεικνύοντας τη σχετικότητα των διαχωρισμών κι εγκαταλείποντάς μας έκθετους μπροστά στο χειμαρρώδες, ασταμάτητο ρεύμα του ασυνειδήτου. Παράλληλα, επιχειρεί να αρθρώσει έναν λόγο αμιγώς κινηματογραφικό, έξω και πέρα από τις ορθολογικές συμβάσεις της κλασικής αφήγησης, έναν λόγο ταυτοχρόνως μη ρηματικό και άρρητο (έξω δηλαδή από τα όρια του λόγου και της λογικής), που αναδεικνύει τη δύναμη της αμιγούς εικόνας, αλλά και της λειτουργίας των συνειρμών. Το όλο εγχείρημα εμπλουτίζεται με τις απαραίτητες δόσεις αυτοαναφορικότητας και κινηματογραφοφιλίας, καθώς ο κινηματογράφος δίνει βροντερό παρόν, τόσο στα όνειρα, όσο και στις μύχιες επιθυμίες των ηρώων. Παρούσα είναι τέλος στον ονειρικό κόσμο της «Πάπρικα» και η κοινωνική κριτική. Όχι βέβαια μέσα σε ατάκες ή σε αφηγηματικές τροπές, αλλά στην εικονοπλασία της ταινίας. Το συλλογικό όνειρο στο οποίο μεταπίπτουν τα θύματα των τρομοκρατών είναι μια αλλοπρόσαλλη, ασυντόνιστη παρέλαση από καταναλωτικά αγαθά, παιχνίδια, φιγούρες καρτούν και ένα… άγαλμα της Ελευθερίας. Αργότερα, η τελική σκηνή του δράματος θα δοθεί μέσα στα χαλάσματα ενός ερημωμένου λούνα-παρκ στο οποίο κυριαρχεί ένας παραμορφωτικός καθρέπτης. Είναι πολλά τα ευρήματα της «Πάπρικα», όσα και τα επίπεδά της, το «κλειδί» όμως του δράματος σίγουρα δεν κρύβεται στην υπόθεση και τα λόγια των χαρακτήρων, ιδιαιτέρως όταν είναι τόσο κακομεταφρασμένα όσο στο συγκεκριμένο dvd, στο οποίο σας προτείνουμε να αποφύγετε πάση θυσία τους ελληνικούς υποτίτλους.


Αξιολόγηση: ****

2.11.07

ΜΙΚΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΩΝ


SCENES OF A SEXUAL NATURE

Σκηνοθεσία: Εντ Μπλουμ
Παίζουν: Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, Τζίνα Μακ Κι, Κάθριν Τέιτ

Βρετανία, 2006. Διάρκεια: 90΄
Διανομή: Private

Υπόθεση: Επτά μικρές ερωτικές ιστορίες που εκτυλίσσονται σχεδόν ταυτόχρονα μια ηλιόλουστη καλοκαιρινή μέρα στο αχανές πάρκο Χάμπστεντ Χιθ του Λονδίνου. Μια γυναίκα επιπλήττει τον άντρα της όταν διαπιστώνει ότι αυτός κοιτάζει τα… μπούτια της διπλανής. Ένας άντρας και μια γυναίκα που υπήρξαν ερωτευμένοι στην εφηβεία τους ξανανταμώνουν μετά από πενήντα χρόνια, ένα άλλο ζευγάρι συναντιέται για να υπογράψει το διαζύγιό του, ένα ζευγάρι γκέι ονειρεύεται παιδιά, κάποιοι άλλοι έχουν ραντεβού στα τυφλά, ένας νεαρός επείγεται να βρει γυναίκα και ερωτοτροπεί με οποιαδήποτε βρει μπροστά του…

Με μια ματιά: Ζευγάρια ερωτευμένα, ζευγάρια μαλωμένα, ζευγάρια που ξαναβρίσκονται μετά από χρόνια και άλλα που προσπαθούν τώρα να συνευρεθούν για πρώτη φορά συνθέτουν ένα χαριτωμένο καλειδοσκόπιο των παραδοξοτήτων της σύγχρονης ερωτικής συμπεριφοράς, σε μια ταινία που ακολουθεί την παράδοση των αγγλοσαξονικών κομεντί με τους πνευματώδεις διαλόγους.

Αυτό που μας άρεσε περισσότερο στην ταινία είναι ότι επιδιώκει συνειδητά να εκπλήξει, να αιφνιδιάσει, να ξεφύγει από την πεπατημένη και τα προβλεπόμενα. Κρατάει λοιπόν σοφά πάντα κι από κάποιον άσο στο μανίκι, κάποια τροπή στην πλοκή που να μας παραξενέψει, να μας ξαφνιάσει, να μας κάνει να σκεφτούμε. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με κάποιους από τους διαλόγους – όχι όλους, η ταινία είναι αρκετά άνιση – κάνουν την κομεντί αυτή να χαρακτηρίζεται από μια αρκετά μεγάλη καμπύλη απόσβεσης και να μένει στο μυαλό του θεατή για αρκετό καιρό. Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο επίσης αποτελεί η λανθάνουσα, αλλά πανταχού παρούσα σεξουαλικότητα που υφέρπει σε όλες τις ιστορίες. Ο ερωτισμός δεν εκφράζεται μόνο μέσω των διαλόγων, ούτε παρουσιάζεται απλώς ως συναισθηματικό φαινόμενο. Είναι ο σωματικός πόθος αυτός που δίνει πάντα το παρόν, εμμέσως πλην σαφώς, και είναι αυτός που προσδίδει στην ταινία το επιπρόσθετο καρύκευμα που χρειάζεται για να ξεχωρίσει, αλλά και για να αποκτήσει ένα πρόσθετο υλικό βάρος, μια βαρύνουσα σημασία.

Σκηνοθετικά η ταινία καταφέρνει να διατηρεί τη φρεσκάδα της, παρά το κάπως στατικό θέμα της, με μια κάμερα ευέλικτη, αλλά και με μια θαυμάσια αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος, που υπερβαίνει την τυποποιημένη εικόνα που έχουμε για ένα πάρκο και υπαινίσσεται την ύπαρξη μιας φύσης σχεδόν ανέγγιχτης από τον πολιτισμό. Ευχάριστη, ανάλαφρη ταινία, που κατορθώνει να υπονοεί πολύ περισσότερα απ’ όσα ρητά λέει.

Αξιολόγηση: ***