31.5.07

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ


RUNNING WITH SCISSORS

Σκηνοθεσία: Ράιαν Μέρφι

Παίζουν: Άνετ Μπένινγκ, Τζόζεφ Κρος, Μπράιαν Κοξ, Τζόζεφ Φάινς, Άλεκ Μπόλντουιν, Γκίνεθ Πάλτροου

ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 121΄

Υπόθεση: Ο μικρός Ογκόστεν μεγαλώνει κατά τη δεκαετία του ’70 μέσα σε μια άκρως δυσλειτουργική οικογένεια, με μια εγωκεντρική και ψυχολογικά ασταθή μητέρα που ονειρεύεται να γίνει διάσημη συγγραφέας κι έναν παραιτημένο, αποτραβηγμένο πατέρα. Μετά το διαζύγιο των γονέων του, η μητέρα του καταφεύγει στη φροντίδα του αντισυμβατικού ψυχίατρου Δόκτορα Φιντς, ο οποίος την πείθει ότι πρέπει να του αναθέσει και την κηδεμονία του γιού της. Ο 14χρονος Ογκόστεν γίνεται έτσι αναγκαστικά μέλος της θεότρελης οικογένειας του Δόκτορα Φιντς.

Μετά τις «Κρυφές επιθυμίες», που σας παρουσιάσαμε πριν από δύο βδομάδες, άλλη μία ταινία εξαπολύει τη δική της δριμεία επίθεση στην Αγία Αμερικανική Οικογένεια. Βασιζόμενη στο ευπώλητο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ογκόστεν Μπάροουζ “Running with Scissors”, η «Οικογένεια της συμφοράς» κινείται μεταξύ σάτιρας, ιδιοσυγκρασιακής κωμωδίας του παραλόγου και κοινωνικής κριτικής, προκειμένου να μας παραδώσει το πορτρέτο ενός μικρόκοσμου χαρακτήρων αποπροσανατολισμένων, εγκλωβισμένων στα ψυχοκοινωνικά αδιέξοδα και την μανία για φεμινισμό και ψυχανάλυση των ’70s.

Κυριαρχικές μορφές σ’ αυτό το τελματώδες τοπίο η Ντάιντρα, μητέρα του Ογκόστεν, και ο Δρ. Φιντς. Η Ντάιντρα, την οποία ενσαρκώνει με ιδιαίτερο οίστρο η Ανέτ Μπένινγκ, είναι μια γυναίκα καταπιεσμένη ήδη από τα παιδικά της χρόνια, που αδυνατεί να καταλάβει ότι στις ανθρώπινες σχέσεις δεν αρκεί μόνο να επιδιώκουμε την ικανοποίηση των προσωπικών μας αναγκών, αλλά πρέπει και να δίνουμε. Επηρεασμένη από το φεμινιστικό κίνημα της εποχής, αλλά και την αμερικάνικη εμμονή για διασημότητα, απομακρύνεται σταδιακά από το φυσικό ανθρώπινο περιβάλλον της, δηλαδή την οικογένειά της, προκειμένου να αποδυθεί σε ένα έωλο ταξίδι αναζήτησης της «δημιουργικής της συνείδησης», που δεν οδηγεί εν τέλει, παρά στα δίχτυα ενός εξουσιαστικού ψυχαναλυτή έτοιμου να εκμεταλλευθεί τις αδυναμίες των πελατών του για να εξυπηρετήσει ίδια συμφέροντα. Ο Δρ. Φιντς ανάγεται έτσι σε μορφή-σύμβολο της χρεοκοπίας της ψυχανάλυσης, η οποία εμφανίζεται σαν μια μέθοδος απορύθμισης του ψυχικού κόσμου του ασθενούς, προκειμένου να ελεγχθεί αποτελεσματικότερα, με σκοπό τη χειραγώγηση, αλλά και την απόσπαση τεράστιων χρηματικών ποσών. Πολλά αντλεί η ταινία από τα δύο αυτά ανθρώπινα πορτρέτα, όπως επίσης και από την λεπταίσθητη αναπαράσταση των εσωτερικών χώρων, που καταφέρνουν ταυτοχρόνως μας ταξιδέψουν πίσω στα ’70s αλλά και μας απομακρύνουν απ’ αυτά, βυθίζοντάς μας σε έναν κόσμο φανταστικό, γεμάτο από νευρώσεις, παρανοϊκές συμπεριφορές και εγωιστικά μικροσυμφέροντα συγκεκαλυμμένα πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις θεωρίες που τόσο συνηθιζόταν την εποχή εκείνη.

Αν και η ταινία από ένα σημείο και μετά μεταπίπτει σε μια άνευ νοήματος και στόχευσης κωμωδία του παραλόγου, η ένταση με την οποία απεικονίζει την οικογένεια σαν ένα διαρκές αβυσσαλέο αδιέξοδο, καθώς και η ανάδειξη του κενόδοξου και υποκριτικού τρόπου με τον οποίο η αμερικανική κοινωνία εξέλαβε κινήματα όπως του φεμινισμού και της ψυχανάλυσης, την καθιστούν μια ικανοποιητική πρόταση για κατ’ οίκον ψυχαγωγία.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 775)

24.5.07

THE DEAD GIRL


ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ


Σκηνοθεσία: Κάρεν Μόνκριφ

Παίζουν: Τόνι Κολέτ, Πάιπερ Λόρι, Τζοβάνι Ριμπίζι, Μάρσια Γκέι Άρντεν


Πεντάπτυχη ταινία που περιελίσσει την αφήγησή της γύρω από το πτώμα ενός κοριτσιού-θύματος ενός επαναληπτικού δολοφόνου, το Νεκρό Κορίτσι κατασκευάζει με εξαντλητική επιμονή ένα περίκλειστο, εφιαλτικό σύμπαν, από το οποίο ελάχιστες βαλβίδες διαφυγής υπάρχουν. Αποτέλεσμα μια ταινία δύσκολη, για θεατές με γερό στομάχι, αλλά παράλληλα αλλόκοτα γοητευτική, ευαίσθητη και ενορατική.

Ήδη από τα πρώτα της πλάνα, τα οποία παρουσιάζουν μια φύση στερημένη από χρώματα και ζωή, δίχως τόνους κι αποχρώσεις, η ταινία καθιστά σαφές το βασικό της επιχείρημα: Ζούμε σ’ έναν κόσμο ζωντανών-νεκρών, σ’ έναν χώρο εξωκοινωνικό, ακριβώς σαν την «Άγνωστη» της πρώτης ιστορίας, όπου η κοινωνία, δηλαδή η ανθρώπινη επικοινωνία, δεν πραγματώνεται. Περιφερόμαστε σαν τα φαντάσματα, κουβαλώντας μέσα μας το βάρος αυτής ακριβώς της απώλειας, σαν ένα άλλο προπατορικό αμάρτημα, έκπτωτοι από την ανθρώπινη Ουσία. Αυτό που απομένει είναι η μοναξιά, οι εφιάλτες από το παρελθόν και μια διαρκώς επικρεμάμενη απειλή για το μέλλον. Η απειλή αυτή παίρνει στην ταινία έναν έμφυλο χαρακτήρα: Στο αμιγώς γυναικείο σύμπαν της, όπου πρωταγωνιστούν αποκλειστικά γυναίκες, γυναίκες βασανισμένες, απέλπιδες, τσακισμένες από την απώλεια, ο άνδρας εκφράζει τη δική του εσώτερη αλλοτρίωση παίρνοντας το ρόλο του απειλητικού, επιθετικού, βίαιου. Η ταινία αποκτά έτσι και μια φεμινιστική διάσταση, ανασύροντας από το παρελθόν έναν τύπο φεμινισμού λίγο μίσανδρο, προκειμένου να μας θέσει ενώπιον της οδυνηρής αλήθειας ότι πόρρω απέχουμε από την παραδείσια εκείνη κατάσταση, στην οποία οι γυναίκες δεν θα απειλούνται και δεν θα πέφτουν θύματα της ανδρικής επιθετικότητας.

18.5.07

ΚΡΥΦΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ


LITTLE CHILDREN

Σκηνοθεσία: Τοντ Φιλντ
Παίζουν: Κείτ Ουίνσλετ, Πάτρικ Ουίλσον, Τζένιφερ Κόνελι, Τζάκι Ερλ Χάλεϊ
ΗΠΑ, 2006. Διάρκεια: 130΄

Υπόθεση: Η Σάρα, τριαντάρα μητέρα της ευκατάστατης Αμερικής των προαστίων, γνωρίζεται στην παιδική χαρά με τον Μπραντ, συνομήλικό της αρρενωπό πατέρα. Αμφότεροι διάγουν φαινομενικά ευτυχισμένους γάμους. Την ίδια ώρα, τη συνοικιακή πλήξη διαταράσσει η αποφυλάκιση ενός παιδεραστή, ο οποίος εγκαθίσταται στη γειτονιά τους…

Το να σκύβει κάτω από τους αστικούς καναπέδες για να ανακαλύψει τη βρωμιά που καταχωνιάζουν κρυφά οι καθωσπρέπει εκπρόσωποι του Αμερικάνικου Ονείρου, αποτέλεσε ανέκαθεν μια από τις αγαπημένες δραστηριότητες του Αμερικάνικου Ανεξάρτητου Κινηματογράφου. Σίγουρα, λοιπόν, δεν διεκδικεί δάφνες θεματικής πρωτοτυπίας μια ταινία που ασχολείται με θέματα όπως η κενότητα και η υποκρισία που φωλιάζουν στα πλούσια προάστια των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, η σεξουαλική διαστροφή που υποκρύπτεται πίσω από υπεράνω πάσης υποψίας εμφανίσεις, αλλά και η ψυχολογική ανωριμότητα στην οποία εν τέλει οφείλονται όλες αυτές οι άκρως δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτό που κάνει την ταινία του Τοντ Φιλντ να ξεχωρίζει, όμως, είναι η διαφοροποίηση στο στιλ. Ο Φιλντ, πέντε χρόνια μετά τα «Μυστικά της κρεβατοκάμαρας», επανέρχεται με μια ταινία υφολογικά πολύπλοκη, που μετεωρίζεται μεταξύ σάτιρας, κοινωνικής κριτικής και ψυχοδράματος, καταφέρνοντας να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, ακόμη και στις λιγότερο πετυχημένες σκηνές. Με άκρως λιτές, ελεγχόμενες πινελιές και με πανούργα αξιοποίηση της αφηγηματικής έλλειψης, ο Φιλντ δημιουργεί μια σειρά από αιχμηρά, διεισδυτικά ψυχολογικά πορτρέτα. Παράλληλα, καταφέρνει να διατηρεί κυμαινόμενο τον τόνο του, άλλοτε σατιρίζοντας και ξεμπροστιάζοντας τους ήρωές του, κι άλλοτε αγκαλιάζοντάς τους με εμπιστοσύνη, πετυχαίνοντας έτσι να εκμαιεύσει τα πιο βαθιά, μύχια μυστικά τους. Η Σάρα, κεντρική ηρωίδα του, είναι ένα πνευματικά καλλιεργημένο και ευαίσθητο άτομο, που επέλεξε όμως να ζει μια συμβατική ζωή και να κάνει ένα γάμο συμφέροντος, που της άνοιξε τις πόρτες μιας ζωής υλικά πλούσιας, συναισθηματικά όμως φτωχής και επιφανειακής. Ο Μπραντ, από την άλλη μεριά, είναι ένα ανώριμο άτομο, ένα μεγάλο παιδί που αρνείται να ενηλικιωθεί. Ζει κι αυτός μέσα σ’ ένα ψέμα, αρνούμενος να αντικρίσει κατάματα τις αλήθειες της ζωής του. Ο ερωτικός σπινθήρας που θα εκσπάσει μεταξύ τους θα αποτελέσει μια ένεση αλήθειας και γνησιότητας, μια πυξίδα για τις απαραίτητες αλλαγές στις ζωές τους. Η ταινία όμως, τολμά να στρέψει θαρραλέα τη ματιά της και στον παιδεραστή, ένα βασανισμένο πλάσμα, που διατηρεί πλήρη συνείδηση της κατάστασής του. Με ευθυκρισία και ανθρωπιά, όχι όμως και συμπάθεια, αποκαλύπτει τη νοσηρή του ιδιοσυστασία, ενώ στο τέλος ανοίγει και κάποιο παράθυρο λύτρωσης. Ισότιμος πρωταγωνιστής της ταινίας αναδεικνύεται, τέλος, και το Αμερικάνικο αστικό προάστιο, αυτός ο σιωπηρός πρωταγωνιστής τόσων και τόσων αξιομνημόνευτων φιλμικών συμπάντων - ας θυμηθούμε απλά το «Μπλε Βελούδο» και το American Beauty – όμορφο, ειρηνικό, πολύχρωμο, ένα πρότυπο ευζωίας που αποτελεί όνειρο ζωής για όσους το αντικρίζουν. Κι όμως, πίσω απ’ τη γυαλιστερή προθήκη κρύβεται ένας κόσμος ανομολόγητων παθών… Ίσως τελικά, όπως σημειώναμε και την προηγούμενη εβδομάδα, να αποτελεί ίδιον της ανθρώπινης φύσης να υπεκφεύγει κάθε κατηγοριοποίησης, κάθε απόπειρας ομογενοποίησης. Η διαφορετικότητα φύεται παντού, ρίχνοντας απειλητικά τη σκιά της στα περιβάλλοντα εκείνα όπου ο άνθρωπος τόλμησε να πιστέψει ότι μπορούσε να κρατήσει προστατευμένα και αλώβητα…

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 773)

9.5.07

ΜΙΚΡΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ


Kanshangqu Hen Mei / LITTLE RED FLOWERS

Σκηνοθεσία: Ζανγκ Γιουάν
Παίζουν: Ντονγκ Μπόουεν, Νινγκ Γιουάνγιουαν, Τσεν Μανγιουάν, Ζάο Ρούι
Κίνα, 2006. Διάρκεια: 91΄

Υπόθεση: Ο τετράχρονος Κιανγκ μπαίνει οικότροφος σε κρατικό νηπιαγωγείο, ως είθισται στη μετεπαναστατική Κίνα της δεκαετίας του ’50. Η προσαρμογή του όμως στην άκρας πειθαρχίας κρατική διαπαιδαγώγηση θα είναι προβληματική, και τα «μικρά κόκκινα λουλούδια» που απονέμονται σε όσα παιδάκια επιδεικνύουν τη δέουσα συμπεριφορά, θα παραμείνουν γι’ αυτόν ένα άπιαστο όνειρο…

Ταινίες με νεαρούς ήρωες των οποίων η προσωπικότητα συνθλίβεται κάτω από ένα καταπιεστικό, αντιδραστικό εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν ουκ ολίγες στην παγκόσμια φιλμογραφία. Η διαφορά τους με την ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα είναι ότι εδώ, το Σύστημα δεν δαιμονοποιείται, δεν παρουσιάζεται ως το απόλυτο Κακό. Υπάρχουν πολλά καλοπροαίρετα και προοδευτικά στοιχεία στην εκπαίδευση που το μαοϊκό κράτος προσπαθεί να παράσχει, το πρόβλημα όμως εντοπίζεται βαθύτερα: Στο κατά πόσο, δηλαδή, είναι ποτέ δυνατό να ομογενοποιηθεί πλήρως η συμπεριφορά ενός ανθρώπινου συνόλου. Η αρνητική απάντηση που δίνει η ταινία τονίζεται από το γεγονός της επιλογής τόσο νεαρών πρωταγωνιστών. Στόχος της επιλογής αυτής δεν είναι η ευκολότερη συγκίνηση του θεατή, αλλά η ευκρινέστερη ανάδειξη του επιχειρήματος: Η διαφορετικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Οι όποιες απόπειρες ομογενοποίησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχουν άκρως πεπερασμένα όρια. Το Κακό, όπως και το Καλό, μαζί με όλες τις μεταξύ τους διαβαθμίσεις, υπάρχουν μέσα μας και είναι αναπότρεπτη η ανάδυσή τους κάποια στιγμή στην επιφάνεια. Η δε ανθρώπινη προσωπικότητα, ανθίσταται σθεναρά της όποιας κατηγοριοποίησης, και παρά τη λαίλαπα του κονφορμισμού – που κάνει σαφή την παρουσία του στην ταινία στο πρόσωπο της όλης σιωπηλής μάζας των νηπίων που υποτάσσονται στα κελεύσματα των δασκάλων τους – πάντα θα υπάρχουν άτομα που θα περισσεύουν, θα διαφέρουν, θα αποτελούν αγκάθι στο μάτι των κρατούντων.

Χαμηλών τόνων ταινία, με εξαιρετική φωτογραφία, καταγράφει μια πληθώρα από γλαφυρές λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής στα κρατικά οικοτροφεία της εποχής του Μάο - η ομαδική πρωινή αφόδευση και ο βραδινός έλεγχος καθαριότητας του πισινού αποτελούν δύο από τις πιο ευτράπελες στιγμές – δεν διαθέτει όμως μια δραματουργία όπως την έχουμε συνηθίσει εμείς στη Δύση, όπου ο ήρωας θα ξεκινά από μια αφετηρία και μέσα από μια αλληλουχία κομβικών γεγονότων θα καταλήγει κάπου αλλού. Εδώ αντιθέτως, ο ήρωας βρίσκεται στο τέλος εκεί ακριβώς που βρισκόταν και στην αρχή, οι δε ενδιάμεσες σκηνές είναι επεισοδιακού χαρακτήρα, δεν στρέφουν την ιστορία προς νέες, διαφορετικές κατευθύνσεις. Το αποτέλεσμα, επομένως, ρέπει προς μια ήπια μονοτονία, που ευτυχώς δεν προλαβαίνει να εξελιχτεί σε ανία, καθώς η διάρκεια δεν ξεπερνά τη μιάμιση ώρα. Εκνευριστική η ιταλικής εμπνεύσεως μουσική επένδυση, λειτουργεί στην ουσία προς μια κατεύθυνση ακύρωσης της σκηνοθετικής γραμμής, επιχειρώντας την εκμαίευση εύκολων συναισθηματικών αντιδράσεων. Μα, τι δουλειά έχουν οι Ιταλοί στην Κίνα;

ΒΑΘΜΟΣ: **

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 772)

3.5.07

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΤΕΛΙΚΟΣ


LA GRAN FINAL

Σκηνοθεσία: Γεράρδο Ολιβάρες
Παίζουν: Ατιμπού Αμπουμπακάρ, Μποσάι Νταλάι Χαν, Ντιτ Μπλίντε
Ισπανία/Γερμανία, 2006. Διάρκεια: 88΄

Τι κοινό μπορεί να διαθέτουν οι ζωές τριών τόσο απόμακρων και απομακρυσμένων μεταξύ τους φυλών, όπως οι Μογγόλοι νομάδες των οροπεδίων Αλτάι, οι Τουαρέγκ της ερήμου Τενέρε του Νίγηρα και οι Ινδιάνοι Χάμα του Αμαζονίου; Το ποδόσφαιρο, ισχυρίζεται η συγκεκριμένη ταινία, που ισορροπεί επιτήδεια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, προκειμένου να μας παρουσιάσει τις επίπονες προσπάθειες ορισμένων μελών των τριών αυτών φυλών να εντοπίσουν μια τηλεόραση που λειτουργεί, για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου μεταξύ της Βραζιλίας και της Γερμανίας.

Το μήνυμα, βέβαια, είναι σαφές: Η σύγχρονη τεχνολογία έχει μετατρέψει ολόκληρη τη Γη μας σ’ ένα τεράστιο πλανητικό χωριό, που εξομαλύνει τις διαφορές των ανθρώπων και μετατρέπει τις τοπικές διαφορές ηθών και εθίμων σε χαριτωμένες εκκεντρικότητες. Και δεν είναι τυχαίο ότι, για να περάσει ένα τέτοιο μήνυμα, χρησιμοποιείται η τελειότερη τεχνολογία. Εντυπωσιακές εναέριες λήψεις αρπακτικών αετών που υπερίπτανται της αχανούς μογγολικής στέπας, άψογα φωτισμένες εικόνες της απλανούς ομοιομορφίας της ερήμου που αντιτίθεται στις πολύχρωμες φορεσιές των Τουαρέγκ, σπάνια πλάνα από την άγρια ζωή της ζούγκλας του Αμαζονίου. Ένα επίτευγμα της οπτικής τεχνολογίας υμνεί τις δυνατότητες της σύγχρονης μαζικής επικοινωνίας. Εξυπακούεται, βέβαια ότι, χέρι-χέρι με το χαριτολόγημα του ποδοσφαίρου ως αφορμής για την παγκόσμια αυτή συνάντηση λαών και πολιτισμών συμβαδίζουν και τα απαραίτητα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά: Οι ήρωες της ταινίας καβγαδίζουν δι’ ασήμαντον αφορμή, προσφέροντάς μας απλόχερα, αν όχι το γέλιο, σίγουρα πάντως το μειδίαμα, στο τέλος όμως οι πάντες παραμερίζουν τις μικροδιαφορές τους και καταλήγουν σ’ ένα παγκόσμιο συναδέλφωμα – τι έχουμε να χωρίσουμε σε τούτη δω την πλάση;

Αρκετά έξυπνη ως σύλληψη η ταινία, οπτικά επιβλητική, με εύθυμη ατμόσφαιρα, χάνει κάπως τη φούρια της μετά την πρώτη ώρα, χωρίς πάντως να καταντήσει ποτέ βαρετή. Όλοι οι ηθοποιοί είναι ντόπιοι ερασιτέχνες οι οποίοι «διαλύουν» στην ουσία το ρόλο τους μέσα στην πραγματική προσωπική τους ζωή, στοιχείο που είναι από τα πιο ενδιαφέροντα της ταινίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τους Μογγόλους νομάδες. Αντίθετα, η απόδοση των Ινδιάνων του Αμαζονίου παραμένει καθαρά φαρσική. Εξαιρετικά τα έθνικ ρυθμικά μουσικά περάσματα.

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 771)