29.12.06

DÉJÀ VU


Σκηνοθεσία: Τόνι Σκοτ

Παίζουν: Ντένζελ Ουάσινγκτον, Βαλ Κίλμερ, Τζιμ Καβίζελ


Τυπική χολιγουντιανή αστυνομική ταινία, το Déjà vu κερδίζει την προσοχή του θεατή όχι μόνο χάρη στους σβέλτους και καλοκουρδισμένους ρυθμούς του, αλλά και εξαιτίας της πινελιάς τεχνολογικού φουτουρισμού που το χαρακτηρίζει. Συγκεκριμένα, η πλοκή αναφέρεται στις προσπάθειες ενός επίλεκτου αστυνομικού σώματος να εξιχνιάσει μια τρομοκρατική επίθεση σε ποταμόπλοιο, χρησιμοποιώντας μια νέα εφεύρεση, η οποία αξιοποιεί δεδομένα από δορυφόρους, τις πολυάριθμες κάμερες παρακολούθησης που βρίσκονται στους δημόσιους χώρους, αλλά και μετρήσεις των μεταβολών των διάφορων ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, για να ανασυνθέσει ψηφιακά την εικόνα του παρελθόντος, και συγκεκριμένα 4 μέρες και 6 ώρες πριν από το παρόν. Χάρη στους κλασσικούς μηχανισμούς άρσης της δυσπιστίας, οι οποίοι λειτουργούν άψογα για άλλη μια φορά, το εύρημα μοιάζει τόσο πιστευτό, που ο θεατής αρχίζει ν’ αναρωτιέται ανήσυχος μήπως οι Αμερικάνοι έχουν ήδη στα σκαριά κάποιο παρόμοιο σύστημα παρακολούθησης. Κατά τ’ άλλα, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον ερμηνεύει τον μοναχικό δαιμόνιο αστυνομικό με φλέγμα και αέρα, η ατμόσφαιρα διακρίνεται από μια αύρα μελαγχολίας και φιλοσοφικού ρεμβασμού, ενώ ένας αδιόρατος ερωτισμός συμβάλλει κι αυτός στην επιτυχία του όλου εγχειρήματος, το οποίο, αν και δύσκολα θα συμπεριληφθεί στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, σέβεται και ικανοποιεί απόλυτα τον συνειδητοποιημένο θεατή.

24.12.06

WORLD TRADE CENTER


ΔΙΔΥΜΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

Σκηνοθεσία: Όλιβερ Στόουν
Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Μάικλ Πένια, Μαρία Μπέλο, Στίβεν Ντορφ


Ο Όλιβερ Στόουν είναι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, ο οποίος βάσισε τη φήμη του όχι τόσο στις αδιαμφισβήτητες σκηνοθετικές του ικανότητες, όσο στους αμφιλεγόμενους χειρισμούς πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων. Επειδή, όμως, «ου γαρ έρχεται μόνον», ο 66χρονος πλέον δεξιοτέχνης του Talk Radio και του U-Turn και ο κοινωνικός ταραξίας του Natural Born Killers και του JFK, έχει δώσει τη θέση του στον γλυκανάλατο νοσταλγό του Αλέξανδρου και τον άνευρο αισθηματία των Δίδυμων Πύργων.

Δεν ισχυριζόμαστε, βέβαια, ότι η παρούσα ταινία έχει τα χάλια του Αλέξανδρου, όχι, είναι σκηνοθετικά τουλάχιστον επαρκής, βλέπεται άνετα, αλλά ο Στόουν χειρίζεται το θέμα του με μια απογοητευτική έλλειψη πρωτοτυπίας. Από το όλο σύνολο των συνταρακτικών συμβάντων της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου επιλέγει να εστιάσει αποκλειστικά σε δυο αστυνομικούς οι οποίοι εγκλωβίζονται στα χαλάσματα των Δίδυμων Πύργων, στις προσπάθειες των σωστικών συνεργείων να τους απεγκλωβίσουν, καθώς και στην αγωνία και τα προβλήματα των οικογενειών τους. Το τελικό μήνυμα; Πολύ πρωτότυπο: «Ενωμένοι μπορούμε να αντέξουμε τα πάντα».

Εντυπωσιάζει η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στους δράστες, το όλο περιστατικό αντιμετωπίζεται σαν φυσική καταστροφή, με αποτέλεσμα την πλήρη συσκότιση των κοινωνικοπολιτικών αιτίων, ενώ εκεί που δίνει ρέστα ο Στόουν είναι στην σε βαθμό γελοιότητας αγιογραφική απεικόνιση ενός βετεράνου πεζοναύτη ο οποίος εμφανίζεται από το πουθενά σε αποστολή από την Παναγία (!) να σώσει τους εγκλωβισμένους. God Save the Marines!

21.12.06

Ο ΗΡΩΑΣ ΜΟΥ


ERES MI HEROE / MY HERO

Σκηνοθεσία: Αντόνιο Κουάντρι
Παίζουν: Μανουέλ Λοζάνο, Τόνι Κάντο, Φέλιξ Λόπεζ
Ισπανία, 2003. Διάρκεια: 97΄

Υπόθεση: Σαραγόσα, 1975. Ο 13χρονος Ραμόν είναι υποχρεωμένος να αλλάζει περιβάλλον κάθε χρόνο, λόγω των συχνών μεταθέσεων του πατέρα του. Σε κάθε καινούριο σχολείο, όμως, έχει να δαμάσει μια κόλαση από εχθρικούς συμμαθητές, οι οποίο βγάζουν πάνω του τα επιθετικά και εξουσιαστικά τους ένστικτα. Την ώρα που το καθεστώς του Φράνκο κλονίζεται και οι πολιτικές διαμάχες οξύνονται, ο Ραμόν αγωνίζεται για μια ακόμη φορά να κάνει φίλους, να αποδείξει την αξία του και να κερδίσει την προσοχή του κοριτσιού που κάνει, για πρώτη φορά στη ζωή του, την καρδιά του να χτυπά δυνατά.

Ισπανική κοινωνική ταινία, που παρότι δεν αποφεύγει τα κλισέ, καταφέρνει αισθητικά να τους προσδώσει ένα φρέσκο λουκ, ενώ η τιμιότητα της ματιάς της, σε συνδυασμό με τις άψογες ερμηνείες των έφηβων πρωταγωνιστών της, κερδίζει συναισθηματικά 100% τον θεατή.

Μερικοί περάσαν τόσο δυσάρεστη εφηβεία, που δεν θέλουν καν να τη θυμούνται. Δεν μπορώ να πω πως κι η δική μου ήταν ο ορισμός της ευτυχίας. Ασκεί όμως από τότε πάνω μου μια γοητεία έντονη και παράξενη. Η ένταση των συναισθημάτων που ένιωσα τότε με καθόρισαν. Κάθε ευκαιρία που μου δίνεται να τα ξαναθυμηθώ είναι για μένα μια μικρή απόλαυση. Και υποπτεύομαι πως δεν είμαι ο μόνος. Φαίνεται, τελικά, πως η εφηβεία αποτελεί μια πανανθρώπινη ιεροτελεστία με περιεχόμενο νομοτελειακά καθορισμένο. Όλοι μας θα ερωτευθούμε, όλοι μας θα κάνουμε φιλίες τις οποίες θα πιστέψουμε για ισόβιες, όλοι μας θα κληθούμε να αποδείξουμε τον εαυτό μας και την αξία μας ενώπιον των άλλων. Ίσως, τελικά, η εφηβεία να μην είναι τίποτα άλλο παρά η συμπύκνωση όλων των κλισέ της ανθρώπινης ζωής. Γι’ αυτό και οι ταινίες με θέμα την εφηβεία πάσχουν πολύ συχνά από το ίδιο σύμπτωμα: Συσσώρευση όλων αυτών των κλισέ και απόλυτη προβλεψιμότητα. Η συγκεκριμένη ταινία, αν και δεν αποφεύγει πλήρως την μπανανόφλουδα, καταφέρνει, θα λέγαμε, να κρατήσει μια λεπτή ισορροπία. Και, το κυριότερο, καταφέρνει άνετα κι αθόρυβα να ανακαλέσει τα συναισθήματα που νιώθει κανείς στην εφηβεία, την αίσθηση που έχει, τις διαμάχες που διεξάγονται μέσα του. Για μένα, αυτή και μόνο η ανάκληση έχει μεγάλη αξία. Μακάρι όλοι μας να μην λησμονούσαμε ποτέ τον έφηβο εαυτό μας. Τον ιδεαλιστή, τον αμφισβητία, τον ευαίσθητο, τον αισθηματία. Ίσως τότε ο κόσμος να ήταν λίγο καλύτερος…

ΒΑΘΜΟΣ: ***


(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 754)

20.12.06

MY SUPER EX-GIRLFRIEND


Σκηνοθεσία: Άιβαν Ράιτμαν

Παίζουν: Ούμα Θέρμαν, Λιουκ Ουίλσον, Άννα Φάρις, Έντι Ίζαρντ


Το πρόβλημα με τις κωμωδίες είναι ότι σχεδόν κανένας δεν τις παίρνει σοβαρά. Ακούγεται οξύμωρο, χρειάζεται όμως να κάτσεις να σκεφτείς, να κάνεις τους συσχετισμούς, ώστε να πιάσεις το υπονοούμενο, αυτό που κρύβεται από πίσω, για να γελάσεις. Σε αντίθετη περίπτωση θα σου απομείνουν μόνο τα οπτικά γκαγκ τύπου «τουρτοπόλεμος», «γλιστράει και πέφτει σε βαρέλι με νέφτι», και τα συναφή. Περιέργως, το λεπτό αυτό σημείο δεν φαίνεται να το έχει πιάσει η πλειονότητα των κριτικών, η οποία αντιμετώπισε την ταινία του Ράιτμαν σαν μια κωμωδιούλα για μια νευρωτική υπερηρωίδα. Αυτό όμως δεν είναι παρά το προφανές θέμα. Η κορυφή του παγόβουνου. Και θα συμφωνήσω ότι δεν είναι και πολύ αστείο. Το ενδιαφέρον κομμάτι αρχίζει από τη στιγμή που παίρνουν μπροστά οι συσχετισμοί: Πόσοι από μας τους άντρες δεν ονειρεύτηκαν μια γυναικάρα στο πλευρό τους, και πόσοι από μας δεν απέρριψαν μια τέτοια σκέψη ως ανεδαφική; Πόσες γυναίκες δεν ευχήθηκαν να ήταν δυνατότερες από τους άντρες, και πόσες δεν θα ήθελαν να στρέψουν μια τέτοια δύναμη εναντίον των αντρών που τις απέρριψαν; Η ταινία είναι λοιπόν αστεία ακριβώς επειδή ενσωματώνει δημοφιλείς φαντασιώσεις σε καθημερινές καταστάσεις. Ο δε σεναριογράφος της Νταν Πέιν προέρχεται από το επιτελείο των Simpsons, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο Ράιτμαν σκηνοθετεί σαν κολλημένος στα περασμένα μεγαλεία των Ghostbusters, οι ερμηνείες όμως έχουν πολύ ενδιαφέρον, με τον Ουίλσον να πασχίζει να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τον άχρωμο και άτολμο μέσο ανθρωπάκο και την Ούμα Θέρμαν, αρχέτυπο της σύγχρονης γυναικάρας, να προσθέτει σταλάγματα σεξουαλικής νεύρωσης τύπου Μάρως Κοντού σε ταινία του ’60 στο ατσαλένιο πανυπερτέλειο προφίλ της. Trés magnifique!

13.12.06

ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΖΩΗ


RIZE

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λασαπέλ
Παίζουν: Τόμι ο Κλόουν, Ντράγκον, Λα Νίνια, Μις Πρίσι
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 86΄


Ντοκιμαντέρ για ένα χορευτικό κίνημα που αναπτύχθηκε στις φτωχογειτονιές του Λος Άντζελες τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για το clowning και το συγγενή του επίγονο krumping, παραφυάδες του hip-hop, που εντυπωσιάζουν για το νεύρο, την ταχύτητα και την τελετουργική διάσταση στις χορευτικές τους φιγούρες.

Οι ρίζες του κινήματος εντοπίζονται στον απόηχο των ταραχών που επακολούθησαν τον μέχρι θανάτου ξυλοδαρμό του Ρόντνι Κινγκ από αστυνομικούς το 1992. Ο πρόσφατα αποφυλακισθείς Τομ Τζόνσον, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, εργάζεται ως κλόουν σε παιδικά πάρτι. Εκεί επινοεί το νέο χορευτικό είδος, το οποίο συνδυάζεται με βάψιμο του προσώπου και ενίοτε και με αμφίεση κλόουν. Το είδος μεταλαμπαδεύεται από τα παιδιά στους εφήβους κι από κει στους νεαρούς ενήλικες των streetgangs, πολλοί από τους οποίους ανακαλύπτουν μια νέα «αθωότητα» και μετατρέπουν την οργή και την απογοήτευση από τη ζωή τους στο γκέτο σε τολμηρές χορευτικές φιγούρες. Το clowning μετατρέπεται έτσι στην πιο «ενήλικη» εκδοχή του, το krumping, όπου η έμφαση μετατοπίζεται πλέον σε ένα τελετουργικό που θυμίζει μάχες μεταξύ αντίπαλων συμμοριών και σε κινήσεις που παραπέμπουν έντονα σε βίαιες σώμα με σώμα συγκρούσεις.

Ο σκηνοθέτης διαφημίσεων και βίντεο-κλιπ Ντέιβιντ Λασαπέλ επιτρέπει στην κάμερά του να καταγράψει όλες τις εντυπωσιακές φιγούρες των νεαρών χορευτών, επιχειρεί όμως να διεισδύσει και λίγο βαθύτερα: Συσχετίζει το κίνημα με το βίαιο παρελθόν της ζωής στα γκέτο των μαύρων, αλλά και με παγανιστικές τελετές της «μητέρας» Αφρικής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δείχνει με σαφήνεια πως η τέχνη μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από τρόπος έκφρασης των βαριεστημένων ελίτ, πως μπορεί να πηγάζει από τον απλό κόσμο και όχι να υπαγορεύεται από τα ΜΜΕ, και πως όταν εκφράζει γνήσια αυτόν τον κόσμο, τότε μπορεί δυνητικά να αποτελεί πραγματικό διέξοδο από προβλήματα όπως η βιαία συμπεριφορά, τα ναρκωτικά, ή η έλλειψη νοήματος. Ακούγεται βαρύγδουπο, αν όμως δείτε το ντοκιμαντέρ θα πειστείτε!

ΒΑΘΜΟΣ: ***

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 753)

8.12.06

ΤΑΞΙΔΙΑΡΙΚΑ ΣΥΝΝΕΦΑ



TIAN BIAN YI DUO YUN / THE WAYWARD CLOUD

Σκηνοθεσία: Τσάι Μινγκ-Λιάν
Παίζουν: Λι Κανγκ-Σενγκ, Τσεν Σιάνγκ-Τσίι, Σουμόμο Γιοζακούρα
Ταϊβάν, 2005. Διάρκεια: 114΄

Σκηνή Νο1: Ένας άντρας, μια γυναίκα και ένα… καρπούζι κάνουν έρωτα. Σκηνή Νο2: Ο πρωταγωνιστής, φορώντας ένα καπέλο σε σχήμα… βάλανου, τραγουδά μέσα στα δημόσια ουρητήρια συνοδευόμενος από ένα πολύχρωμο γυναικείο μπαλέτο για τις… δύσκολές του στύσεις. Σκηνή Νο3: Το καπάκι ενός πλαστικού μπουκαλιού σφηνώνεται μέσα στο αιδοίο μιας πορνοστάρ που αυνανίζεται κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και ένα μέλος του συνεργείου προσπαθεί να το… εντοπίσει. Αυτές είναι εν συντομία μερικές από τις εικόνες που θα αντιμετωπίσετε σε μια από τις πιο αλλόκοτες και δυσερμήνευτες ταινίες που έχουμε δει ποτέ.


Πρόκειται για την τελευταία ταινία του 49χρονου ταϊβανέζου, με καταγωγή από τη Μαλαισία, Τσάι Μινγκ-Λιάν, ο οποίος είχε πρωτοπαρουσιαστεί στο κοινό της πόλης μας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2001, με το έργο του «Τι ώρα είναι εκεί». Στα «Ταξιδιάρικα Σύννεφα» (η ακριβής μετάφραση του κινέζικου τίτλου είναι «Ένα σύννεφο στην άκρη του ουρανού») χρησιμοποιεί το ίδιο πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας εκείνης προκειμένου να εμβαθύνει στη μόνιμη προβληματική του σχετικά με την αποξένωση, την αλλοτρίωση, και την απουσία νοήματος από τη σύγχρονη αστική ζωή και να επεκτείνει τις αισθητικές του αναζητήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεγάλες, μακρινές λήψεις υπό γωνία, απουσία διαλόγων, μινιμαλιστική αφήγηση και μεγενθυμένη, συμβολική χρήση διαφόρων αντικειμένων. Σε συνέχεια, λοιπόν, του «Τι ώρα είναι εκεί», η ηρωίδα επιστρέφει από το Παρίσι εν μέσω θέρους και ανομβρίας σε μια ερημωμένη και ξερή Ταϊπέι και συναντά τον παλιό της φίλο, ο οποίος δεν είναι πλέον πλανόδιος πωλητής ρολογιών, αλλά ηθοποιός σε πορνό, κάτι όμως που δεν της αποκαλύπτει. Η σχέση τους προχωρά με ρυθμούς σημειωτόν, ο εμφανής μεταξύ τους ερωτισμός παραμένει εν πολλοίς ανεπίδοτος, σε αντίθεση με τα πορνό γυρίσματα, τα οποία συνεχίζονται ακάθεκτα, σε πείσμα παροδικών προσκομμάτων, όπως το μάγκωμα του μπουκαλιού στο αιδοίο, οι δυσκολίες στύσης του πρωταγωνιστή, αλλά και η… ημιθανής πρωταγωνίστρια. Η ταινία διαθέτει και έναν φαινομενικά παράταιρο χαρακτήρα μιούζικαλ, καθώς διακόπτεται από πέντε συνολικά μουσικά ιντερλούδια, εξόχως χαριτωμένα, που φέρνουν στο νου κάτι από Ζακ Ντεμί, και ενίοτε Μπάσμπι Μπέρκλεϊ. Η σημασία τους είναι ομιχλώδης, όπως άλλωστε και το διά ταύτα ολόκληρης της ταινίας. Η τελική σκηνή πάντως, πραγματική σκηνή ανθολογίας για γερά στομάχια, ξεκαθαρίζει εν μέρει τα πράγματα. Ένας αριστουργηματικός κινηματογραφικός γρίφος.
Προσεχώς στο blog μια απόπειρα ερμηνευτικής ανάλυσης της ταινίας.

ΒΑΘΜΟΣ: ****

(δημοσιεύτηκε στον εξώστη, τεύχος 752)