28.6.10

ΣΤΕΙΛΕ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ


MANDA BALA - SEND A BULLET

Σκηνοθεσία: Τζέισον Κον

ΗΠΑ/Βραζιλία 2007. Διάρκεια: 85΄


Αν αναλογιστούμε ότι αυτό που πάνω απ’ όλα επιδιώκει μια ταινία μυθοπλασίας είναι να πείσει τον θεατή για την, δυνητική έστω, αλήθεια της, να πετύχει δηλαδή αυτό που στο Χόλιγουντ αποκαλούν “suspension of disbelief” – ελληνιστί «άρση της δυσπιστίας» - θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τελικά η απόλυτη ταινία μυθοπλασίας είναι το ντοκιμαντέρ. Γιατί το ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς η ταινία που αντλεί εξ ολοκλήρου το υλικό της από την πραγματικότητα. Περιέργως όμως, όσο χρειάζεται η μυθοπλασία το ντοκιμαντέρ, δηλαδή την αλήθεια, άλλο τόσο χρειάζεται και το ντοκιμαντέρ την μυθοπλασία, δηλαδή το ψέμα, το «παραμύθιασμα», τη σκηνοθεσία. Η ωμή πραγματικότητα στερείται φόρμας, νοήματος, λογικού ειρμού. Είναι βαρετή, χύμα, άμορφη. Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ αναγκάζεται να καταφεύγει ολοένα και περισσότερο, ολοένα και πιο ασύστολα, σε τεχνικές της μυθοπλαστικής σκηνοθεσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ντοκιμαντέρ που σας προτείνουμε σήμερα. Πρόκειται για ένα ταξίδι στη Βραζιλία, το οποίο εστιάζει σε δυο επιμέρους ζητήματα, σύμβολα της ευρύτερης παθογένειας της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Το ένα είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο υπεξαίρεσης δημόσιων κονδυλίων από έναν επιφανή πολιτικό της Βόρειας Βραζιλίας ονόματι Ζάντερ Μπαρμπάλιο. Το άλλο είναι το πρόβλημα των απαγωγών πλουσίων με σκοπό την απόσπαση λύτρων το οποίο μαστίζει ιδιαίτερα το Σάο Πάολο. Παρότι τα ζητήματα αυτά ηχούν αρκούντως σοβαρά και σκοτεινά, η προσέγγιση εμφορείται από έναν ανάλαφρο χαρακτήρα. Έντονα χρώματα, γρήγορο μοντάζ, κεφάτη βραζιλιάνικη μουσική. Ταυτόχρονα παρατηρούμε μια έντονη τάση για προβολή εντυπωσιακών εικόνων. Ο Μπαρμπάλιο φέρεται να είχε φτιάξει ένα εργοστάσιο εκτροφής βατράχων προκειμένου να ξεπλένει τα χρήματα που υπεξαιρούσε.
Πλάνα από το εκτροφείο αυτό, με τα χιλιάδες βατράχια να αλληλοκατασπαράσσονται και αργότερα να γδέρνονται από τους υπαλλήλους κρεμασμένα στην κορδέλα παραγωγής συνοδεύουν σχεδόν κάθε αναφορά της ταινίας στον Μπαρμπάλιο, δημιουργώντας μια δυνατή οπτική μεταφορά για την μοίρα του πολυπληθούς υποπρολεταριάτου των βραζιλιάνικων παραγκουπόλεων. Από την άλλη, στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ τίθεται ένας πλαστικός χειρούργος που ειδικεύεται στην επικόλληση αυτιών που οι απαγωγείς κόβουν από τα θύματά τους. Η κάμερα θεωρεί σκόπιμο να διεισδύσει ακόμα και στην αίθουσα του χειρουργείου, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά μια τέτοια ιατρική επιχείρηση. Εικόνες που μένουν στο μυαλό, που αποτροπιάζουν, που τρομοκρατούν. Φτηνός εντυπωσιασμός, από τη μια, έξυπνη αξιοποίηση του κινηματογραφικού μέσου από την άλλη. Έτερο άξιο αναφοράς χαρακτηριστικό είναι η «γιάνκικη», αμερικανοκεντρική προσέγγιση της ταινίας.
Σκηνοθετημένη από Αμερικανό, η ταινία εστιάζει μεταξύ άλλων σε έναν νεαρό εύπορο αμερικάνο επιχειρηματία που διαμένει στο Σάο Πάολο, ο οποίος πάσχει από την χαρακτηριστικά δυτική νεύρωση της ασφάλειας, και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει μια ενδεχόμενη απαγωγή. Η ταινία τον παρουσιάζει ουδέτερα, επιτρέποντας τόσο την ταύτιση μαζί του (αντίδραση πιθανότερη ίσως στις ΗΠΑ), όσο και την γελοιοποίησή του. Δύσκολα αποφεύγει κανείς έναν χαιρέκακο καγχασμό μπροστά στο «πρόβλημα» των επιπλέον εξόδων που συνεπάγεται η θωράκιση μιας Πόρσε. Τέλος, το οξύμωρο είναι ότι ενώ φαινομενικά η ταινία καταδικάζει τη βία, μοιάζει ταυτόχρονα να συναρπάζεται από αυτήν.
Τα πλάνα πάσης φύσεως όπλων που έρχονται και επανέρχονται αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα μιας χαρακτηριστικά american νοοτροπίας και της κάπως ανεύθυνης υιοθέτησης μιας ταραντινικής αισθητικής, σύμφωνα με την οποία το Κακό μπορεί να καταπολεμηθεί με τη χρήση μιας καρτουνίστικης βίας, με περίστροφα, καραμπίνες και μυδραλιοβόλα. Allright. Η ταινία όμως τελικά αξίζει οπωσδήποτε μια θέαση, είναι επιτήδεια φτιαγμένη, συναρπαστική, και θεωρώ ότι προβληματίζει γόνιμα, θέτοντάς μας κατάμουτρα σε μια κοινωνική κακοήθεια που μοιάζει να μας αφορά ολοένα και περισσότερο.

***

5.6.10

JAR CITY


Σκηνοθεσία: Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ
Παίζουν: Ίνγκβαρ Σίγκουρντσον, Άτλι Ραφ Σίγκουρντσον, Τόρστιν Γκούναρσον

Ισλανδία, 200
6. Διάρκεια: 94΄

Αστυνομικό θρίλερ σκληρό, νοσηρό, ατμοσφαιρικό, με μια πλοκή εύκολα προβλέψιμη, αλλά με αρκετή αφηγηματική επιτηδειότητα ώστε να το κρύβει εντέχνως, το Jar City μας ξανασυστήνει τον Μπαλτάσαρ Κορμάκουρ, τον σκηνοθέτη που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση του ισλανδικού κινηματογράφου. Με τα 101 Ρέικιαβικ, ο Κορμάκουρ μας παρουσίασε μια Ισλανδία γεμάτη νεανικό παλμό, θετική ενέργεια και δωρεάν θέρμανση από τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτει το απόμακρο αυτό νησί στην βορειοδυτική εσχατιά της Ευρώπης. Στο Jar City τα πράματα έχουν αλλάξει άρδην: Η Ισλανδία παρουσιάζεται τώρα σαν μια χώρα σκοτεινή και βλοσυρή, ένα τοπίο σεληνιακό, όπου οι ατμοί και τα αέρια που αναβλύζουν από την στέρφα γη δεν εκφράζουν πλέον το όνειρο μιας φτηνής ενεργειακής πηγής, αλλά τον εφιάλτη μιας κοινωνίας απόκοσμης, εσωστρεφούς, με καλά κρυμμένα μυστικά και ανθρώπους που στοιχειώνονται από μια ενέργεια δαιμονική.

Η ταινία βασίζεται στο γνωστό μοτίβο του αστυνομικού που ερευνά ένα φόνο. Ο Έρλαντουρ είναι ένας ακόμα σκληροτράχηλος, μισανθρωπικός ντετέκτιβ, που κρύβει πίσω από την εργασιομανία του και την επαγγελματική του ευσυνειδησία την πλήρη αποτυχία της προσωπικής του ζωής. Καλείται να διερευνήσει τον φόνο ενός περιθωριακού ατόμου, που μοιάζει να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένας απόκληρος της ζωής εθισμένος στην πορνογραφία. Εκκινώντας από τη φωτογραφία του μνήματος ενός παιδιού που εντοπίζει στο διαμέρισμά του, ο Έρλαντουρ θα επιχειρήσει να ξετυλίξει το νήμα του δράματος της ζωής αυτού του ανθρώπου, προκειμένου να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας του. Στην υπόθεση εμπλέκεται επίσης και ο Ορν, ένας πονεμένος πατέρας που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει κάποια θεραπεία για την μικρή του κόρη, η οποία πάσχει από μια ανίατη θανατηφόρο ασθένεια. Στην πραγματικότητα, το θέμα του πονεμένου πατέρα, της αποτυχίας της οικογένειας και του κατατρεγμού από τους δαίμονες ενός αναπόδραστου παρελθόντος αποτελούν κυρίαρχα μοτίβα του έργου. Η Ισλανδία παρουσιάζεται σαν ένα περίκλειστο νησί-παγίδα, με λιγοστούς κατοίκους που αναπόφευκτα διαπλέκονται μεταξύ τους με νήματα που συχνά δεν θέλουν καθόλου να θυμούνται. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από κανέναν και τίποτε, αργά ή γρήγορα η νέμεση έρχεται, και είναι σκληρή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το δευτερεύον μοτίβο της έρευνας του γενετικού υλικού, μοτίβο που εμπνέεται μάλιστα από ένα υπαρκτό πρότζεκτ της ισλανδικής κυβέρνησης, το οποίο έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις. Jar City είναι μια τεράστια υπηρεσία στην οποία υποτίθεται πως φυλάσσεται το γενετικό υλικό όλων των κατοίκων της χώρας. Η πρόσβαση στο αρχείο αυτό, νόμιμη ή ίσως και παράνομη, μπορεί να δώσει ουκ ολίγες πληροφορίες σε πληθώρα ερωτημάτων σχετικά με την αληθινή ταυτότητα, την κατάσταση της υγείας και το γενεαλογικό δέντρο του οποιουδήποτε. Εδώ η Ισλανδία της εσωστρέφειας και της παράδοσης συναντά σε έναν μάλλον παρά φύση γάμο την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Το μόνο που λείπει από την ταινία είναι μια μικρή έστω νύξη στις οικονομικές δομές της χώρας. Μήπως τελικά εκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού εδράζεται το αληθινό «κακό» της ισλανδικής κοινωνίας; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά όμως τις προθέσεις και την εμβέλεια του καλοφτιαγμένου κατά τ’ άλλα θρίλερ του Κορμάκουρ.


***