16.10.08

ΤΥΧΕΡΗ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ


HAPPY-GO-LUCKY

Σκηνοθεσία: Μάικ Λι
Παίζουν: Σάλι Χόκινς, Έντι Μαρσάν, Αλέξις Ζέγκερμαν


Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα φιλμικό σύμπαν που απαρτίζεται από δύο ομόκεντρες σφαίρες. Η εσωτερική σφαίρα αποτελεί τον μικρόκοσμο της ηρωίδας της ταινίας, της τριαντάρας δασκάλας Πόπι, η οποία είναι πάντα χαμογελαστή και γεμάτη θετική ενέργεια, πάντα πρόθυμη να κοιτάξει τον συνάνθρωπό της στα μάτια και να επικοινωνήσει μαζί του, μια διάνοια αμόλυντη από ευρύτερους πολιτικούς προβληματισμούς. Η έξω σφαίρα περικλείει αυτήν ακριβώς την ευρύτερη κοινωνία, η οποία βρίσκεται σε ένα είδος τεκτονικής τριβής με τον μικρόκοσμο της ηρωίδας, διεισδύει απειλητικά σ’ αυτόν, δοκιμάζει τις αντοχές του. Αυτή η σύγκρουση προσωπικής έναντι πολιτικής σφαίρας, εισάγεται ήδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας: Η Πόπι μπαίνει να χαζέψει σ’ ένα βιβλιοπωλείο και, όσο φιλικά κι αν συμπεριφέρεται στον πωλητή, αυτός την αντιμετωπίζει με πρωτόγνωρη ψυχρότητα. Επιπλέον, όταν φεύγει, διαπιστώνει ότι της έχουν κλέψει το ποδήλατο. Όσο τυχερή κι αν είσαι, λοιπόν, όση θετική ενέργεια κι αν εκλύεις, βρίσκεσαι κι εσύ εκτεθειμένη στην κακία ενός κόσμου που υπερβαίνει το άτομο και κινείται από αδιόρατες και ανεξέλεγκτες δυνάμεις. Μικρά παιδιά εμφανίζουν βίαιη συμπεριφορά, στους δρόμους ψυχωσικοί losers παραμιλούν χαμένοι στο δικό τους κόσμο, ενώ άλλοι, φαινομενικά «νορμάλ», αποδεικνύονται βυθισμένοι σε μια από τις γνωστότερες ψυχασθένειες του καιρού μας, τη συνωμοσιολαγνεία και τις τάσεις καταδίωξης. Απέναντι σε όλα αυτά αρκεί το ζεστό χαμόγελο και η ανθρωπιά μια απλής δασκαλίτσας; Μάλλον όχι. Αν όμως η ανθρωπιά δεν είναι συνθήκη ικανή, ο Μάικ Λι, ο μεγαλύτερος ίσως σύγχρονος άγγλος σκηνοθέτης, μοιάζει να μας λέει ότι είναι σίγουρα αναγκαία. Σε έναν κόσμο που η Πόπι κι οι φιλενάδες της αδυνατούν να διακρίνουν τα αόρατα νήματα, η μεταξύ τους σχέση μοιάζει να αποτελεί το απόλυτο και οριστικό αποκούμπι. Ο έλεγχος της ζωής μας ξεγλιστράει από τα χέρια μας, έχουμε απωλέσει την ικανότητα να κατανοούμε τον κόσμο, μας απομένει όμως η δύναμη της αγάπης. Αυτό το τελευταίο αποκούμπι είναι που κάνει την Πόπι τυχερή κι ευτυχισμένη. Μακάρι κι εμάς…

****

1.10.08

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΠΡΑΪΤΣΧΕΝΤ


BRIDESHEAD REVISITED


Σκηνοθεσία: Τζούλιαν Τζάρολντ

Παίζουν: Μάθιου Γκουντ, Τζούλια Φλάιτ, Μπεν Γουίσοου, Έμα Τόμπσον


Ουκ ολίγοι συμπατριώτες μας διακατέχονται από την πεπλανημένη άποψη ότι στην Αγγλία ανθεί ιδιαιτέρως η ομοφυλοφιλία – φοβάμαι ότι με κάτι τέτοιες ταινίες θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο. Κι αυτό γιατί ό,τι θελκτικότερο έχει να επιδείξει η συγκεκριμένη ταινία, η οποία εκτυλίσσεται στην Αγγλία του μεσοπολέμου, είναι ο χαρακτήρας του Σεμπάστιαν, ενός εκκεντρικού θηλυπρεπή φοιτητή της Οξφόρδης, γόνου πάμπλουτης οικογένειας, ο οποίος ανήκει στους «σοδομίτες», μια φοιτητοπαρέα ηδονιστών party animals της εποχής. Αυτός ο Σεμπάστιαν, λοιπόν, αποφασίζει για άγνωστους λόγους να εμπλέξει στα δίχτυα της γοητείας του τον Τσαρλς, τον μικροαστό ήρωα της ταινίας μας, και να τον μυήσει στα άδυτα του Μπράιτσχεντ, της οικογενειακής τους έπαυλης. Ανάμεσα στα εκθέματα του τυπικού αυτού κτίσματος της αγγλικής υπαίθρου συγκαταλέγεται και η Τζούλια, η γοητευτική αδελφή του Σεμπάστιαν, οπότε ο Τσαρλς θα βρεθεί αίφνης διχασμένος ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Μην περιμένετε όμως τίποτε φωναχτά δράματα, μίση, έρωτες και πάθη. Γιατί ο Τσαρλς αποτελεί την προσωποποίηση του έτερου κλισέ περί Άγγλων: Είναι συγκαταβατικός, ευγενικός, και παντελώς αδιαπέραστος. Όχι μόνο από τους άλλους ήρωες, αλλά κι από μας τους θεατές. Είναι παντελώς αδύνατο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς θέλει, σκέφτεται, ή νιώθει αυτός ο άνθρωπος. Αφήστε που είναι και παντελώς γλυκανάλατος. Κι από τη στιγμή που η ταινία διαπράττει το ατόπημα να εγκαταλείψει κάπου στο Μαρόκο τον Σεμπάστιαν, μοναδικό πικάντικο στοιχείο της, και να μην ξαναεπιστρέψει ποτέ σ’ αυτόν, καταντάει εξίσου νερόβραστη με τον Τσαρλς. Με τον οποίο παλινδρομούμε μεταξύ ποικίλων προβληματισμών, όπως θρησκευτική πίστη, μητρική καταπίεση, ομοφυλοφιλία, κοινωνικός αριβισμός, προβληματισμοί οι οποίοι όμως απομένουν παντελώς ξεκρέμαστοι κι ανολοκλήρωτοι. Τελικά, μόνο θέμα της ταινίας μοιάζει να αναδεικνύεται ακριβώς αυτός ο τυπικός αγγλικός χαρακτήρας: συγκαταβατικός, μπλαζέ, ικανός να θυσιάσει και το εντονότερο συναίσθημα στο όνομα της ευπρέπειας και του understatement. Μπορεί όμως άραγε να ενδιαφέρουν όλ’ αυτά οποιονδήποτε δεν συνηθίζει να τρώει για πρωινό τοστ με φασόλια;


*