25.4.08

ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ


CONFESSION OF PAIN / SEUNG SING


Σκηνοθεσία: Andrew Lau & Alan Mak
Παίζουν
: Tony Leung, Takeshi Kaneshiro, Jinglei Xu, Qi Shu
Χονγκ Κονγκ, 2006. Διάρκεια: 109΄


Έχω ακούσει άπειρες φορές λοιδορίες εναντίον των ελλήνων διανομέων για τους αυθαίρετους τίτλους που διαλέγουν για να μας παρουσιάσουν ξένες ταινίες, αλλά σπανίως ακούω μια καλή κουβέντα, όταν καταφέρνουν να βρουν έναν τίτλο καλύτερο κι από τον πρωτότυπο. Ε, λοιπόν, αυτή τη φορά τα κατάφεραν περίφημα. Η ταινία που σας παρουσιάζουμε σήμερα δεν είναι ούτε «πονεμένη εξομολόγηση» (όπως μας πληροφορεί ο τίτλος με τον οποίο εισάγεται σε Ευρώπη και Αμερική), ούτε «θλιμμένη πόλη» (όπως μεταφράζεται ο κινέζικος τίτλος της “Seung Sing”). Είναι μια ταινία με θέμα της κάποια καλά θαμμένα μυστικά, που κάποιοι προσπαθούν να ξεσκεπάσουν και κάποιοι άλλοι να συγκαλύψουν˙ σε κάθε περίπτωση πάντως παραμένουν αινιγματικά. Ακατανόητα. Και δεν αγγίζουν επ’ ουδενί το θεατή. Πώς λέμε «πέρασε και δεν ακούμπησε»; Κάτι τέτοιο.


Ο Μπονγκ είναι ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ, πρώην αστυνομικός και νυν αλκοολικός, ο οποίος κατατρύχεται από την αυτοκτονία της εγκύου γυναίκας του. Κάποια στιγμή η Σούζαν, σύζυγος του Χέι, αρχηγού της Αστυνομίας και παλιού φίλου του Μπονγκ, θα του αναθέσει να εξιχνιάσει την υπόθεση της δολοφονίας του πλούσιου πατέρα της, η οποία έχει κλείσει εσπευσμένα ως περίπτωση ληστείας από δυο γνωστούς κακοποιούς οι οποίοι αργότερα βρέθηκαν νεκροί. Ο Μπονγκ καταδύεται στο παρελθόν, προκειμένου να διερευνήσει τα πραγματικά κίνητρα πίσω από έναν τέτοιο φόνο. Κι ανακαλύπτει κάποια «αινιγματικά μυστικά», τα οποία δεν θα διαλευκανθούν, ούτε καν με το τέλος της ταινίας. Θα παραμείνουν εκκρεμή, δείγματα ενός αμήχανου και ασυνάρτητου σεναρίου, που δεν καταφέρνει να αποσπάσει πολύ από το ενδιαφέρον μας…


Τώρα θα αναρωτηθείτε ίσως τι το θετικό βρίσκουμε σ’ αυτή την ταινία, εκτός του γλαφυρού της τίτλου. Λένε, λοιπόν, πως οι διευθυντές φωτογραφίας δεν τα καταφέρνουν σχεδόν ποτέ όταν στρέφονται στη σκηνοθεσία. Ο λόγος είναι ότι αδυνατούν να κατανοήσουν την προτεραιότητα της σημασίας της αφήγησης έναντι της οπτικής ομορφιάς. Εδώ έχουμε μια τέτοια περίπτωση. Ο σκηνοθέτης Άντριου Λάου ξεκίνησε σαν διευθυντής φωτογραφίας, και στράφηκε αργότερα στη σκηνοθεσία, έγινε δε γνωστός με τις διαβόητες «Εσωτερικές υποθέσεις», ριμέικ των οποίων αποτελεί ο «Πληροφοριοδότης» του Μάρτιν Σκορσέζε. Αργότερα γύρισε την “Daisy”, μια καλή ταινία, την οποία σας παρουσιάσαμε από τούτην εδώ τη στήλη τον περασμένο Σεπτέμβριο. Τη φορά αυτή όμως, ο Λάου εγκαταλείπει παντελώς την μέριμνα της αφήγησης και απορροφάται πλήρως από τη σαγήνη της εικονοπλασίας. Μιλάμε για ένα Χονγκ Κονγκ βγαλμένο από κάποιο όνειρο, άδειο, στιλπνό, ημιφωτισμένο, μια μεγαλούπολη γεμάτη φώτα από νέον και ατμοσφαιρικά μπαρ. Η δε σκηνοθεσία είναι εξίσου περίτεχνη, γεμάτη κόλπα και εφέ, με μια κάμερα σε μια διαρκή ανεπαίσθητη κυκλωτική κίνηση και διάφορα ευφάνταστα περάσματα από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι το όλο εγχείρημα απομένει κενόδοξο, καθότι οι χαρακτήρες και τα όσα ακατάληπτα τους συμβαίνουν μας αφήνουν αν όχι τελείως αδιάφορους, πάντως σίγουρα αμήχανους κι απορημένους. Πάντως, το οπτικό κομμάτι τ’ αξίζει τα λεφτά του…


**

17.4.08

ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ’ΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ


ENSEMBLE, CEST TOUT


Σκηνοθεσία: Κλοντ Μπερί
Παίζουν: Οντρέι Τοτού, Γκιγιόμ Κανέ

Γαλλία, 2007. Διάρκεια: 97΄


Όσοι από σας τυχόν ταυτίζετε τον γαλλικό κινηματογράφο με τις λεγόμενες «κουλτουριάρικες», ή «καλλιτεχνικές» ταινίες, να ξέρετε ότι πλανάσθε πλάνη οικτρά. Η Γαλλία διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές βιομηχανίες του κόσμου, μετά τις ΗΠΑ και την Ινδία, με τεράστιες ικανότητες να αναγεννάται από τις στάχτες της και να κατασκευάζει θελκτικά προϊόντα, σε διάφορες μορφές και μεγέθη, για το ευρύ κοινό. Μια τέτοια ταινία σας παρουσιάζουμε σήμερα. Κοινώς, μια ταινία για «ξεμπούκωμα». Τι εστί ξεμπούκωμα; Διευκρινίζουμε: «Ο πνευματικός αυνανισμός είναι κάποιες φορές απαραίτητος για να ξεμπουκώσει το μυαλό από ένα πλήθος νόρμες, συνήθως άχρηστες, που έχουν σωρευτεί μέσα του». Τάδε έφη Τριαντάφυλλος Μποστάντζης στο Videodrome του εξώστη, τεύχος 807. Πιστοί λοιπόν σ’ αυτή τη γραμμή, σας παρουσιάζουμε σήμερα το “ultimate ksempoukoma movie”, μια ταινία του γερο-Κλοντ Μπερί, άξιου συνεχιστή της παράδοσης του Ζαν Ρενουάρ (δε θέλω ειρωνικά χαμόγελα – ο Μπερί έχει Όσκαρ, ο Ρενουάρ όχι), με πρωταγωνιστή τον αρρενωπό σταρ Γκιγιόμ Κανέ. Ο περί ου ο λόγος παίδαρος είναι το αγόρι που πρωταγωνιστούσε στο Αγάπαμε αν τολμάς, που είχε προβληθεί με επιτυχία στις αίθουσες της πόλης μας πριν από μερικά χρόνια. Εκείνο το γλυκό αγόρι, λοιπόν, μεγάλωσε και έγινε ένα είδος Απόστολου Γκλέτσου της Γαλλίας. Μιλάμε για πολύ νταβρατίλα. Τα κορίτσια κάνουν ουρά έξω απ’ την κρεβατοκάμαρά του. Κι αυτός δίνει εντολές. «Σκύψε», «πιο γρήγορα», τέτοια πράγματα. Η καλύτερη όμως ατάκα που εκστομίζει, και που και μόνο εξαιτίας της η ταινία αξίζει να ανακηρυχθεί σε αδιαφιλονίκητο αριστούργημα της παγκόσμια φιλμογραφίας, είναι η εξής: «Αν είσαι καλό κορίτσι, την Τρίτη θα σε πηδήξω». Και δεν τη λέει σε καμιά τυχαία γκόμενα. Στην Οντρέι Τοτού τη λέει, την γλυκιά μας «Αμελί». Έτσι είναι, όμως. Κάτι τέτοια θέλουν να ακούνε κατά βάθος οι γυναίκες. Αν λοιπόν θέλετε να ξεμπουκώσετε από ένα πλήθος politically correct, δηλαδή άχρηστες, νόρμες που έχουν σωρευτεί μέσα σας, υποκύψτε στη γοητεία του φινετσάτου, μπρουτάλ αισθησιασμού του Γκιγιόμ Κανέ, αλλά και στη χαριτωμενιά της Τοτού, που τελικά καταφέρνει βεβαίως, ως είθισται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να δαμάσει το ατίθασο ετούτο αρσενικό. Τώρα, βέβαια, από σενάριο μην περιμένετε και πολλά πράγματα. Υπόθεση ουσιαστικά δεν υφίσταται. Υπάρχουν απλώς αυτός, αυτή, και η… γιαγιά του. Α, ναι, και ο συγκάτοικος. Και περιφέρονται ασκόπως, εκστομίζοντας ενίοτε κάποιες υπέροχες ατάκες. Γενικά όμως δεν συμβαίνει τίποτε. Όσο για τη σκηνοθεσία, ο Μπερί το ξέρει καλά το κόλπο: Ένα γενικό πλάνο, ένα κοντινό στον πρωταγωνιστή, ένα κι απ’ την απέναντι γωνία και ξεμπερδέψαμε. Όχι θα κάτσει να σκάσει. Έτσι βγαίνουν τα λεφτά. Και είχε εισπρακτική επιτυχία η ταινία, μη νομίζετε ότι σας προτείνουμε σαβούρα. 2,2 εκατομμύρια εισιτήρια έκοψε στη Γαλλία και 800 χιλιάδες στη Γερμανία, παρακαλώ…


Αξιολόγηση: *
Αξιολόγηση για ξεμπούκωμα: *****

13.4.08

Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΧΟΠΑΙΔΙ


MIO FRATELLO E FIGLIO UNICO/
MY BROTHER IS AN ONLY CHILD


Σκηνοθεσία: Ντανιέλε Λουκέτι
Παίζουν: Έλιο Τζερμάνο, Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Ντιάνε Φλέρι, Άντζελα Φινοκιάρο
Διάρκεια: 104'


Εξαιρετική ταινία, που συστήνουμε ανεπιφύλακτα, το «Ο αδελφός μου είναι μοναχοπαίδι» μας παραπέμπει άμεσα στον πολιτικό κινηματογράφο της δεκαετίας του ’70, στον Μπερτολούτσι και τους αδελφούς Ταβιάνι, για να επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της διαπλοκής της προσωπικής μοίρας του ατόμου με την ευρύτερη κοινωνική του ένταξη και της σχέσης ατομικότητας και συλλογικής δράσης. Και αυτός ο κατ’ εξοχήν πολιτικός προβληματισμός, όσο και αν παραπέμπει σε κάποιο ένδοξο παρελθόν που γεννά ίσως μια κενόδοξη, γλυκανάλατη νοσταλγική διάθεση, είναι άκρως επίκαιρος, απαραίτητος και επείγον, σε μια εποχή που ο κινηματογράφος, αλλά και η κοινωνία, έχουν άνευ όρων παραδοθεί στην κυριαρχία του πλέον ρηχού ατομισμού.

Ο ήρωας της ταινίας αυτής, ένας νεαρός που μεγαλώνει ως στερνοπαίδι μιας φτωχικής εργατικής οικογένειας του ιταλικού νότου, πνεύμα ανήσυχο και ασυμβίβαστο, βρίσκεται σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον του. Δεν θέλει να το αγνοήσει, δεν θέλει να το ισοπεδώσει, παρά αναζητά διαρκώς κι εναγωνίως την ένταξή του σε κάποιας μορφής συλλογικότητα. Ξεκινά με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, την οποία ξεγυμνώνει εν ριπή οφθαλμού. Συνεχίζει με το φασιστικό κόμμα, του οποίου επίσης αποκαλύπτει την κενότητα, για να καταλήξει, στα βήματα του αδελφού του, στα αριστερά κινήματα του ιταλικού Μάη του ’68, όπου κι εκεί τα πράγματα δεν είναι ρόδινα, και θα οδηγήσουν σε ένα δραματικό φινάλε, που παραπέμπει στην αδιέξοδη δράση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών».

Συγκινητική, ανθρώπινη, αλλά όχι μελό, η ταινία ξαναβάζει την πολιτική στο επίκεντρο του προβληματισμού και μας υπενθυμίζει το βαρύ ιστορικό μας χρέος να σταθούμε αντάξιοι της ιστορίας μας, αντάξιοι του ονειροπόλου, νεανικού μας εαυτού (όπως χαρακτηριστικά μας δείχνει το τελευταίο πλάνο της ταινίας) και να αγωνιστούμε συλλογικά για ένα καλύτερο αύριο.


****

8.4.08

LITTLE ATHENS


Σκηνοθεσία: Τομ Ζούμπερ
Παίζουν: Σον Χατόσι, Έρικα Λέερσεν, Μάικλ Πένια
ΗΠΑ, 2005. Διάρκεια: 103'

Ο σκηνοθέτης Τομ Ζούμπερ διατείνεται ότι όσα συμβαίνουν στη φιλμική του «μικρή Αθήνα» θα μπορούσαν να είχαν συμβεί οπουδήποτε. Η αναγωγή σε γενικότητα μάλλον δείχνει την προσπάθεια του Ζούμπερ να καλύψει τις αδυναμίες του σε εκφραστικά μέσα και πρωτοτυπία. Η ταινία μιλά για ένα μάτσο εικοσάρηδες και προσπαθεί απελπιστικά να πρωτοτυπήσει, επαναλαμβάνει άστοχα όμως όλα τα κλισέ της αμερικάνικης κινηματογραφίας, κακεκτυπικά και κάποιες φορές βαρετά. Με λίγα λόγια, τα ‘χουμε δει όλα αυτά που μας δείχνετε κύριε Ζούμπερ. Κι άντε, ας πούμε ότι τα ‘χουμε δει όλα. Ο τρόπος που μας τα λέτε κύριε Ζούμπερ ή μάλλον ο μη-τρόπος που μας τα λέτε, είναι ανιαρός και δήθεν. Όλα είναι προβλέψιμα ή παρωχημένα σ' αυτό το φιλμ. Εκτός από το τέλος του.

Για να ρίξουμε μια ματιά σ' αυτό το μάτσο των απροσάρμοστων εικοσάρηδων: Ο Τζίμι είναι ένας ασυνήθιστος βαποράκης που χρωστάει λεφτά σε στοιχήματα και προσπαθεί να ξελασπώσει. Οι δύο φίλες, η Χέδερ και η Άλισον οδηγούν με στυλ Σουμάχερ ένα νοσοκομειακό ασθενοφόρο. Η Τζέσικα είναι μια απαράδεκτη μπείμπι-σίτερ που εγκαταλείπει τα παιδιά που προσέχει κι ο Πέντρο ένας αποτυχημένος που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι. Σ' αυτούς έρχεται να προστεθεί κι ο καθαριστής πισινών με τα κόμπλεξ του και η ομάδα φτιάχτηκε...
Κι όμως... ακόμα και στο πιο ανούσιο φιλμ - έργο τέχνης - διαφημιστικό σποτ μπορεί να βρει κανείς κάποιο νήμα που ψάχνει (ή δεν ψάχνει). Η αμηχανία του σκηνοθέτη, του σεναρίου και των πρωταγωνιστών του αντικατοπτρίζει τη γενική αμηχανία του μετα-αμερικάνικου ονείρου. Η Αμερική πέθανε αλλά τώρα πια δεν μπορεί κανείς να φωνάξει «ζήτω η Αμερική». Το φανταστικό χωριό που ονομάζεται «μικρή Αθήνα» και βρίσκεται κάπου στην Αριζόνα, είναι εξαιρετικό παράδειγμα της διάβρωσης του πολιτισμού και μάλιστα του δυτικού. Ήδη το όνομα της κωμόπολης επικαθορίζει την αναντιστοιχία που προκύπτει από το ένδοξο παρελθόν ενός δυτικού πολιτισμού που ξεκίνησε από τις παρυφές της Ακρόπολης και κατέληξε σε ένα τροχόσπιτο της Αριζόνα όπου συχνάζουν βαποράκια. Είναι προφανές ότι ο Ζούμπερ έχει κάτι να πει αλλά ή δεν δούλεψε αρκετά ή απλά το μόνο που θέλει ή μπορεί, είναι να διεκπεραιώσει ένα σενάριο. Που κάτω από κάποια άλλη φορμαλιστική επεξεργασία θα μπορούσε να «γράψει». Το φιλμ του Ζούμπερ όμως δεν «γράφει», δεν «λέει». Μπορεί να ειδωθεί μόνο σαν παρακμιακό απόσταγμα φιλμικής αμηχανίας και θα ‘ναι και λαμπρό παράδειγμα ως τέτοιο ή σαν καταναλωτικό προϊόν προς πνευματικό αυνανισμό. Δεν είμαστε σκληροί. Ο πνευματικός αυνανισμός είναι κάποιες φορές απαραίτητος για να ξεμπουκώσει το μυαλό από ένα πλήθος νόρμες, συνήθως άχρηστες που έχουν σωρευτεί μέσα του. Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα, το φιλμ του Ζούμπερ είναι ιδανικό.

Αξιολόγηση: *
Αξιολόγηση για ξεμπούκωμα: *****

Τριαντάφυλλος Μποσταντζής